Tο βασικό πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας σήμερα είναι τα ερωτηματικά και η αβεβαιότητα που δημιουργούνται γύρω από τη βιωσιμότητα του τρέχοντος αναπτυξιακού και κοινωνικού προτύπου. Η κρίση απλώς ανέδειξε και φώτισε προβλήματα, τα οποία η μακροχρόνια επιτυχής αναπτυξιακή πορεία της χώρας από το 1995 και μετά και η διεθνής οικονομική ευφορία συγκάλυπταν.
Του Γιάννη Στουρνάρα,
καθηγητή Οικονοµικών του Πανεπιστηµίου Αθηνών
και επιστηµονικού διευθυντή του ΙΟΒΕ
Η αύξηση των spreads των ομολόγων του ελληνικού Δημοσίου είναι απλώς μια αντανάκλαση, υπερβολικά έντονη ίσως, αυτών των προβλημάτων, τα οποία φωτίστηκαν από την κρίση.
Είναι σκόπιμο να αντιμετωπίσουμε την πρόσφατη κρίση ως ευκαιρία ανάλυσης των αδυναμιών του τρέχοντος αναπτυξιακού προτύπου και διατύπωσης ενός νέου, στην ουσία ενός μακροπρόθεσμου προγράμματος δημοσιονομικής, διαρθρωτικής και θεσμικής προσαρμογής. Με το πρόγραμμα αυτό πρέπει να επιδιωχθεί η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης της διεθνούς οικονομικής κοινότητας στην ελληνική οικονομία.
Τα ελαττώματα του τρέχοντος αναπτυξιακού προτύπου είναι, λίγο πολύ, γνωστά: Μεταξύ άλλων, ενθαρρύνει την κατανάλωση, την ελλειμματική δημόσια διαχείριση και τις εισαγωγές εις βάρος της αποταμίευσης και των εξαγωγών. Δεν φορολογεί το εισόδημα από εργασία και από κεφάλαιο με τον ίδιο τρόπο. Προστατεύει τους σχετικά εύπορους συνταξιούχους εις βάρος των ευκαιριών της νέας γενιάς. Ενθαρρύνει την πρόωρη συνταξιοδότηση εις βάρος της εργασίας. Εμποδίζει την επιχειρηματικότητα και θέτει φραγμούς στον ανταγωνισμό. Ευνοεί την οικογενειοκρατία, τον κομματισμό, τα δίκτυα γνωριμιών και τη μετριότητα εις βάρος της αξιοκρατίας και της αριστείας. Δεν μεριμνά επαρκώς για το περιβάλλον, για ζητήματα διαφάνειας, διαφθοράς και εταιρικής διακυβέρνησης.
Αυτές οι στρεβλώσεις ερμηνεύουν και αντανακλώνται στο υψηλό δημόσιο και εξωτερικό χρέος, τη χαμηλή ανταγωνιστικότητα, τις χαμηλές επιδόσεις του εκπαιδευτικού συστήματος, την υψηλή ανεργία των νέων, το ελλειμματικό ασφαλιστικό σύστημα, την ελλιπή λειτουργία του ανταγωνισμού, την ανεπαρκή δημόσια διοίκηση, την έλλειψη εμπιστοσύνης στους θεσμούς, τη δυσαρέσκεια της νέας γενιάς, το χαμηλό ηθικό της κοινωνίας.
Είναι φανερό λοιπόν ότι απαιτείται ένα νέο πρότυπο για το μέλλον, που να περιλαμβάνει την οικονομία, την κοινωνία και τους θεσμούς, εξειδικεύοντας στόχους και μέσα επίτευξής τους. Οι τομές που απαιτούνται καλύπτουν τέσσερα κεφάλαια: Δημοσιονομικό, Ανταγωνιστικότητα, Κοινωνικό Κράτος, Θεσμοί.
Στόχοι
► Η Ελλάδα χρειάζεται να αποταμιεύει και να εξάγει περισσότερο (περίπου 10% του ΑΕΠ) καθώς και να επιτύχει ένα σημαντικά υψηλότερο ποσοστό απασχόλησης, ιδιαίτερα μεταξύ των νέων.
