Μετά το χτύπημα στην αμερικανική πρεσβεία, η Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων και η κυβέρνηση, δείχνουν διάθεση για έναν «ιστορικό συμβιβασμό» με επιδιαιτητή το Συμβούλιο της Επικρατείας.
Η απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ θα αποτελέσει την πυξίδα των όποιων νομοθετικών πρωτοβουλιών. Αρχικά, η κυβέρνηση πάντως, λένε οι πληροφορίες, δεν έχει πρόθεση να κηρύξει ολόκληρη την Αθήνα σε «επιτηρούμενη ζώνη».
Πολλά θα παιχθούν, ωστόσο, στις προϋποθέσεις με βάση τις οποίες οι αρμόδιοι της ΕΛ.ΑΣ. θα κληθούν να καθορίσουν ποιες περιοχές και ποια κτήρια επιβάλλεται να τεθούν υπό την υψηλή προστασία των καμερών. Δεν θα αρκεί πάντως η γενική και αόριστη αναφορά, αλλά η επίκληση σοβαρών και συγκεκριμένων κινδύνων.
Είναι όμως πολύ πιθανό, από το «παράθυρο», να ανοίξει ο δρόμος για μια συγκαλυμμένη, γενικευμένη παρακολούθηση, εάν τα προτεινόμενα για επιτήρηση κτήρια (υπουργεία, δημόσιες υπηρεσίες, εφορίες, τράπεζες, πρεσβείες, επιχειρήσεις, κατοικίες στελεχών) είναι δυσανάλογα πολλά και καλύπτουν το μεγαλύτερο μέρος της πρωτεύουσας.
Οι διαστάσεις του «Μεγάλου Αδελφού» θα γίνουν απεριόριστες, αν υπό τηλε-παρακολούθηση τεθούν ευρύτερες περιοχές τις οποίες η ΕΛ.ΑΣ. μπορεί να θεωρεί εξίσου επικίνδυνες για τη δημόσια τάξη, όπως τα Εξάρχεια, χώροι γύρω από τα ΑΕΙ κ.ά. Κρίσιμο θέμα είναι επίσης η τήρηση των κανόνων προστασίας που επιβάλλουν η Αρχή και η νομοθεσία.
Για παράδειγμα, η Αρχή έχει απαγορεύσει στην ΕΛ.ΑΣ. να παρακολουθεί συγκεντρώσεις και πορείες. Στη πράξη όμως η αστυνομία δεν το τηρεί. Για τον λόγο αυτό προτείνεται η νομοθετική πρωτοβουλία που θα «νομιμοποιεί» τη χρήση καμερών σε συγκεκριμένους δημόσιους χώρους, να θέτει ταυτόχρονα κι άλλες δικλίδες ασφαλείας. Μία από αυτές είναι και ο συνεχής έλεγχος της λειτουργίας τους από την Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων.
Ένα άλλο ζήτημα είναι για πόσο χρονικό διάστημα θα αποθηκεύεται το επίμαχο υλικό. Έως τώρα επιτρέπεται μόνο για 7 ημέρες, η ΕΛ.ΑΣ. καταστρατηγεί το όριο και η Αρχή συζητά πιθανή επέκτασή του. Το ζήτημα αυτό θεωρείται σημαντικό, καθώς επιτρέπει στις αρχές ασφαλείας να αναγνωρίζουν πρόσωπα.
Με βάση πάντως τις αποφάσεις της Αρχής που ακολουθεί και αποφάσεις του Ευρωδικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, για να τοποθετηθούν συστήματα βιντεοπαρακολούθησης απαιτούνται μέχρι τώρα οι παρακάτω προϋποθέσεις:
* Ο χώρος που θα βιντεοσκοπείται, δεν μπορεί να είναι ιδιαίτερα μεγάλος.
* Πρέπει να υπάρχει εμφανής προειδοποίηση σε όλους ότι η περιοχή παρακολουθείται.
* Να μην καταγράφονται οι είσοδοι και το εσωτερικό των γύρω κατοικιών.
* Να μη χρησιμοποιείται η εικόνα των καμερών ως στοιχείο αναγνώρισης υπόπτων ή αποκλειστικό αποδεικτικό μέσο στα δικαστήρια.
Τα κέρδη της τρομοκρατίας
Κάθε φορά που εκτοξεύεται μια ρουκέτα, ένα πλατύ χαμόγελο σχηματίζεται στα πρόσωπα των επιχειρηματιών που πωλούν κάμερες, ανιχνευτές και συστήματα ασφαλείας. Η τρομοκρατία γεννά χρήμα για τις επιχειρήσεις αυτές, που συγκροτούν γιγαντιαίο κλάδο με ετήσιο τζίρο υψηλότερο των 150 δισ. δολαρίων, που διατίθενται για να αγοραστούν κάμερες και κλειστά κυκλώματα τηλεόρασης, συστήματα παρακολούθησης και μηχανισμοί εντοπισμού βιομετρικών χαρακτηριστικών κ.λπ.
Έρευνες αποτυπώνουν την έκρηξη πωλήσεων ειδικά μετά την 11η Σεπτεμβρίου, ενώ έως το 2010, ο παγκόσμιος τζίρος προβλέπεται να αυξηθεί με ρυθμό άνω του 7%, δηλαδή με ταχύτητα διπλάσια από τον προβλεπόμενο ρυθμό ανάπτυξης της παγκόσμιας οικονομίας. Καλύτερος πελάτης είναι οι ΗΠΑ, οι οποίες απορροφούν τουλάχιστον το 40% της παγκόσμιας παραγωγής. Στην Ευρώπη, μεγαλύτερη αγορά θεωρείται η Βρετανία, στην οποία λειτουργούν πάνω από τέσσερα εκατομμύρια κάμερες. Έκρηξη πωλήσεων παρατηρείται και στην Ισπανία, ενώ τη λίστα με τις μεγαλύτερες ευρωπαϊκές αγορές συμπληρώνουν η Γερμανία και η Γαλλία.
Το Ελληνικό κράτος διέθεσε πάνω από 300 εκατ. ευρώ για να βάλει κάμερες στους δρόμους στη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων. Εάν, τώρα ξαναεπιστρέψουν, χαράς ευαγγέλια θα σημάνουν στις εταιρείες για τις νέες ευκαιρίες πωλήσεων που θα δημιουργηθούν. Πάντως αξίζει να σημειωθεί ότι οι ισολογισμοί των εταιρειών σε παγκόσμιο επίπεδο αποδεικνύουν ότι η τρομολαγνεία γεννάει λεφτά. Μόνο η αμερικανική Tyco Fire and Security είχε έσοδα 6,5 δισ. δολαρίων το 2005 (περισσότερα από οποιαδήποτε ελληνική επιχείρηση) έναντι 5,34 δισ. δολαρίων το 2005. Η επίσης αμερικανική UTC πέτυχε αύξηση εσόδων 47,6% φτάνοντας στα 4,25 δισ. δολάρια, ενώ οι Ingersoll-Rand Security Technologies, και Honeywell (αμερικανικές και οι δύο) σημείωσαν βελτίωση εσόδων κατά 7,7% και 16% αντίστοιχα.