Τι μάθαμε, λοιπόν, από τη συνάντηση του πρωθυπουργού με τη Γερμανίδα Καγκελάριο; Και πόσο σοφότεροι γίναμε;
Η απάντηση εξαρτάται από το πώς βλέπει κάποιος το ποτήρι, όπως ορίζει και η λαϊκή ρήση: μισοάδειο ή μισογεμάτο;
Αν το βλέπει μισογεμάτο, είναι διότι διακρίνει στα λόγια της Άνγκελα Μέρκελ μια χλιαρή υποστήριξη προς την Ελλάδα. Πράγμα το οποίο – πιθανότατα – απομακρύνει το ενδεχόμενο πρόωρων εκλογών, τουλάχιστον μέχρι την προεδρική εκλογή του Μαρτίου και την «εξίσωση» των 180 βουλευτών.
Αν το βλέπει, όμως, μισοάδειο, είναι διότι κατανοεί πως από τη συνάντηση δεν προέκυψαν συγκεκριμένες δεσμεύσεις της γερμανικής πλευράς για ικανοποίηση των ελληνικών αιτημάτων, όπως είναι οι φοροελαφρύνσεις και γενικώς η χαλάρωση της λιτότητας. Κυρίως, όμως, η ρύθμιση του χρέους.
Πολύ απλά, η κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός δεν φάνηκε να βρήκαν στο πρόσωπο της Γερμανίδας Καγκελαρίου τον σύμμαχο που αναζητούσαν στην επερχόμενη «μάχη» με την τρόικα για την αξιολόγηση της ελληνικής οικονομίας. Διότι τα λόγια συμπάθειας της κυρίας Μέρκελ και τα έχουμε ξανακούσει και δεν αρκούν από μόνα τους…
Κυρίως διότι δεν ακούστηκε τίποτα για το μεγάλο στόχο της ελληνικής πλευράς, ο οποίος είναι η οριστική διευθέτηση του χρέους και συνδέεται άμεσα με τα σενάρια αποχώρησης του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου από την τρόικα. Διότι το μεν ΔΝΤ επιθυμεί «κούρεμα» του χρέους, αλλά η Ευρώπη αντιμετωπίζει διαφορετικά και πιο επιφυλακτικά το θέμα, προκρίνοντας επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής ή μείωση επιτοκίων.
Το ζήτημα, βέβαια, είναι πολύ πιο σύνθετο, διότι η Ελλάδα έχει μπροστά της, εκτός από τη φθινοπωρινή αξιολόγηση από την τρόικα που ξεκινά την ερχόμενη εβδομάδα, τα stress test των τραπεζών και τα χρηματοδοτικά κενά της περιόδου 2015-2016. Τα οποία θα γίνουν πολύ μεγαλύτερα στην περίπτωση που το ΔΝΤ αποχωρήσει από την τρόικα, όπως ακούγεται έντονα τελευταία, από επίσημα κυβερνητικά χείλη.
Αλλά και στο ζήτημα της αξιολόγησης, όπως έχουμε ξαναγράψει στην «Α», υπάρχουν ανυπέρβλητα εμπόδια. Που δεν είναι άλλα από τα εργασιακά και το νέο ασφαλιστικό που φέρονται να αξιώνουν οι δανειστές.
Σ’ αυτά πρέπει να προστεθεί και το γεγονός ότι στη συνάντηση Σαμαρά-Μέρκελ δεν ακούστηκε τίποτα για φοροελαφρύνσεις, τις οποίες επιζητεί η ελληνική πλευρά και εξήγγειλε ο πρωθυπουργός στη ΔΕΘ.
Με ψυχρό τρόπο, η Καγκελάριος είπε ότι «η Ελλάδα πρέπει να συνεχίσει τις μεταρρυθμίσεις», εννοώντας ότι δεν ενδιαφέρει η μείωση των φόρων, αλλά η πάταξη της φοροδιαφυγής.
Πώς θα ζητήσει, όμως, η κυβέρνηση σ’ αυτήν την περίπτωση την ψήφο των βουλευτών της για μονιμοποίηση π.χ. της έκτακτης εισφοράς αλληλεγγύης – ιδιαίτερα όταν οι πληγές του ΕΝΦΙΑ δεν είναι καν νωπές, αλλά ανοιχτές;