Η μεγάλη δύναμη αυτού του νομοσχεδίου δεν είναι ότι απλώς λέει ποιες πράξεις πρέπει να δημοσιοποιούνται, αλλά ποιοι είναι αυτοί που πρέπει να δημοσιοποιούν τις πράξεις τους. Πολλοί δε από αυτούς σήμερα είτε δεν δημοσιοποιούν, είτε δημοσιοποιούν κατ’ ευφημισμόν. Διότι μη μου πείτε ότι είναι δημοσιοποίηση στον ελληνικό λαό το γεγονός ότι με βάση τις προβλέψεις του νόμου, ένας δήμαρχος αναρτά στον πίνακα ανακοινώσεων του Δημαρχείου τις αποφάσεις που πήρε το Δημοτικό Συμβούλιο για κάποιες προσλήψεις, ή μη μου πείτε ότι είναι δημοσιοποίηση κανείς όταν έρχεται η ώρα για την ανάθεση ενός έργου, απλώς και μόνο, να γνωστοποιεί τη διακήρυξη και ποτέ την κατακύρωση, ποτέ τις συμπληρωματικές συμβάσεις ενός έργου οι οποίες μπορεί να υπάρξει ανάγκη να υπογραφούν.
Άρα, και πολλές από τις πράξεις της διοίκησης σήμερα δεν δημοσιοποιούνται ή δημοσιοποιούνται κατ’ ευφημισμόν. Και πράγματι πάρα πολλοί από τους κρατικούς αξιωματούχους και πολύ λιγότερο τα μέλη μιας κυβέρνησης, τα ανώτατα στελέχη του κρατικού μηχανισμού και πολύ περισσότερο όμως ο ευρύτερος δημόσιος τομέας, τα στελέχη του μεσαίου επιπέδου και πιο κάτω, για πρώτη φορά υποχρεούνται όχι απλώς να δημοσιοποιήσουν τις αποφάσεις τους, αλλά υποχρεούνται -και τους επιβάλλεται για να μπορέσουν να τις εκτελέσουν- να δημοσιοποιήσουν αυτές τις αποφάσεις τους.
Και αυτό είναι κάτι, που πράγματι δεν θέλει πολύ μεγάλη προσπάθεια για να επιχειρηματολογήσει κανείς. Κατ’ αρχήν είναι πολύ σημαντικό για την πάταξη της διαφθοράς, χωρίς καμία αμφιβολία και χωρίς καμία προσπάθεια κανείς να επιχειρηματολογήσει γι’ αυτό.
Δεν είναι, όμως, μόνο αυτό. Είναι και κάτι πέραν αυτού εξίσου σημαντικό. Η δημοσιοποίηση των αποφάσεων, αγαπητές και αγαπητοί συνάδελφοι, πιστεύουμε βαθιά ότι θα ωθήσει, πέραν από την αντιμετώπιση κρουσμάτων και φαινομένων διαφθοράς, στην υποχρεωτική στην πραγματικότητα λήψη ορθολογικών αποφάσεων διά μέσου της ανάρτησης στο διαδικτύου. Είναι αποφάσεις που όποιος τις πάρει ακόμα και αν είναι νόμιμες, θα πρέπει να είναι σε θέση να επιχειρηματολογήσει γι’ αυτές, γιατί αυτές είναι προτεραιότητα, γιατί αυτές είναι σωστές αποφάσεις, γιατί αυτές επιβάλλονται με γνώμονα το δημόσιο συμφέρον.
Η δημοσιοποίηση, η διαφάνεια και η διαύγεια, λοιπόν, δεν είναι μόνο η οδός για την πάταξη της διαφθοράς, είναι και ο δρόμος για τη λήψη ορθολογικών αποφάσεων. Δυστυχώς σήμερα, οι αποφάσεις αυτές που λαμβάνονται, στο μεγαλύτερο μέρος τους, στο κράτος, στη δημόσια διοίκηση, στο στενό ή στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, δεν χαρακτηρίζονται από τον ορθολογισμό τους. Δεν χαρακτηρίζονται σε καμία απολύτως περίπτωση από τη διαφάνειά τους.
