Ο γνωστός μας και δραστήριος Γάλλος σκηνοθέτης Φρανσουά Οζόν («8 Γυναίκες», «Potiche», «Η Πισίνα») επέστρεψε με το Frantz, μια ασπρόμαυρη –αλλά με καταλυτικές έγχρωμες πινελιές- συγκινητική ταινία, που διαδραματίζεται στο μεσοπόλεμο, σε ένα μικρό χωριό της Γερμανίας και στο Παρίσι. Βασισμένη στην παλιότερη ταινία Broken Lullaby (1932, του Ερνστ Λιούμπιτς), η οποία με τη σειρά της είχε βασιστεί σε θεατρικό έργο του Γάλλου Μορίς Ροστάντ. Η ταινία παρακολουθεί την προσωπική διαδρομή μιας κοπέλας, που αλλάζει εντυπωσιακά μέχρι το τέλος της. Με δεδομένη τη μαεστρία να ξεδιπλώνει ανθρώπινους χαρακτήρες στο πανί, ο Φρανσουά Οζόν μιλάει για την ταινία του.
«Τι σας οδήγησε να κάνετε αυτή την ταινία;»
«Σε μια εποχή που έχει εμμονή με την αλήθεια και τη διαφάνεια, θέλησα να κάνω μια ταινία για τα ψέματα. Ως μαθητής και θαυμαστής του Ερίκ Ρομέρ, θεωρούσα τα ψέματα συναρπαστική τροφή για την αφήγηση και τις ταινίες. Το είχα στο μυαλό μου όταν ένας φίλος μού είπε για ένα θεατρικό του Μορίς Ροστάντ αμέσως μετά τον Α΄ Π. Π. Έκανα περαιτέρω έρευνα και έμαθα ότι το θεατρικό είχε μεταφερθεί στο σινεμά το 1931 από τον Ερνστ Λιούμπιτς με τον τίτλο Broken Lullaby. Η πρώτη μου αντίδραση ήταν να αφήσω την ιδέα στην άκρη. Πώς θα μπορούσα να ξεπεράσω τον Λιούμπιτς;»
«Τι σας έκανε να αλλάξετε γνώμη;»
«Όταν είδα την ταινία του Λιούμπιτς καθησυχάστηκα. Είναι παρόμοια με το θεατρικό και υιοθετεί την οπτική ενός νεαρού Γάλλου, ενώ εγώ ήθελα να έχω την οπτική της νεαρής κοπέλας που, όπως και το κοινό, δεν ξέρει γιατί αυτός ο Γάλλος θρηνεί στον τάφο του αρραβωνιαστικού της. Στο θεατρικό και την ταινία, ξέρουμε το μυστικό από την αρχή, μετά από μια μακροσκελή σκηνή εξομολόγησης σε έναν παπά. Εμένα με ενδιέφερε περισσότερο το ψέμα σε σχέση με την ενοχή. Η ταινία του Λιούμπιτς είναι πανέμορφη και αξίζει να τη δει κανείς μέσα από το πρίσμα του ειρηνιστικού και ιδεαλιστικού κλίματος της μεταπολεμικής εποχής. Συμπεριέλαβα μερικές από τις σκηνές του. Είναι η λιγότερο γνωστή ταινία του, το μόνο του δράμα. Η σκηνοθεσία του είναι αξιοθαύμαστη και πολύ ευρηματική, όπως πάντα. Αλλά είναι η ταινία ενός Αμερικανού σκηνοθέτη γερμανικής καταγωγής που δεν ήξερε ότι στον ορίζοντα ανέτειλε ένας δεύτερος πόλεμος. Έκανε μια αισιόδοξη ταινία για τη συμφιλίωση. Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος κατέληξε σε λουτρό αίματος και πολλοί πολιτικοί και καλλιτέχνες στη Γαλλία και Γερμανία μιλούσαν ανοιχτά για τη φιλειρηνικότητα. «Ποτέ ξανά!». Η προσέγγισή μου, ως Γάλλος που δεν έζησε κανέναν από τους δύο παγκόσμιους πολέμους, ήταν προφανώς διαφορετική.»
«Προσθέσατε ένα ολόκληρο δεύτερο μέρος στην ιστορία»
«Στο θεατρικό και την ταινία του Λιούμπιτς, το ψέμα δεν αποκαλύπτεται ποτέ στους γονείς και ο Γάλλος γίνεται αποδεκτός από την οικογένεια. Παίρνει τη θέση του πεθαμένου γιου, τους παίζει βιολί και το τέλος είναι χαρούμενο. Στην ταινία, ο Αντριάν προσπαθεί να γίνει μέλος της οικογένειας αλλά σε κάποιο σημείο, το ψέμα του και η ενοχή του τον βαραίνουν πολύ και λέει στην Άννα τα πάντα. Σε αντίθεση με την ταινία του Λιούμπιτς, η Άννα μπορεί να αποδεχτεί το ψέμα του μόνο μέσα από την προσωπική της μακριά διαδρομή, την οποία εξετάζω στο δεύτερο μέρος και αρχίζει όταν ο Αντριάν φεύγει και η Άννα πέφτει σε κατάθλιψη»
«Τι σας οδήγησε να βάλετε χρώμα σε κάποιες σκηνές;»
«Το να δουλεύω σε ασπρόμαυρες εικόνες για πρώτη φορά ήταν συναρπαστικό, αλλά και στενάχωρο, γιατί η φυσική μου τάση είναι να δίνω έμφαση στο χρώμα. Έτσι ήταν δύσκολο για μένα να παρατήσω το χρώμα σε μερικές σκηνές. Ειδικά στη φύση, όπου περπατάνε πλάι στη λίμνη, που είναι αναφορά στον Γερμανό ρομαντικό ζωγράφο Κασπάρ Νταβίντ Φρίντριχ. Οπότε αποφάσισα να έχω χρώμα ως δραματικό στοιχείο σε αναμνήσεις και σε σκηνές ευτυχίας, για να υπονοήσω ότι η ζωή αιμορραγεί μέσα στην γκρίζα περίοδο του πένθους. Όπως το αίμα ρέει στις φλέβες, το χρώμα πηγάζει από το άσπρο και το μαύρο της ταινίας»
(Η ταινία προβάλλεται στις αθηναϊκές αίθουσες από την Πέμπτη 20 Οκτωβρίου σε διανομή της Feelgood Entertainment, την οποία και ευχαριστούμε για τη συνέντευξη).