Θα έλεγα μάλιστα στη συγκεκριμένη περίπτωση σε ορισμένους αγαπητούς συναδέλφους της Αντιπολίτευσης ότι πρέπει διπλά να σκέφτονται, όταν επιλέγουν να χρησιμοποιήσουν το επιχείρημα ότι στα πέντε τελευταία χρόνια στη χώρα απέκτησαν ιστοσελίδες οι δημόσιοι οργανισμοί. Εδώ μέσα μπορεί να τα ακούμε, μπορεί μέσα σε όλα τα άλλα να μην το σχολιάζουμε, αλλά καλό είναι παραέξω να μην το ισχυρίζεται κανείς, γιατί αν σε μια χώρα της υδρογείου κανείς ισχυρίζεται ότι από το διάστημα του 2004, μετά από τόσες δεκαετίες διαδικτύου και παγκόσμιας ανάπτυξης των ιστοτόπων, η Ελλάδα επαίρεται διότι έφτιαξαν οι δημόσιες υπηρεσίες ιστοτόπους, νομίζω ότι αυτό θα φανεί -αν μη τι άλλο- εξαιρετικά ασθενές για να μη χρησιμοποιήσω κάποιο άλλο λίγο πιο δεικτικό χαρακτηρισμό.
Άρα, λοιπόν, υπάρχει πολιτική βούληση. Υπάρχει πολιτική βούληση, η οποία αποτυπώνεται όχι μόνο σε αυτό το νομοσχέδιο, αλλά σε μια σειρά από παράλληλες αντίστοιχου χαρακτήρα, αντίστοιχης κατεύθυνσης και στόχευσης νομοθετικές πρωτοβουλίες, που σε πολλά Υπουργεία λαμβάνονται αυτή τη στιγμή από την Κυβέρνηση.
Ο στόχος είναι να υπάρξει πράγματι μια συνολική αλλαγή, η οποία στην πραγματικότητα, αγαπητές και αγαπητοί συνάδελφοι, δεν είναι ότι φέρνει απλώς στη δημοσιότητα τις αποφάσεις. Δεν είναι ότι απλώς επιβάλλει την αξιοκρατία, την αντικειμενικότητα, τη δικαιοσύνη, την αμεροληψία. Στην πραγματικότητα δημιουργεί κάτι βαθύτερο. Αυτό το βαθύτερο είναι ένα νέο μοντέλο διακυβέρνησης. Είναι ένα νέο μοντέλο διοίκησης. Σε τελική ανάλυση -και ειδικά σε αυτό το νομοσχέδιο πρέπει να το επισημάνει κανείς- είναι μια νέα κρίσιμη προϋπόθεση για ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης.
Αυτή τη στιγμή η μεγαλύτερη προτεραιότητα στη χώρα είναι -και δικαιολογημένα είναι- η ανάπτυξη. Είναι πολύ μεγάλη ανάγκη, η ανάγκη της προσέλκυσης ξένων, αλλά και εγχώριων επενδύσεων, για να μπορέσει η οικονομική μηχανή της χώρας να κινηθεί, να υπάρξουν νέες θέσεις εργασίας. Αλλά πώς θα γίνουν όλα αυτά, εάν κανείς άφηνε να συντηρείται ένα φαύλο, πελατειακό, σκοτεινό, αδιαφανές καθεστώς που καταλάμβανε όλα τα μήκη και τα πλάτη της δράσης και ανάπτυξης της λειτουργίας του δημόσιου και κρατικού τομέα;
Άρα και για την ανάπτυξη, το μήνυμα και στην Ελλάδα και διεθνώς ότι πια όλοι οι κρατικοί αξιωματούχοι θα κοινολογούν υποχρεωτικά τις αποφάσεις τους για να μπορούν να τις εκτελέσουν, είναι ένα πολύ μεγάλο όπλο. Είναι ένα πολύ ισχυρό αναπτυξιακό μήνυμα, το οποίο ειδικά σε αυτή την κρίσιμη περίοδο η χώρα μας το έχει επίσης πολύ μεγάλη ανάγκη.
Θα τελειώσω, κυρία Πρόεδρε, και ευχαριστώ πολύ για την ανοχή σας με δυο μόνο επισημάνσεις. Η πρώτη επισήμανση είναι ότι εδώ υπάρχει ένα πολιτικό θέμα. Είναι ένα πολιτικό θέμα, στο οποίο πρέπει να σταθεί κανείς, όταν έχει απέναντί του και μάλιστα από τα αριστερά προερχόμενο – το «αριστερά» όπως ο καθένας μπορεί να το ορίσει, εμείς το ορίζουμε με την έννοια της παραδοσιακότητας- ένα «όχι».
