Όταν στα μέσα Φεβρουαρίου κατά την ψήφιση του Μνημονίου Νο 2 από τη Βουλή, καίγονταν ιστορικά κτίρια του κέντρου της Αθήνας, από ομάδες κουκουλοφόρων, κατόπιν προσχεδιασμένων εγκληματικών ενεργειών, οι ηγέτες της Αριστεράς (ΚΚΕ, ΣΥΡΙΖΑ) δήλωναν ότι αυτό ήταν έργο προβοκατόρων. Χωρίς να έχουν την παραμικρή ένδειξη, αφού τα γεγονότα λάμβαναν χώρα εκείνη ακριβώς τη στιγμή, επαναλάμβαναν την πάγια μονοσήμαντη άποψή τους. Σύμφωνα με τη συγκεκριμένη άποψη, όλες οι καταστροφές που λαμβάνουν χώρα κατά τη διάρκεια λαϊκών συγκεντρώσεων είναι έργο προβοκατόρων. Και στη συνέχεια αφήνουν να εννοηθεί ένα δεύτερο συμπέρασμα, ότι οι προβοκάτορες αποβλέπουν στη δυσφήμηση του λαϊκού κινήματος, που την παρούσα χρονική περίοδο έχει ξεσηκωθεί κατά του Μνημονίου. Έτσι λοιπόν απλοϊκά και σχηματικά ο κόσμος χωρίζεται στα δύο. Από τη μια πλευρά οι κακοί μνημονιακοί ντόπιοι και ξένοι με τους πράκτορές τους και τους προβοκάτορές τους και από την άλλη οι καλοί αντιμνημονιακοί, ο καταπιεσμένος, αδικημένος και προδομένος λαός.
Η μανιχαϊστική λογική σε όλο της το μεγαλείο! Η Αριστερά της σκέψης των μεγάλων κλασσικών του διαφωτισμού, του ιστορικού υλισμού, του ορθολογισμού και της ανάλυσης, έχει κατακρημνισθεί στο επίπεδο του θρησκευτικού φονταμενταλισμού (καλοί – κακοί, πιστοί – άπιστοι). Από τη στιγμή όμως που η Αριστερά έχει εγκαταλείψει τις γήινες αξίες της, οι οποίες πατάνε γερά στη λογική και για ιδιοτελείς λόγους εκμεταλλεύεται τα αρνητικά συναισθήματα του λαού παραπλανώντας τον, γιατί να έχουν άδικο όλοι αυτοί που την ταυτίζουν με τη λαϊκή Δεξιά, ως το πλέον συντηρητικό και καθυστερημένο τμήμα του ελληνικού λαού, που δεν θέλει ν’ αλλάξει τίποτα στη χώρα;
Πέρα όμως από την ιδιοτελή, εκλογική στην παρούσα χρονική περίοδο, στρατηγική της Αριστεράς, νομίζω ότι υπάρχει κάποιος βαθύτερος λόγος για τον οποίο η Αριστερά ξορκίζει τους «διαβόλους κουκουλοφόρους» και τους
φορτώνει στην αντίπαλη πλευρά. Και αυτόν το βαθύτερο λόγο τον αναζήτησα στον «Επαναστατημένο άνθρωπο» του Αλμπέρ Καμύ, όπου διάβασα σκέψεις όπως οι ακόλουθες:
Στο συνέδριο των Ισπανών αναρχικών στη Βαλέντσια κατά το έτος 1887 στο κείμενο των συμπερασμάτων του περιλαμβάνεται και η ακόλουθη θέση: «Αν η κοινωνία δεν προβεί σε παραχωρήσεις, τότε πρέπει ν’ αφανιστεί η δυστυχία και το κακό, ακόμα κι αν χρειαστεί να χαθούμε και όλοι εμείς μαζί του». Ταυτόσημη είναι και η σπαρακτική κραυγή του Καραμαζώφ: «Αν δεν μπορούν όλοι να σωθούν, τι χρησιμεύει η σωτηρία των ενός;» Επίσης ο Καμύ τονίζει ότι «όταν η εξέγερση αφήνεται να μολυνθεί από τη μνησικακία, αρνιέται τη ζωή και προχωρεί στην καταστροφή. Και παραπέρα η εξέγερση δεν μπορεί να κάνει χωρίς μια παράξενη αγάπη. Όσοι δε βρίσκουν αναπαμό ούτε στο θεό, ούτε στην ιστορία, καταδικάζονται να ζουν για εκείνους που, όπως κι αυτοί, δεν μπορούν να ζουν: για τους ταπεινωμένους». Πρόκειται για σκέψεις που περιγράφουν με σαφή τρόπο την απολυτότητα του δόγματος, που τελικά καταλήγει στο μηδενισμό. Ο άνθρωπος ή η ομάδα που έχει τη βαθιά πίστη ότι αυτός είναι το απόλυτο καλό και ο άλλος απέναντι το απόλυτο κακό, έχει ξεκινήσει τη διαδικασία για την εξαφάνιση του δεύτερου.
Επομένως αν η Αριστερά θέλει να θυμηθεί την παλιά λυτρωτική πρακτική της αυτοκριτικής, πρέπει να σκάψει βαθιά μέσα της, με εργαλεία όχι μόνο το διαλεκτικό υλισμό, αλλά και την ψυχολογία και ίσως τότε ανακαλύψει ότι οι κουκουλοφόροι δεν είναι κάποιοι κακοί προβοκάτορες, αλλά παιδιά του μηδενισμού αριστερής προέλευσης και τελικά δικά της παιδιά…
Δημήτρης Σουλιώτης







































































































