Οι περισσότεροι συνάδελφοί του ανά την Ελλάδα τον γνώρισαν μέσα από τη συγκλονιστική ομιλία του στο Δημοτικό Συμβούλιο Κηφισιάς, τον περασμένο Ιούλιο, μετά την απόφαση κατάργησης της Δημοτικής Αστυνομίας, όπου σε πέντε λεπτά κατέγραψε την ιστορία του ως δημοτικού αστυνομικού και συνάμα την ιστορία της υπηρεσίας.
Ο Τάσος Δούκας, ένας από τους αρχαιότερους δημοτικούς αστυνομικούς στην Ελλάδα, ιδιαίτερα αγαπητός στην τοπική κοινωνία της Νέας Ερυθραίας, αλλά και στον καλλικρατικό Δήμο Κηφισιάς αργότερα, και ως προϊστάμενος της Υπηρεσίας, δεν είναι πια ανάμεσά μας. Έφυγε από τη ζωή το Σάββατο 4 Ιανουαρίου 2014, σε ηλικία 54 ετών, αφού εδώ και λίγους μήνες έδωσε την ύστατη προσωπική του μάχη, ύστερα από ένα τραγικό δυστύχημα που είχε στις 17 Οκτωβρίου 2013.
Μέσα σε βαρύ πένθος, η οικογένειά του, η γυναίκα του Ελένη και τα δυο παιδιά τους, συγγενείς και φίλοι, ο δήμαρχος Κηφισιάς Νίκος Χιωτάκης και η δημοτική αρχή, όπως και οι περισσότεροι δημοτικοί σύμβουλοι, αλλά και απλοί Ερυθραιώτες, τον αποχαιρέτησαν από τον Ιερό Ναό της Ευαγγελίστριας, όπου τελέστηκε η νεκρώσιμος ακολουθία την Τετάρτη 8 Ιανουαρίου.
Ο Τάσος Δούκας γεννήθηκε το 1960 στη Νέα Ερυθραία. Στην Ειδική Υπηρεσία της Δημοτικής Αστυνομίας Νέας Ερυθραίας προσλήφθηκε το 1992, δίνοντας όλο του το είναι για την καλύτερη οργάνωση και λειτουργία της. Ήταν αυτό που λέμε άνθρωπος έξω καρδιά, ευθύς, τίμιος, εργατικός, τελειομανής, με αυξημένο το αίσθημα του καθήκοντος.
Σε όλους τους συναδέλφους του άφησε τη μνήμη του καλού ανθρώπου και της ευγενικής καρδιάς. «Ήταν για μας πρώτα πατέρας και μετά προϊστάμενος», όπως γράφουν οι πρώην συνάδελφοί του στο διαδικτυακό ιστότοπό τους.
Ήταν χαρακτηριστικές οι στιγμές συγκίνησης που ακολούθησαν στο Δημοτικό Συμβούλιο Κηφισιάς, στις 12 Ιουλίου 2013, από το αυθόρμητο «ξέσπασμα» απόγνωσης του Τάσου Δούκα, ο οποίος μετά από 21 χρόνια στην υπηρεσία του, αντιμετώπιζε τον εφιάλτη της απόλυσης, αλλά κυρίως η διάθεση συμπαράστασής του στα δεκάδες νέα παιδιά της Δημοτικής Αστυνομίας, τα οποία, όπως είπε ο ίδιος, «δεν μπορεί πλέον να κοιτάξει στα μάτια».
«Από το 1991, έζησα χρόνο με τον χρόνο τι είναι η Δημοτική Αστυνομία. Από πού ξεκίνησε, όταν ήμασταν ασήμαντα ανθρωπάκια στο πεζοδρόμιο και πήραμε αρμοδιότητες, με υπερηφάνεια να αγωνιστούμε για τον Δήμο μας. Σάββατα και Κυριακές δεν ξέραμε, ζήσαμε μέτρο – μέτρο τις πόλεις μας. Το 1996, στο πρώτο μας συνέδριο, αξιωματούχοι της ΕΛ.ΑΣ. μάς έλεγαν ότι εμείς είμαστε οι αυριανοί προστάτες των πόλεων. Το ζήσαμε, το πονέσαμε, το αγαπήσαμε, ήταν η ζωή μας όλη. Δεν μπορώ με λόγια να το εκφράσω. Ειλικρινά, δεν με νοιάζει που αύριο θα βρεθώ άνεργος, στα 53 μου. Είναι το λιγότερο που με απασχολεί. Ας είμαι ο πρώτος. Αλλά με νοιάζει γι’ αυτά τα παιδιά που δεθήκαμε συναισθηματικά και τώρα δεν μπορώ να τους κοιτάξω στα μάτια. Γιατί κάποιοι κύριοι ανεύθυνοι πήραν τέτοιες πρωτοβουλίες. Πώς θα αντέξω την εντολή που θα μου δώσετε, να μαζέψω το γραφείο της Δημοτικής Αστυνομίας και να βάλω το αρχείο σε κουτιά;».
Με τα παραπάνω λόγια απευθύνθηκε προς τους δημοτικούς συμβούλους της πόλης, μέσα σε μια εξαιρετικά φορτισμένη -για τα «καλλικρατικά» χρονικά του Δήμου Κηφισιάς- συναισθηματική ατμόσφαιρα. Έφυγε με το παράπονο για τη διάλυση της Δημοτικής Αστυνομίας…