Όλοι έχουμε βρεθεί στη φάση στην οποία ψάχνουμε απεγνωσμένα μια θέση πάρκινγκ, και δε βρίσκουμε.
Και εκεί που κάνεις κύκλους γύρω γύρω από τον τελικό σου προορισμό, βρίσκεις θέση και σταματάς χωρίς να κοιτάξεις αν την ίδια ώρα κλείνεις την είσοδο ενός πάρκινγκ ή ακόμα χειρότερα μπλοκάρεις την ράμπα των ΑμεΑ.
Ειδικά για την δεύτερη περίπτωση, πρόκειται για μια ασυγχώρητη πράξη ακόμα και αν το αφήσεις για 5 λεπτά, όπως συνηθίζεται να προβάλει σαν δικαιολογία από τον ανεύθυνο οδηγό.
Αλήθεια έχουμε αναρωτηθεί τι μπορεί να συμβεί σε αυτά τα 5 λεπτά;
Αν το είχαμε κάνει κανείς δεν θα σταμάταγε, τουλάχιστον κανείς με ενσυναίσθηση.
Και αυτό που για τους περισσότερους είναι απλά δύο βήματα αριστερά ή δεξιά και θα συνεχίσουμε τον δρόμο μας, για κάποιους άλλους είναι μια πραγματική οδύσσεια και ένα αναπάντητο γιατί πάλι;
Σε αυτά τα 5 λεπτά λοιπόν, μια μάνα με ένα καρότσι σταματά και ψάχνει για βοήθεια, ένας άνθρωπος με αμαξίδιο σκέφτεται αν θα ζητήσει βοήθεια.
Αλήθεια έχουμε αναρωτηθεί τι σημαίνει να ζητάς βοήθεια για κάτι που θα έπρεπε να είναι αυτονόητο… κάθε μέρα;
Ένας παππούς φτάνει στην άκρη και κοιτάει την άσφαλτο σαν θάλασσα χωρίς γέφυρα, βάζοντας τον σε κίνδυνο με ένα του στραβοπάτημα να βρεθεί στο νοσοκομείο.
Κι εμείς βάζουμε αυτοκίνητο εκεί, αδιαφορώντας για τους υπόλοιπους και όπως χαρακτηριστικά έγραψε μια φίλη η συγκεκριμένη συμπεριφορά λέγεται «τύφλωση προνομίου».
Όταν κάτι δεν μας αφορά …εξαφανίζεται από το ραντάρ μας και ο εγκέφαλος φτιάχνει μικρές δικαιολογίες….«Δεν θα περάσει τώρα κανείς», αλλά κάθε «έλα μωρέ» είναι ένα μικρό χαστούκι στον πολιτισμό.
Σε χώρες με υψηλή συλλογική παιδεία, η ράμπα δεν φυλάσσεται από αστυνομικό. Την φυλάει η συνείδηση και όχι ο φόβος ενός προστίμου
Μια φίλη, μού διηγήθηκε κάτι…. που δεν ξεχνάω.
Έξω από ένα supermarket, μια μαμά με καρότσι στάθηκε μπροστά σε κλειστή ράμπα.
Παιδί που έκλαιγε, ψώνια που έκοβαν τα δάχτυλα, βλέμμα κουρασμένο προσπαθεί να ανεβάσει το καρότσι στη ράμπα. Κλειστή.
Δοκίμασε από το πεζοδρόμιο…. Τίποτα …Ζήτησε βοήθεια. Κανείς.
Στο τέλος το σήκωσε μόνη της, μαζί με πολλά κιλά ψώνια και ακόμα πιο κιλά αξιοπρέπειας.
Ο οδηγός επέστρεψε με το καφεδάκι του στο χέρι και με περίσσια αυθάδεια είπε ότι «…δεν είδα τη ράμπα», αντί τουλάχιστον να χαμηλώσει το βλέμμα και να ζητήσει μια ταπεινή συγνώμη.
Ακούγοντας την ιστορία θυμήθηκα κάτι που είχα διαβάσει
Όλοι περπατάμε ,μέχρι να μη μπορούμε, όλοι κατεβαίνουμε σκαλιά, μέχρι να πονέσει το γόνατο, όλοι οδηγούμε μέχρι μια μέρα που δεν θα γίνεται.
Και τότε, εκείνη η ράμπα δεν θα είναι απλώς τσιμέντο, αλλά θα είναι ελπίδα
Ας κάνουμε λοιπόν λίγο περισσότερο χώρο σήμερα…







































































































