Να ξεμπερδεύει, το αργότερο έως αρχές του φθινοπώρου, με όλες τις επώδυνες «μεταρρυθμίσεις» επιδιώκει η κυβέρνηση, παρά τις αντιδράσεις και τα αρνητικά γι' αυτήν ποσοστά των δημοσκοπήσεων. Ήδη ο πρωθυπουργός διεμήνυσε ότι δεν υπολογίζει το πολιτικό κόστος, δήλωση που κρύβει επίδειξη πυγμής και αποβλέπει σε δύο στόχους: Πρώτον, να κάνει στην αρχή της δεύτερης τετραετίας ό,τι δεν έκανε στην πρώτη, δηλαδή να προωθήσει ένα «κύμα μεταρρυθμίσεων», με ιδιωτικοποιήσεις μεγάλων δημόσιων επιχειρήσεων. ∆εύτερον, να εμφανιστεί ως «η μόνη μεταρρυθμιστική δύναμη στη χώρα», επιδιώκοντας να χρεώσει τα άλλα κόμματα και, κυρίως, το ΠΑΣΟΚ στις «δυνάμεις της συντήρησης, που λένε όχι σε όλα». Επί της ουσίας ο κ. Καραμανλής επιδιώκει να εκμεταλλευθεί τα εσωτερικά προβλήματα του ΠΑΣΟΚ και τις κακές του επιδόσεις στις δημοσκοπήσεις. Έτσι, όσο η απόσταση στην πρόθεση ψήφου είναι με διαφορά, στο Μέγαρο Μαξίμου θα έχουν την πολυτέλεια να ανοίγουν νέα μέτωπα με μεγάλες κοινωνικές ομάδες, όπως έγινε και με την περίπτωση του Ασφαλιστικού.
Στο κυβερνητικό στρατόπεδο δεν παραβλέπουν τη φθορά που έχει η Ν.∆., αλλά θεωρούν ότι αυτό είναι «φυσιολογικό φαινόμενο» στην αρχή της δεύτερης τετραετίας, καθώς έχει πάρει πολλά αντιδημοφιλή μέτρα. Εκτιμούν, επίσης, ότι υπάρχει πολύς χρόνος για ανάκαμψη και αυτή θα έλθει όταν οι ψηφοφόροι εκτιμήσουν ότι η κυβέρνηση «τόλμησε να πάρει δύσκολες, αλλά αναγκαίες αποφάσεις».
Στους υπολογισμούς αυτούς προστίθεται και το εν εξελίξει θέμα του ονόματος των Σκοπίων, καθώς είναι πολύ πιθανό η κυβέρνηση να θέσει βέτο, με την προσδοκία ότι η επιλογή αυτή θα της δώσει «αέρα» στα δεξιά της, καθώς έτσι πιστεύει ότι θα αποδυναμωθεί ο ΛΑΟΣ.
Αλλά κι αν βρεθεί κοινά αποδεκτή λύση, μετά τον διχασμό στις πολιτικές δυνάμεις των Σκοπίων, η κυβέρνηση θα προσπαθήσει να προβάλει ότι έλυσε επιτυχώς ένα πρόβλημα που υπάρχει εδώ και 17 χρόνια.
Γιώργος Μπάλτας