Γράφει ο Γιώργος Αράπογλου– Από την έντυπη έκδοση της Καθημερινής Αμαρυσίας – φύλλο Ν. Φιλαδέλφεια – Ν. Χαλκηδόνα – Φιλοθέη- Ψυχικό- Μεταμόρφωση 14/07/2025
Ο πατέρας μου εργάστηκε όλη του τη ζωή στις οικοδομές. Για περισσότερα από 45 χρόνια τα χέρια του έχτισαν εκατοντάδες σπίτια που στέγασαν τα όνειρα και τις ελπίδες αντίστοιχου πλήθους οικογενειών. Κάποτε, σχολώντας από τις δουλειές των άλλων, έπιασε και με τα ίδια αυτά χέρια, έφτιαξε σιγά σιγά μόνος του και το σπίτι που στέγασε και την δική μας οικογένεια.
Από τα μέσα της δεκαετίας του ’80, μαζί με το μικρότερο αδερφό του, έβαλαν όσες οικονομίες είχαν και έφτιαξαν μαζί ένα μικρό εργολαβικό συνεργείο. Στα χρόνια που ακολούθησαν και με την οικοδομή να περνά διάφορες φάσεις το συνεργείο δούλεψε σκληρά, δίνοντας μεροκάματο σε δεκάδες ανθρώπους που με αξιοπρέπεια έζησαν με τη σειρά τους τις δικές τους οικογένειες, μέχρι που ήρθε το πλήρωμα του χρόνου για τις συνταξιοδοτήσεις τους.
Πριν από μερικές εβδομάδες, ο αδερφός του πατέρα μου, ο τελευταίος που του είχε απομείνει από τη γενιά του, έφυγε από τη ζωή. Στην κηδεία μαζεύτηκε πλήθος κόσμου, όπως συνηθίζεται σε ανθρώπους που έχουν προσφέρει στο βίο τους. Ανάμεσά τους, ένας ψηλόλιγνος, ξερακιανός κύριος με κουρασμένη, αλλά καθαρή ματιά, που με χαιρέτισε και με αγκάλιασε με συγκίνηση. Όταν κατάλαβε ότι δεν τον αναγνώρισα, μου συστήθηκε όπως ακριβώς τον θυμόταν ο περισσότερος κόσμος. «Ο Λεωνίδας, ο Αλβανός είμαι».
Και τότε, ναι, τον θυμήθηκα. Ο Λεωνίδας ο Αλβανός είχε έρθει παλικαράκι στις αρχές του ’90 και μπήκε στη δούλεψη του πατέρα και του θείου μου. Τον θυμάμαι, εγώ παιδάκι που πήγαινα πολλές φορές, όταν οι εργασίες τους ήταν κοντά, νερό και κολατσιό σε όλους, καθόμασταν, συζητούσαμε, μας αγαπούσαν και τους αγαπούσαμε όλους. Ο Λεωνίδας ο Αλβανός, είχε έρθει με το κύμα των μεταναστών εκείνης της περιόδου. Τότε, θυμάστε, που όλοι τους ήταν «επικίνδυνοι» και κανένας δεν τους ήθελε. Είχε έρθει νεαρός, αποφασισμένος να εργαστεί σκληρά και έντιμα για να στηρίξει την οικογένειά του. Λεωνίδας δεν ήταν το κανονικό του όνομα. Αυτό το πήρε στην πορεία, γιατί ήθελε να ενσωματωθεί στην ελληνική κοινωνία. Εκείνα τα χρόνια το «Αλβανός» ήταν συνώνυμο της παρανομίας. Ο πατέρας και ο θείος, όμως, ποτέ δεν έβαλαν ταμπέλες σε ανθρώπους. Άμα είχαν μεροκάματο, έδιναν όποιος και να το ζητούσε. Και, με αφορμή το Λεωνίδα τον Αλβανό, θυμήθηκα πως από τη δούλεψή τους είχαν περάσει όλων των ειδών οι εθνικότητες. Αλβανοί, Πολωνοί, Τούρκοι, Ρουμάνοι, ένας φοβερός Κούρδος με μια απίστευτα συγκινητική ιστορία… και, φυσικά, Έλληνες, πολλοί Έλληνες. Όλοι ήταν ευπρόσδεκτοι και δεν γίνονταν διακρίσεις. Το ίδιο μεροκάματο έπαιρναν όλοι, τις ίδιες υποχρεώσεις είχαν, όλοι κερνούσαν και κερνιόντουσαν τυρόπιτα, καφέδες και μπίρες εκ περιτροπής και ανάλογα με την περίσταση.
