Αυστηρότερες ποινές, στις οποίες περιλαμβάνεται ακόμη και διήμερη διακοπή λειτουργίας επιχειρήσεων σε όσους φοροδιαφεύγουν, προβλέπει το νομοσχέδιο για την περαίωση που ψηφίζεται σήμερα Πέμπτη από τη Βουλή με τη διαδικασία του κατεπείγοντος. Παράλληλα, μειώνονται δραστικά τα όρια της φοροδιαφυγής που επισύρουν φυλάκιση.
Στο ίδιο σ/ν περιλαμβάνονται και οι λεπτομέρειες για την απόσβεση της αξίας άδειας Φορτηγού αυτοκινήτου Δημοσίας Χρήσης (ΦΔΧ), καθώς και ο εξορθολογισμός του τρόπου υπολογισμού των τελών κυκλοφορίας.
Το νέο νομοσχέδιο προβλέπει:
• Φυλάκιση εφόσον το προς απόδοση ποσό του κύριου φόρου, τέλους ή εισφοράς ή το ποσό του ΦΠΑ που συμψηφίσθηκε ή δεν αποδόθηκε ή αποδόθηκε ανακριβώς, ανέρχεται σε ετήσια βάση έως το ποσό των 3.000 ευρώ.
• Φυλάκιση τουλάχιστον ενός χρόνου εφόσον το προς απόδοση ποσό του κύριου φόρου, τέλους ή εισφοράς ή το ποσό του ΦΠΑ που συμψηφίσθηκε ή δεν αποδόθηκε ή αποδόθηκε ανακριβώς, ανέρχεται σε ετήσια βάση από το ποσό των 3.000 ευρώ μέχρι το ποσό των 75.000 ευρώ και
• Κάθειρξη μέχρι δέκα χρόνια, εφόσον το ως άνω ποσό υπερβαίνει σε ετήσια βάση τα 75.000 ευρώ.
• Ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τεσσάρων μηνών για όσους δεν εκδίδουν ή εκδίδουν ανακριβώς τα προβλεπόμενα στοιχεία κατά την πώληση ή διακίνηση αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών ή δεν καταχωρούν στα πρόσθετα βιβλία , τις συναλλαγές για τις οποίες δεν έχουν εκδοθεί τα οικεία στοιχεία εσόδων.
Στο νομοσχέδιο προβλέπεται επίσης ότι αν από το έλεγχο εντοπίζεται μια επιχείρηση να μην έχει εκδώσει περισσότερα από 10 παραστατικά η αξία των οποίων υπερβαίνει τα 500 ευρώ, τότε η μηνυτήρια αναφορά υποβάλλεται αμέσως με την ολοκλήρωση του ελέγχου και ζητείται από τον αρμόδιο εισαγγελέα η κατά προτεραιότητα εκδίκαση της υπόθεσης με βάση τα πορίσματα του φορολογικού ελέγχου.
Σε τέτοια περίπτωση, η λειτουργία του καταστήματος, γραφείου, εργοστασίου, εργαστηρίου, αποθήκης και γενικά κάθε επαγγελματικής εγκατάστασης του υπόχρεου επαγγελματία, αναστέλλεται άμεσα για 48 ώρες, με πράξη των οργάνων που διενεργούν τον έλεγχο και η επαγγελματική εγκατάσταση σφραγίζεται με τη συνδρομή της αστυνομικής αρχής, εφόσον ζητηθεί από τα ελεγκτικά όργανα.