► Χρειάζεται καλύτερη δημόσια παιδεία σε όλες τις βαθμίδες, ένα πιο αποτελεσματικό και δίκαιο κοινωνικό κράτος και ένα βιώσιμο ασφαλιστικό σύστημα.
► Χρειάζεται να παράγει και να εξάγει πιο ανταγωνιστικά προϊόντα και υπηρεσίες, δηλαδή να μετακινηθεί από προϊόντα και υπηρεσίες χαμηλής τεχνολογίας και ποιοτικού περιεχομένου σε μεσαίας/υψηλής τεχνολογίας και ποιότητας. Πρέπει να συνδυάσει τα συγκριτικά της πλεονεκτήματα με τα επιτεύγματα της σύγχρονης τεχνολογίας. Μπορεί να εξάγει βιολογικά προϊόντα υψηλής ποιότητας και την εξαιρετική μεσογειακή της διατροφή. Μπορεί να συνδυάσει τουριστική δραστηριότητα για ολόκληρο το έτος με τη μοναδική πολιτιστική της κληρονομιά, το κλίμα της και την ποικιλία της θάλασσας και του βουνού. Μπορεί να γίνει χώρα διαμονής, για μεγάλο μέρος του έτους, μελών της γενιάς που αναμένεται να συνταξιοδοτηθεί σε όλη την Ευρώπη τα επόμενα χρόνια (baby boomers). Μπορεί συνακολούθως να επενδύσει στο χώρο της υγείας σε «κέντρα αποκατάστασης». Μπορεί να επενδύσει στην «πράσινη οικονομία», εκμεταλλευόμενη τους ισχυρούς ανέμους και τον άφθονο ήλιο της.
► Χρειάζεται να βελτιώσει τους θεσμούς, να επενδύσει στο «κράτος δικαίου», να προωθήσει τη διαφάνεια, να καταπολεμήσει τη διαφθορά, να εμπνεύσει εμπιστοσύνη τόσο στους πολίτες της όσο και στη διεθνή οικονομική κοινότητα.
Μέσα
► Για να επιτευχθούν όλα αυτά, η Ελλάδα χρειάζεται ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις, δημοσιονομικές, κοινωνικές, θεσμικές, στη λειτουργία των αγορών και του ανταγωνισμού.
► Η δημοσιονομική προσαρμογή μπορεί να επιτευχθεί με: (α) διαχρονική μείωση των αμυντικών δαπανών, αξιολόγηση και θέσπιση μακροχρόνιων προτεραιοτήτων και στόχων για τις υπόλοιπες, έλεγχο και αξιολόγηση των δαπανών των δημόσιων οργανισμών, των δήμων και των νομαρχιών, εισαγωγή κριτηρίων και στοιχείων ανταγωνισμού, ποιότητας και επιλογής στην προσφορά δημοσίων υπηρεσιών, (β) κατάργηση των ποικίλων εξαιρέσεων και των εξωλογιστικών προσδιορισμών του εισοδήματος στο φορολογικό σύστημα, την υπαγωγή όλων των προσωπικών εισοδημάτων, ανεξαρτήτως πηγής, στην ενιαία φορολογική κλίμακα, φορολογική διοίκηση και ελέγχους σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα, ιδιαίτερα των εξωχώριων (offshore) εταιρειών.
► Η βιωσιμότητα του διανεμητικού ασφαλιστικού συστήματος, που αποτελεί το μεγαλύτερο κίνδυνο δημοσιονομικής εκτροπής, απαιτεί ότι ο μέσος μισθός πρέπει να αυξάνεται ετησίως κατά 1,5% – 2% περισσότερο από τη μέση σύνταξη, εξισορροπώντας έτσι τις επιπτώσεις της γήρανσης του πληθυσμού, λαμβάνοντας υπόψη την προβλεπόμενη αύξηση της απασχόλησης.