Και, μάλιστα, δεν ήταν λίγες οι φορές που, αν δεν είχαν έρθει τα συμφωνημένα χρήματα, ο πατέρας προτιμούσε να μην πληρωθεί εκείνος, αλλά να πληρώσει όλους τους μάστορες του. Στο κάτω κάτω, χωρίς εκείνους, δεν θα μπορούσε να κάνει τη δουλειά. Κι επίσης, εμείς κουτσά-στραβά θα τη βολεύαμε. Οι περισσότεροι από αυτούς ήταν «φτωχοδιάβολοι» που δεν είχαν περιθώρια.
Ο Λεωνίδας ο Αλβανός έμεινε στην Ελλάδα, παντρεύτηκε, έκανε οικογένεια, σπούδασε τα παιδιά του και τώρα αυτά συνεχίζουν να εργάζονται και να προσφέρουν στη χώρα που τους έδωσε την ευκαιρία για μια καλύτερη ζωή. Ο ίδιος μας αγαπούσε κι εμάς, τα παιδιά των εργοδοτών του, τα «μαστοράκια», όπως μας έλεγε, σαν δικά του παιδιά. Δεν ξέχασε ποτέ ποιοι ήταν εκεί όταν χρειάστηκε βοήθεια. Θεώρησε, λοιπόν, ελάχιστο ηθικό χρέος να είναι εκεί για έναν τελευταίο αποχαιρετισμό στον έναν από τους μάστορες του.
Πριν από μερικά χρόνια, ο Αχμέτ, ένας Τούρκος που είχαν δουλέψει για χρόνια μαζί, μας επισκέφθηκε στο σπίτι μας. Έφερε γλυκά και φωτογραφίες από το γάμο του μεγάλου του γιου. Ήταν γύρω στα 8, όταν πρωτοήρθαν ως πολιτικοί πρόσφυγες και δούλεψε στην οικοδομή μαζί με τον πατέρα μου. Σήμερα, είναι οικογενειάρχες κι αυτοί, με σπουδές και δουλεύουν πλέον στη Γερμανία. Ο πατέρας του ποτέ δεν ξέχασε ποιος τους έδωσε αυτή την ευκαιρία. Ευκαιρία… λέμε τώρα, ένα μεροκάματο και σκληρή δουλειά ήταν. Αλλά, για κάποιους είναι πολύ σημαντικό.
Ενθυμούμενος τις ιστορίες του Λεωνίδα του Αλβανού και του Αχμέτ του Τούρκου, σκέφτομαι όλα όσα συμβαίνουν (πάλι) στο πανέμορφο νησί της Κρήτης. Θυμώνω με το μισανθρωπικό παραλήρημα του Υπουργού Μετανάστευσης. «Κομμένα τα μενού, δεν είμαστε ξενοδοχείο», είπε με περίσσιο θράσος.
Σε μια χώρα που έχει μετατραπεί σε ένα απέραντο ξενοδοχείο, σε ένα νησί που υποδέχεται κάθε χρόνο πάνω από 2 εκατομμύρια τουρίστες και που, σύμφωνα με τον ΟΠΕΚΕΠΕ πληρώθηκαν πολλά εκατομμύρια ευρώ για να βόσκουν κάτι επίσης εκατομμύρια αμνοερίφια, δεν μπορούν να «φιλοξενηθούν» 700 άνθρωποι που σκυλοπνίγηκαν με βάρκες. Είναι όλοι εξ ορισμού εν δυνάμει εγκληματίες. Όπως, για παράδειγμα, ο Λεωνίδας ο Αλβανός πριν από 35 χρόνια.
Ας είναι. Έτσι είναι αν έτσι πιστεύετε. Για κάθε τέτοια ακραία θέση, θα έχουμε πάντα μια ιστορία για έναν Λεωνίδα ως απάντηση. Γιατί στο τέλος, όσο και να τσιρίζουν τα κακομαθημένα παιδάκια με τα κοστούμια που θρέφονται μόνο με κρατικό χρήμα, ο άνθρωπος θα είναι αυτός που θα νικήσει.