Πονοκέφαλο προκαλούν στα εκλογικά επιτελεία των κομμάτων, αλλά και σε αρκετούς εν ενεργεία, αλλά και υποψηφίους βουλευτές οι μεγάλες ανατροπές στην κατανομή των βουλευτικών εδρών, τις οποίες επιφέρει ο νέος εκλογικός νόμος, που θα εφαρμοστεί για πρώτη φορά.
Το σοβαρό, μάλιστα, ενδεχόμενο να είναι πεντακομματική η σύνθεση της επόμενης Βουλής, όπως δείχνουν όλες οι δημοσκοπήσεις, δίνει διαστάσεις θρίλερ. Και τούτο γιατί με τον νόμο Σκανδαλίδη η κατανομή των εδρών γίνεται με τέτοιον τρόπο, ώστε είναι δύσκολο να προβλεφθεί εκ των προτέρων σε ποιες περιφέρειες μπορούν τα κόμματα να «χτυπήσουν» έδρες. Σε πολλές περιπτώσεις δεν αποκλείεται να δούμε το πρώτο σε δύναμη κόμμα σε έναν νομό να λαμβάνει τελικώς λιγότερες έδρες από το δεύτερο, εφόσον αυτό είναι πρώτο στην πανελλαδική κατάταξη.
Επιπλέον, η πάγια «μοιρασιά» των τετραεδρικών περιφερειών ανάμεσα στα δύο μεγαλύτερα κόμματα θα ανατραπεί, καθώς σε ορισμένες από αυτές μπορούν να πάρουν έδρες και μικρότερα κόμματα, ενώ, είναι πολύ πιθανόν το «2-2» να γίνει «3-1» υπέρ του πανελλαδικά πρώτου κόμματος, για να συμπληρωθεί το «μπόνους» των 40 εδρών με το οποίο «φιλοδωρείται» από τον νέο νόμο.
Το στοιχείο, όμως, το οποίο διαφοροποιεί το νέο σύστημα από όλα τα προηγούμενα είναι η κατάργηση του περίφημου «συν ένα», το οποίο επροστίθετο στον αριθμό των εδρών κάθε περιφέρειας για την εξεύρεση του εκλογικού μέτρου. Το «συν ένα», το οποίο κατά το παρελθόν είχε αποτελέσει αντικείμενο οξείας διαμάχης ανάμεσα στο ΠΑΣΟΚ και στα κόμματα της Αριστεράς, καταργήθηκε και πλέον το εκλογικό μέτρο προκύπτει ως πηλίκο της διαίρεσης των εγκύρων ψηφοδελτίων κάθε περιφέρειας με τον αριθμό των εκλεγόμενων βουλευτών. Έτσι, επί παραδείγματι, στις τριεδρικές περιφέρειες από 25% που ήταν πριν το εκλογικό μέτρο, τώρα είναι 33,3%, ενώ στις τετραεδρικές από 20% γίνεται 25% κτλ.
Η αύξηση αυτή του εκλογικού μέτρου πρακτικά σημαίνει ότι δυσχεραίνεται η δυνατότητα των μεγαλύτερων κομμάτων να «κλειδώνουν» από την πρώτη κατανομή έδρες, οι οποίες μένουν πλέον αδιάθετες και διεκδικούνται και από τα άλλα κόμματα, ανάλογα με τα υπόλοιπα ψήφων τα οποία έχουν όλοι οι συνδυασμοί. Με τον τρόπο αυτό τίθεται εν αμφιβόλω η κατάληψη εδρών, οι οποίες ως τώρα ήταν «σίγουρες» υπέρ των κομμάτων εξουσίας, ενώ οι πιθανές «καραμπόλες», οι οποίες ενδέχεται να προκύψουν, θα γίνουν ακόμη περισσότερες από την ενδεχόμενη αύξηση των ποσοστών των μικρότερων κομμάτων, τα οποία θα εκλέξουν τους βουλευτές τους οποίους δικαιούνται όχι εκεί όπου θα καταγράψουν την υψηλότερη ποσοστιαία δύναμή τους, αλλά στις περιφέρειες όπου θα εμφανίσουν τον μεγαλύτερο απόλυτο αριθμό ψήφων.
Αν και αυτό θα συμβεί κατά βάση στις μεγάλες περιφέρειες, όσο θα αυξάνεται ο αριθμός των εδρών, τις οποίες δικαιούνται οι «μικροί», τόσο θα διευρύνεται και ο αριθμός των περιφερειών στις οποίες θα διεκδικούν την εκλογή βουλευτών τους, εις βάρος κυρίως του δεύτερου κόμματος, αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις και του πρώτου.