Άρα, σε κανέναν -εγώ θα σας έλεγα ούτε καν στα μέλη της Κυβέρνησης- αυτή τη στιγμή δεν παρέχεται καμία εγγύηση, όπως δεν παρέχονταν και στο παρελθόν, ότι όλες οι αποφάσεις, που λαμβάνονται από τους αξιωματούχους των διαφόρων επιπέδων της Διοίκησης, του κυβερνητικού ή του ευρύτερα κρατικού μηχανισμού, είναι γνωστές αποφάσεις.
Κάθε μέρα, κάθε ένας στο δικό μας Υπουργείο -ο Γενικός Γραμματέας Υπουργείου, Πρόεδρος Διοικητικού Συμβουλίου, Διοικητικό Συμβούλιο Οργανισμού- παίρνει πάρα πολλές αποφάσεις. Ποιος Υπουργός καταφέρνει -και ποιες από αυτές τις αποφάσεις- να τις μαθαίνει, να τις κρίνει, να τις αξιολογεί; Η οδός, όπως ξέρετε, είναι η κλασική οδός της γνωστοποίησης. Είναι η γραπτή οδός, η οποία ακολουθεί, χωρίς καμία σύνδεση με τη δυνατότητα εκτέλεσής της, τη γραφειοκρατική διαδικασία, όπου κάποια μέρα θα κοινολογηθούν όλα αυτά κ.ο.κ.
Όλα αυτά σε συνδυασμό με την απελευθέρωση του Εθνικού Τυπογραφείου για πρώτη φορά στον Έλληνα πολίτη, ώστε αυτός να έχει απόλυτη και ελεύθερη πρόσβαση σε ό,τι δημοσιεύεται στο Εθνικό Τυπογραφείο, νομίζω ότι πράγματι δικαιολογούν το γιατί αυτή η νομοθετική πρωτοβουλία είναι σημαντική, αλλά ταυτόχρονα και πρωτότυπη.
Είναι πρωτότυπη σε διεθνές επίπεδο. Και αυτό εξακολουθούμε και το ισχυριζόμαστε και το υποστηρίζουμε, γιατί πράγματι τουλάχιστον η δική μας έρευνα, ακόμα και μέχρι σήμερα, δεν έχει φέρει στο φως μια περίπτωση δημόσιας διοίκησης κράτους που να έχει νομοθετήσει την υποχρεωτικότητα της ανάρτησης και της δημοσιοποίησης όλων των αποφάσεων στο διαδίκτυο και κυρίως -επαναλαμβάνω- τη διασύνδεση αυτής της υποχρεωτικότητας με τη δυνατότητα να εκτελούνται αυτές οι αποφάσεις.
Το ερώτημα είναι: Για να φτάσει κανείς, μια Κυβέρνηση, μια κυβερνητική πλειοψηφία, μια παράταξη να εισηγηθεί ένα τέτοιο νομοσχέδιο, είναι κρίσιμος ο παράγοντας της τεχνολογίας ή της πολιτικής βούλησης; Προφανώς είναι ο κρίσιμος και καθοριστικός παράγοντας η πολιτική βούληση και όχι η τεχνολογία. Ιδίως εάν η τεχνολογία που απαιτείται για κάτι τέτοιο, είναι -αλίμονο- μια ιστοσελίδα και ένα ειδικό λογισμικό, που δημιουργείται προφανώς, χωρίς κανείς να χρειαστεί να απευθυνθεί σε υψηλού κύρους ή υψηλής εξειδίκευσης παγκόσμια κέντρα υψηλής τεχνολογίας. Πολιτική βούληση είναι αυτό που λείπει. Πολιτική βούληση είναι που υπάρχει με αυτό το νομοσχέδιο και κατατίθεται από αυτή την Κυβέρνηση και δεν είναι η ωρίμανση των τεχνολογικών υποδομών που αυτό μας το επιτρέπει.