Editorial – Γράφει ο Γιάννης Μπεθάνης – Από την έντυπη έκδοση της εβδομαδιαίας Αμαρυσίας – 10/12/2022
Η ΑΜΑΡΥΣΙΑ ήταν από τους πρώτους που είχαν κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου προς το Υπουργείο Εσωτερικών της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ για την κυβερνησιμότητα των Δήμων υπό το σύστημα της απλής αναλογικής, πολύ πριν πραγματοποιηθούν οι δημοτικές εκλογές του 2019. Και με κείμενά μας είχαμε παραθέσει μια σειρά από λόγους που καθιστούσαν ένα εγχείρημα που στη θεωρία και τη βάση του είναι βαθιά δημοκρατικό, αλλά στο πολιτικό σύστημα της χώρας της «φαιδράς πορτοκαλέας» φάνταζε πολύ δύσκολα εφικτό.
Η ΑΜΑΡΥΣΙΑ ήταν και από τους πρώτους που έκρουσαν τον κώδωνα του κινδύνου και όταν ο τότε υπουργός Εσωτερικών Τάκης Θεοδωρικάκος έφερνε στη Βουλή τις διατάξεις για την υπερ-ενίσχυση των δύο δημοτικών επιτροπών μόλις 1 μήνα μετά τη νίκη της Ν.Δ. στις βουλευτικές εκλογές. Και τότε εξηγούσαμε τους λόγους: Λήψη αποφάσεων πίσω από κλειστές πόρτες (πανδημίας βοηθούσης), υποβάθμιση του Δημοτικού Συμβουλίου, έλλειψη ενημέρωσης των δημοτών, πλήρης απαξίωση του ελεγκτικού και παρεμβατικού ρόλου της αντιπολίτευσης, γενικά έλλειμμα δημοκρατικής λειτουργίας.
Και μεν για την απλή αναλογική, πράγματι ισχύει ό,τι αναφέρει το ΣτΕ στην πρόσφατη απόφαση – «βόμβα» που εξέδωσε για τον «νόμο Θεοδωρικάκου»: Δεν προλάβαμε καν να τη δούμε στην πράξη, ώστε να διαπιστώσουμε αν είχαμε δίκιο ή άδικο στις δημοσιογραφικές μας εκτιμήσεις. Ήταν τέτοια η σπουδή και η «απέχθεια» της κυβέρνησης προς την απλή αναλογική, ώστε έσπευσε άμεσα να την καταργήσει εμπράκτως.
Και φυσικά το ΣτΕ χαρακτήρισε τον συγκεκριμένο νόμο ως «αντισυνταγματικό», με ό,τι αυτό συνεπάγεται τόσο για τη λειτουργία των Δήμων, όσο και για την κυβέρνηση, η οποία εκτίθεται πολιτικά για τη σπουδή της.
Τελικά, χρειάστηκε μια τετραετία, προκειμένου να επανέλθει στις επόμενες αυτοδιοικητικές εκλογές ένα σύστημα που θυμίζει τα «παλιά», αλλά το οποίο επίσης θα πρέπει να δοκιμαστεί στην πράξη. Με το πρόβλημα, βέβαια, να συνίσταται στο γεγονός ότι αυτό θα γίνει όχι σε βάθος τετραετίας, αλλά πενταετίας.
Σε κάθε περίπτωση, η αυτοδιοίκηση, ειδικά η τοπική, συνεχίζει να άγεται και να φέρεται υπό την πολιτική «δεσποτεία» της κεντρικής εξουσίας και των κομμάτων, τα οποία παίζουν το δικό τους παιχνίδι σκοπιμότητας πάνω στους Δήμους της χώρας. Οι οποίοι, όπως φαίνεται, πρέπει να αγωνιστούν πολύ περισσότερο απ’ όσο σήμερα, προκειμένου να σταθούν όσο πιο αυτοτελείς και οικονομικά ενδυναμωμένοι χρειάζεται, ώστε να μη βρίσκονται στη μέση μιας «διελκυστίνδας» που τους τραβάει από τη μια ή από την άλλη πλευρά. Η αυτοδιοίκηση των άκρων δεν μπορεί να διαδραματίσει τον ουσιαστικό ρόλο της για την καθημερινότητα των πολιτών ως ό,τι κοντινότερο στην άμεση δημοκρατία. Κι ως γνωστόν, η δημοκρατία δεν πολυσυμπαθεί τα (πάσης φύσεως) άκρα. Απλά, εκ φύσεως, τα ανέχεται…