Πριν καλά – καλά κλείσει η τέταρτη αξιολόγηση, με σειρά από προαπαιτούμενα να παραμένουν ανοιχτά και να πρέπει να κλείσουν έως το Eurogroup της 21ης Ιουνίου, στο εσωτερικό πολιτικό πεδίο φουντώνει η συζήτηση για τις περικοπές στις συντάξεις. Στο «κίνημα» βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ που ζήτησε με επιτακτικό τρόπο να διαπραγματευτεί η κυβέρνηση με τους δανειστές τη μη εφαρμογή του (ψηφισμένου) μέτρου για την κατάργηση της προσωπικής διαφοράς από την 1η Ιανουαρίου του 2019, προστέθηκαν και υπουργοί. Ίσως γιατί αναθάρρησαν από έμμεσες αναφορές του Αλέξη Τσίπρα για επαναδιαπραγμάτευση σε συγκεκριμένα μέτρα, λόγω της υπεραπόδοσης της οικονομίας.
Αντίθετος, ωστόσο, εμφανίζεται -και μάλιστα με κατηγορηματικό τρόπο- ο Ευκλείδης Τσακαλώτος, πυροδοτώντας και πάλι συζητήσεις για το αν εκφράζει προσωπικές στρατηγικές, αν διαφοροποιείται σκόπιμα από το Μαξίμου ή απλώς παίζεται στις κουίντες ένα ακόμη επικοινωνιακό παιχνίδι «καλών» και «κακών». Μάλιστα, στη λογική Τσακαλώτου προσχώρησε και ο Νίκος Βούτσης, με τον πρόεδρο της Βουλής να ξεκαθαρίζει ακόμη πιο κατηγορηματικά σε σχέση με τον υπουργό Οικονομικών πως «τα συμπεφωνημένα είναι συμπεφωνημένα».
Την ίδια στιγμή, τα μηνύματα από τις Βρυξέλλες και ιδιαίτερα από την Ουάσιγκτον και το ΔΝΤ δεν είναι θετικά. Αντιθέτως, συντάσσονται με τη γραμμή… Βούτση, διαμηνύοντας πως η Ελλάδα θα πρέπει να εφαρμόσει όσα έχουν συμφωνηθεί. Όλοι πάντως εκτιμούν πως η συγκεκριμένη συζήτηση που έχει ανοίξει μεταξύ κυβερνητικών στελεχών και βουλευτών είναι καθαρά για λόγους εσωτερικής κατανάλωσης. Δεν είναι μόνον οι εκλογές που έρχονται -αργά ή γρήγορα- αλλά κυρίως η ανάγκη να παραμείνει συνδεδεμένη με τα ασθενέστερα στρώματα η κυβέρνηση.
Κι όπως (σωστά) είπε ο Νίκος Φίλης, αφενός η έκβαση των διαπραγματεύσεων για αφορολόγητο και συντάξεις θα κρίνει τις πολιτικές εξελίξεις – δηλαδή, τον χρόνο των εκλογών. Αφετέρου, εφόσον περικοπούν κι άλλο οι συντάξεις και φτάσουν στα 450 ευρώ, τότε «θα διαλυθούν οι οικογένειες που ζουν με τη σύνταξη του παππού». Έχει κάποιος αντίρρηση, μήπως;