Η χώρα, ο ελληνικός λαός διψάει για διαφάνεια, οι αδύνατοι Έλληνες πολίτες έχουν τεράστια ανάγκη, γιατί αυτοί στερούνται των διασυνδέσεων. Αυτοί στερούνται των έμμεσων μηχανισμών υποστήριξης, των κονέ, που αρέσει στον Πρωθυπουργό να αναφέρει σε πολλές ομιλίες του. Αυτοί είναι που πρώτοι από όλους θα ωφεληθούν από ένα τέτοιο νομοσχέδιο, από μια τέτοια πρωτοβουλία, από μια τέτοια αλλαγή στο κράτος.
Από τα αριστερά, λοιπόν, όταν έρχεται ένα ακόμη «όχι», θα έλεγε κανείς, μετά το «όχι» στην αξιοκρατία στις προσλήψεις, μετά το «όχι» στην αξιοκρατία στις προαγωγές, σε ένα τέτοιο νομοσχέδιο, τότε νομίζω ότι χωρίς να το χαρακτηρίζει κανείς, δεν μπορεί να μην το κρίνει και δεν μπορεί να μην πει ότι πρόκειται για ένα πολύ μεγάλο, ένα πιθανότατα ιστορικών διαστάσεων λάθος.
Είναι ένα λάθος για το οποίο πολύ σύντομα, όταν αυτή η πολιτική επιλογή -συγκεκριμένα και του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ελλάδας, αλλά και του ΣΥΡΙΖΑ- θα έρθει αντιμέτωπη και θα τεθεί στην κρίση των πολιτών, εγώ θα έλεγα ακόμη και των οπαδών αυτών των κομμάτων, πιθανότατα θα χρειαστεί να γίνει αυτοκριτική. Θα χρειαστεί να γίνει αυτοκριτική, γιατί κανείς δεν μπορεί να υποστηρίξει ότι σε τελική ανάλυση ωφελημένος και από αυτή τη νομοθετική πρωτοβουλία, μαζί με τις υπόλοιπες νομοθετικές πρωτοβουλίες της Κυβέρνησης, δεν θα είναι άλλος από αυτόν που μπορεί να υπάρχει, να δρα, να λειτουργεί και να δραστηριοποιείται στο φως. Και αυτός είναι εξ ορισμού ο Έλληνας πολίτης.
Άρα, μόνο όσοι έχουν μάθει να κινούνται στο σκοτάδι, μόνο όσοι έχουν εκπαιδευτεί -γιατί είναι και ένα είδος εκπαίδευσης- να λειτουργούν σε καθεστώτα αδιαφάνειας και μέσω αυτών να κερδίζουν, να αναπτύσσονται σε βάρος του δημοσίου συμφέροντος, άρα και σε βάρος του ελληνικού λαού, θα είχαν συμφέρον να πουν «όχι» σε ένα τέτοιο νομοσχέδιο.
Κλείνω, κύριε Πρόεδρε -και ακόμα μια φορά σας ευχαριστώ για την ανοχή- λέγοντας μια φράση, η οποία νομίζω ότι είναι πάρα πολύ σημαντική. Εμείς και μ’ αυτό το νομοσχέδιο ως Κυβέρνηση, ως κοινοβουλευτική πλειοψηφία, στέλνουμε το μήνυμα ότι πορευόμαστε απαρέγκλιτα στο δρόμο, ο οποίος αποτελεί υποχρέωσή μας να πορευθούμε. Συνεχίζουμε και θα συνεχίσουμε να δουλεύουμε σε αυτή την κατεύθυνση. Δεν είναι έννοια μας μόνο να αλλάξουμε το χθες. Το χθες πρέπει πάση θυσία να το αλλάξουμε. Δεν είναι, όμως, έννοια μας αυτή.
Έννοια μας είναι περισσότερο να θεμελιώσουμε ένα νέο μέλλον, ένα νέο αύριο κυρίως για τις νέες γενιές. Είναι πολύ σημαντικό ότι και μ’ αυτό το νομοσχέδιο θα μπορέσει ο ελληνικός λαός, κυρίως οι νέες γενιές, να αποκτήσουν μία ακόμα προϋπόθεση, μία ακόμα συνθήκη ανάπτυξης και δραστηριοποίησης σε μία κοινωνία, σε ένα κράτος, που ριζικά θα διαφέρει μ’ αυτό που μέχρι τώρα υπήρχε στη χώρα μας. Και αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό, είναι πάρα πολύ κρίσιμο, όχι –ξαναλέω- για να αλλάξει κανείς το χθες, που έτσι και αλλιώς υποχρεούται και έτσι και αλλιώς το κάνουμε, αλλά κυρίως για να φτιάξει το αύριο».