«Η Βασιλική Πιτούλη στα καλύτερά της». Με αυτόν το χαρακτηρισμό ξεκίνησε η δημοσιογράφος, συγγραφέας και κριτικός λογοτεχνίας, Πόλυ Μηλιώρη, την ομιλία της για το νέο βιβλίο της Βασιλικής Πιτούλη «Ους ο Θεός συνέζευξεν», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΑΜΑΡΥΣΙΑ, στην παρουσίαση που έγινε πρόσφατα στο βιβλιοπωλείο «Ελευθερουδάκη» της Κηφισιάς.
Η Βασιλική Πιτούλη καλωσόρισε τους φίλους που την τίμησαν με την παρουσία τους, ιδιαίτερα την αντιδήμαρχο Κηφισιάς Νίνα – Ασπασία Βλάχου, η οποία έχει αποδείξει την αγάπη της για τον πολιτισμό. Ένα ιδιαίτερο ευχαριστώ απηύθυνε στην κ. Πόλυ Μηλιώρη, η οποία μίλησε για το νέο βιβλίο θερμά. Όπως τόνισε η κ. Μηλιώρη, στις αυτοτελείς, χιουμοριστικές ιστορίες του «Ους ο θεός συνέζευξεν», η συγγραφέας δημιουργεί τύπους αναγνωρίσιμους. Ο «καναλάρχης», η «καψουρογεννήτρα», ο «λιμοκοντόρος», είναι τύποι ζωντανοί, υπαρκτοί, σαν κάποιους που όλοι γνωρίζουμε.
Μικρές ιστορίες
«Η Πιτούλη διηγείται τις μικρές ιστορίες του καθημερινού περίγυρού μας αποτελεσματικά και ευχάριστα για τον κάθε αναγνώστη, τοποθετώντας τες έτσι σε μία υποκατηγορία διηγηματικής αφήγησης, την ηθογραφική», τόνισε η κ. Πόλυ Μηλιώρη και συνέχισε: «Τα ηθογραφικά αφηγήματα -και μάλιστα τα τόσο καλά γραμμένα όπως αυτά που κρίνουμε σήμερα-, ενδιαφέρουν όλους τους αναγνώστες. Αρπάζουν σκηνές της καθημερινότητάς μας και τις αποκωδικοποιούν ή αντίθετα -ίσως και ταυτόχρονα- τις κατηγοριοποιούν κάτω από μία ορισμένη οπτική γωνία, ώστε όλες μαζί να συνθέσουν το φόντο του κοινωνικού χωροχρόνου μας.
Κάτω από την κατηγοριοποίηση των γάμων που γίνονται γύρω μας ή έστω των κινήτρων που οδηγούν στους γάμους, πρόσωπα του περιβάλλοντος και της εποχής μας -ή ακόμα και κομμάτια του δικού μας συγχυσμένου εαυτού- γνωστοί και γνωστές μας, τέλος πάντων, γδύνονται από τις δήθεν φορεσιές τους και υφίστανται το σαρκασμό της Πιτούλη. Θα μπορούσα, βέβαια, να είχα χρησιμοποιήσει αντί για τη λέξη ‘‘σαρκασμό’’, τη λέξη ‘‘κράξιμο’’. Θα ήταν μια από τις ίδιας κατηγορίας λέξεις που βρίθουν στο ‘‘Ους ο Θεός συνέζευξεν’’, λέξεις που πολύ σωστά η συγγραφέας χρησιμοποιεί, ώστε να είναι και το ύφος του γραπτού κοντά στο πνεύμα του: ευκολόχρηστο, ρηχό και ξεπεσμένο, όπως και το ήθος των ανθρώπων που περιγράφει.
Γιατί η Πιτούλη κάνει κι αυτό το κατόρθωμα, ένας από τους λόγους που σ’ αυτό της το βιβλίο τη βρίσκω στα καλύτερά της: επίτηδες ξεχνάει την καλλιέπειά της κι ενώ ως αφηγητής – παρατηρητής ανατέμνει με οξυδέρκεια τα ψυχικά κίνητρα των πρωταγωνιστών και πρωταγωνιστριών της, τα εκφράζει με τη φωνή που θα είχαν εκείνοι, αν μας μιλούσαν οι ίδιοι.
Μιμείται, δηλαδή, τις επιπόλαιες δικαιολογίες τους, τις φτωχές τους εκλογικεύσεις, τη συχνή καταφυγή τους σε πατροπαράδοτες παροιμίες, αλλά και σε διαφημιστικά σλόγκαν, προκειμένου να πραγματοποιήσουν τα φτωχά σε περιεχόμενο, αλλά λαμπερά σε χρυσόσκονη όνειρά τους. