Όταν η οικογένεια της μητέρας μου ήρθε στα τέλη της δεκαετίας του ’60 από την επαρχιακή πόλη της Πελοποννήσου στην Αθήνα, εγκαταστάθηκε σε ένα μικρό διαμέρισμα της περιοχής «Νησίδα» στη Νέα Φιλαδέλφεια. Ο παππούς, κυριολεκτικά 40 χρόνια φούρναρης, εργάστηκε στον φούρνο που βρισκόταν στο ισόγειο της πολυκατοικίας, εκεί όπου, μετά από ανακαινίσεις και αλλαγές ιδιοκτησιών, εξακολουθεί να υπάρχει μια ίδια επιχείρηση, να θυμίζει εκείνους που κάποτε υπήρξαν και δεν είναι πια εδώ. Το διαμέρισμα, στο οποίο γεννήθηκα, βρίσκεται σε μια πολυκατοικία, λίγα τετράγωνα πιο πάνω, στο άνοιγμα της παιδικής χαράς, όπου οι πυλώνες της ΔΕΗ τότε χρησίμευαν για… μονόζυγο για τα παιδιά της γειτονιάς.
Οι κυριακάτικες βόλτες της οικογένειας ξεκινούσαν το πρωί από το Άλσος, με καφεδάκι για τους γονείς στον «Κένταυρο», παιχνίδι και χάζεμα για τα παιδιά στον ζωολογικό κήπο και απαραίτητο τάισμα στα παπάκια της λίμνης. Ακολουθούσε φαγητό στο «Iguana», ένα εκπληκτικό φαστφουντάδικο επί της Δεκελείας, τη γεύση των μπέργκερ του οποίου έχω ακόμα στη μνήμη μου. Η βόλτα ολοκληρωνόταν στην… «Πλατεία», για γλυκό ή παγωτό στον «Tilla».
Κάθε Πρωτομαγιά, εδώ και δεκαετίες, η «Πλατεία» γεμίζει κόσμο, μουσικές και… κόκκινο χρώμα, σε μια ετήσια γιορτή που την τιμώ με ευλάβεια μέχρι σήμερα και που τα χρόνια της ξενιτιάς ήταν από αυτά που μου έλειψαν αφάνταστα.
Στα μαθητικά μου χρόνια, τα πρωινά του Σαββάτου τα περνούσα πάλι στην ίδια «Πλατεία», όπου έκανα πρόσθετα μαθήματα αγγλικών στον «Όμηρο» για να δώσω εξετάσεις για το Lower. Στα διαλείμματα από τις φωνές της αυστηρής, αλλά πάντα καλόκαρδης κας Μάλλιου, ήταν αδιαπραγμάτευτη η ζαμπονοτυρόπιτα από τον «Super Mario», ένα μικρό συνοικιακό τυροπιτάδικο, ο ιδιοκτήτης του οποίου – πρόσφατα έμαθα ότι συνταξιοδοτήθηκε – έμοιαζε πολύ με τον ήρωα του πασίγνωστου βιντεοπαιχνιδιού.
Τα φοιτητικά χρόνια τα πέρασα με ατέλειωτους χορούς, οινοποσίες, έρωτες και γλέντια στο «Ρεμπέτικο Στέκι» που ατένιζε την «Πλατεία» από ψηλά.
Ένα από τα καλύτερα lives με τη ροκ μπάντα που είχα από τότε και διατηρώ μέχρι και τώρα στα… γεράματα, το δώσαμε ανήμερα των γενεθλίων μου στο Café “Domenico”, το οποίο δεν υπάρχει πια εδώ και χρόνια, μόλις ένα τετράγωνο κάτω από την «Πλατεία».
Σε ένα μικρό διαμέρισμα στο ίδιο στενό, έζησα τα τελευταία εργένικα μου χρόνια, ξεκλέβοντας πολύ συχνά καιρό για καφεδάκι ή φωτό με τα φιλαράκια μου, πού αλλού; Στην «Πλατεία»!
Αγαπητέ αναγνώστη, συγχώρησε μου αυτή την εκτενή… «τοποθέτηση προϊόντων» και διαφημιστικών ονομασιών. Άλλωστε, τα περισσότερα ανήκουν πια μόνο στη σφαίρα της ανάμνησης. Η Πλατεία «Πατριάρχου» ήταν για δεκαετίες ένα σημαντικό τοπόσημο και ένα σημείο συνάντησης και αναφοράς για γενιές και γενιές ανθρώπων. Αν και δεν ήμουν στην πράξη Φιλαδελφειώτης, έχω συνδέσει μερικές από τις πιο όμορφες αναμνήσεις μου με τη συγκεκριμένη πλατεία. Και ως άνθρωπος που ζει ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής του μέσα από τις αναμνήσεις, δεν θα μπορούσα να μην τρέφω μια ιδιαίτερη συμπάθεια σε αυτή τη γωνιά της πόλης.
Από την Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου 2024, η «Πλατεία Πατριάρχου», με τις ευλογίες του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου, ο οποίος πρωτοστάτησε στην τελετή, πήρε επιτέλους και επίσημα την ονομασία της ως «Πλατεία Πατριάρχου Κωνσταντίνου ΣΤ’», στη μνήμη του εξόριστου Πατριάρχη – σύμβολο του ξεριζωμένου προσφυγικού Μικρασιατικού Ελληνισμού, το άγαλμα του οποίου δεσπόζει στην πλατεία που μέχρι σήμερα έφερε άτυπα το όνομά του.
Πρόκειται για την ολοκλήρωση μιας πράξης που θα δώσει στην πόλη ένα επιπλέον στοιχείο που θα ενισχύσει την ταυτότητά της και θα συμπληρώσει το ιστορικό κενό που υπήρχε έως σήμερα. Για τους δημότες της πόλης θεωρώ ότι θα είναι μια σημαντική μέρα που θα πρέπει να θυμούνται για καιρό.
Αλλά και για τους επισκέπτες και όλους όσοι έχουν να θυμούνται όμορφα πράγματα, η «Πλατεία» πλέον αλλάζει. Κάθε πόλη αξίζει να έχει ένα τοπόσημο που θα αποτελεί στοιχείο της ταυτότητάς της. Η «Πλατεία Πατριάρχου» πέρασε στην συνείδηση του κοινού ως ένα από αυτά πριν ακόμα ολοκληρωθεί η ονοματοδοσία της. Πλέον, θα μπορεί να μας αφηγηθεί με καμάρι, ολοκληρωμένη την ιστορία της…