Επιμέλεια: Αιμίλιος Περδικάρης
Ένα από τα βασικά διακυβεύματα των εκλογών του Ιουλίου ήταν η ασφάλεια – μετά, ασφαλώς, από την οικονομία, η οποία ήταν πρώτη στην ιεράρχηση των πολιτών για την επιλογή τους στην κάλπη. Προξενεί λοιπόν εντύπωση σε πολιτικό επίπεδο για ποιο λόγο ο ΣΥΡΙΖΑ δείχνει να επιστρέφει σε λογικές της προηγούμενης δεκαετίας, όταν ήταν ακόμη ένα κόμμα του 3-4%, όπως σωστά επισημαίνεται από την πλευρά της κυβέρνησης.
Κι αφορμή για όλο αυτό είναι η κατάσταση στα πανεπιστήμια, εν όψει και του εορτασμού της επετείου του Πολυτεχνείου την Κυριακή. Η επέμβαση της Αστυνομίας την περασμένη Δευτέρα στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο οδήγησε σε μια άνευ προηγουμένου πολιτική σύγκρουση ΝΔ – ΣΥΡΙΖΑ, ιδιαίτερα μετά την επιλογή βουλευτών και στελεχών της αξιωματικής αντιπολίτευσης να κατέβουν στο πεζοδρόμιο και να διαδηλώσουν κατά της επέμβασης της ΕΛΑΣ, καταγγέλλοντας προσπάθεια εγκαθίδρυσης αστυνομικού κράτους που απειλεί τη Δημοκρατία, όπως είπαν χαρακτηριστικά.
Μιας επέμβασης, όμως, η οποία πλέον καλύπτεται και θεσμικά, αφού ένα από τα πρώτα νομοθετήματα που ψήφισε η κυβέρνηση Μητσοτάκη ήταν η κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου. Ενός θεσμού που πράγματι έχει εκφυλιστεί τα τελευταία χρόνια και κατά γενική ομολογία έχει μετατρέψει τα πανεπιστήμια σε χώρο ανομίας, αφού 45 χρόνια μετά τη μεταπολίτευση ουδόλως κινδυνεύει πλέον η ελεύθερη διάδοση των ιδεών στους ακαδημαϊκούς χώρους.
Την ίδια στιγμή, η κυβέρνηση άλλαξε τον Ποινικό Κώδικα και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, επαναφέροντας ουσιαστικά τις διατάξεις που είχε αλλάξει ο ΣΥΡΙΖΑ λίγο πριν από τις εκλογές, αυστηροποιώντας τις ποινές κυρίως για αδικήματα που άπτονται των όσων συμβαίνουν συχνά με ορμητήριο τα πανεπιστήμια. Όπως για την κατοχή μολότοφ, με τον ΣΥΡΙΖΑ ν’ αντιδρά και πάλι στη συγκεκριμένη τροποποίηση και να ξεκινά μια ατέρμονη φιλοσοφικού χαρακτήρα συζήτηση στη Βουλή για το αν είναι πιο επικίνδυνο ένα καλάσνικοφ από τη μολότοφ. Μια συζήτηση, δηλαδή, η οποία δεν καταλήγει σε ουσιαστικό αποτέλεσμα παρά μόνον αποπροσανατολίζει από το πραγματικό πρόβλημα