Η κάλπη αύξησε ιδιαίτερα σημαντικά τα δύο κόμματα της Αριστεράς, που για πρώτη φορά από τη μεταπολίτευση και μετά ξεπερνάει αθροιστικά το 13,5% και με 36 έδρες στη Βουλή δημιουργεί καινούργιες συνθήκες στην πολιτική ζωή της χώρας.
Το ΚΚΕ αύξησε θεαματικά το εκλογικό ποσοστό του, όπως επίσης και την κοινοβουλευτική εκπροσώπησή του. Το ίδιο και ο ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος όχι απλώς ξέφυγε από το άγχος της κοινοβουλευτικής επιβίωσής του, αλλά και πατάει σε σταθερά σκαλοπάτια στην εκλογική κλίμακα. Η άνοδός του οφείλεται κατά πολύ στην επιλογή της ηγεσίας του να εκφράσει πολιτικά τα κινήματα των νέων κατά του άρθρου 16, του άρθρου 24 και της οικολογίας. Ωστόσο τα δυο κόμματα κινούνται σε δύο όχθες, τις οποίες δεν ενώνει ούτε μία γέφυρα επικοινωνίας. Είναι πλέον εμφανές ότι, παρά τις επιθυμίες της ηγεσίας του Περισσού, ο ιδεολογικός αντίπαλος δεν είναι δυνατό να εξαφανιστεί ούτε από τον πολιτικό χάρτη ούτε από τη συνείδηση των ψηφοφόρων. Όπως επίσης είναι καταφανέστατο ότι ο Αλέκος Αλαβάνος έχει μπροστά του δύο στόχους να πετύχει: Την εξομάλυνση των σχέσεων με το ΚΚΕ και την προσέγγιση με τη ριζοσπαστική σοσιαλδημοκρατία, τώρα που η κρίση στο εσωτερικό του ΠΑΣΟΚ το κρατά μακριά από την εξουσία. Και ενώ η Αλέκα Παπαρήγα δείχνει να επιμένει στη σκληρή πολιτική της απέναντι στους «συντρόφους της άλλης όχθης», πολιτική που εφάρμοσε πιστά από τότε που ανέλαβε τα ηνία του ΚΚΕ, η αναδιάταξη στο χώρο της προοδευτικής αντιπολίτευσης δείχνει να περνά και μέσα από τις διεργασίες στο χώρο της Αριστεράς.