Ο Ράιν Γκόσλινγκ και η Έμμα Στόουν συναντιούνται σε ένα αριστουργηματικό υπερθέαμα οσκαρικών προδιαγραφών και ο Ντάμιεν Σαζέλ (Χωρίς Μέτρο ή Whiplash) σκηνοθετεί τον κινηματογραφικό τους έρωτα. Ο Ντάμιεν Σαζέλ ήθελε να δει αν θα μπορούσε να δημιουργήσει μια ταινία η οποία θα κατάφερνε να μεταφέρει τη μαγεία και την ενέργεια των ρομαντικών γαλλικών και αμερικάνικων φιλμ της Χρυσής Εποχής στη δική μας, πιο περίπλοκη ζωή. Γιατί, όσο γρήγορα κι αν τρέχει ο κόσμος μας, όσο κι αν αλλάζουν τα πάντα γύρω μας με ιλιγγιώδεις ταχύτητες, όλοι παραμένουμε βαθιά ρομαντικοί, γοητευμένοι από κάποιες τυχαίες συναντήσεις, από τα όνειρα που πραγματοποιούνται και, φυσικά, από τον τρελό έρωτα. Ο Σαζέλ αναρωτιόταν εάν ο αφηγηματικός τρόπος του μιούζικαλ θα μπορούσε να ξανακερδίσει εκείνο το κοινό που, ναι μεν αγαπάει τα παραμύθια και τη μαγεία, αλλά έχει εθιστεί και σε ένα πιο σκοτεινό και ψηφιακό είδος κινηματογράφησης. Το να ενώσει, λοιπόν, μερικά από τα αγαπημένα του στοιχεία από τις ταινίες των 40’s, 50’s και 60’s –τη μουσική, τα έντονα χρώματα και τη γεμάτη ενέργεια ηθοποιία– με την αγαπημένη του πόλη, το Λος Άντζελες, ήταν ο δικός του σκηνοθετικός μονόδρομος.
«Το La La Land είναι ένα ερωτικό γράμμα προς το Λος Άντζελες, μεταξύ άλλων», σχολιάζει ο παραγωγός Μαρκ Πλατ. «Ο τρόπος που η ταινία τοποθετεί δύο ανθρώπους που ζουν πολύ μοντέρνες ζωές σε όλες αυτές τις ιστορικές τοποθεσίες του Χόλιγουντ είναι μοναδικός.»
Η ταινία ξεκινάει εκεί που ξεκινάνε όλα στο Λος Άντζελες: στη λεωφόρο. Εκεί ο Σεμπάστιαν συναντάει τη Μία. Αμφότεροι είναι απολύτως αφοσιωμένοι στις προσωπικές, ατελέσφορες φιλοδοξίες τους: Ο Σεμπάστιαν στο να κάνει τους ανθρώπους να αγαπήσουν τη τζαζ στον 21ο αιώνα και η Μία στο να καταφέρει να λάβει μέρος έστω σε μια μόνο οντισιόν, που θα της εξασφαλίσει το ρόλο των ονείρων της. Κανένας όμως από τους δύο δεν περιμένει ότι η συνάντησή τους ήταν γραφτό να συμβεί και ότι μαζί θα καταφέρουν να πάρουν ρίσκα που μόνοι τους ποτέ δε θα μπορούσαν.
Η παραγωγή μιας αυθεντικής 40’s-50s ταινίας με σύγχρονη ματιά είναι μια δύσκολη υπόθεση. Αρχικά, είναι η μουσική, οι στίχοι και η ενορχήστρωση. Στη συνέχεια είναι οι ηθοποιοί που πρέπει να μάθουν τα τραγούδια και τα χορευτικά κομμάτια και, τέλος, είναι όλα τα οπτικά στοιχεία που ολοκληρώνουν αυτή τη μαγική αίσθηση: ο φωτισμός, τα σκηνικά, η γκαρνταρόμπα. «Η ιδέα ήταν να δημιουργήσουμε αυτή την αίσθηση του παλαιομοδίτικου Χόλιγουντ μιούζικαλ. Ένα από τα βασικά στοιχεία ήταν η εύρεση του τέλειου ζεύγους, όπως ήταν κάποτε ο Φρεντ Αστέρ και η Τζίντζερ Ρότζερς ή ο Χάμφρεϊ Μπόγκαρντ και η Λορίν Μπακόλ. Δε μπορούσα να φανταστώ κάποιους άλλους, εκτός από τον Γκόσλινγκ και την Στόουν γι’ αυτούς τους ρόλους», λέει ο Σαζέλ.
Ο Ράιν Γκόσλινγκ εξέπληξε σκηνοθέτη, παραγωγούς και συμπρωταγωνιστές με την ευκολία που έμαθε να παίζει πιάνο για τις ανάγκες της ταινίας. «Τον ζήλευα!», λέει ο Τζον Λέτζεντ, «τον έβλεπα να παίζει πιάνο και σκεφτόμουν πόσο απίστευτα ωραία παίζει μέσα σε μερικούς μόλις μήνες εξάσκησης». Με τη σειρά της, η Έμμα Στόουν συνεπήρε τον σκηνοθέτη με τις χορευτικές τις ικανότητες και την ηθοποιία της. «Ο τρόπος που χορεύει, τραγουδάει και μεταφέρει τόσες συναισθηματικές διακυμάνσεις είναι απίστευτος. Θεωρώ ότι είναι μια από τις κορυφαίες ηθοποιούς της εποχής μας και ότι μπορείς να δημιουργήσεις κάτι μαζί της χωρίς διάλογο, μόνο και μόνο με τη γλώσσα του σώματός της και το πρόσωπό της», λέει ο Σαζέλ.
Το La La Land είναι ένα σύγχρονο, λυρικό αριστούργημα. Η μουσική του Τζάστιν Χούρβιτζ που ξετυλίγεται παράλληλα και άρρητα με την υπόθεση της ταινίας, η φωτογραφία που παραπέμπει σε χολιγουντιανό ύφος παλαιάς σχολής και η εξωπραγματική χημεία των δύο πρωταγωνιστών, θα φέρει σταθερά την ταινία στα σκαλοπάτια των φετινών Όσκαρ.
ΑΓΓΕΛΟΣ ΠΟΛΥΔΩΡΟΣ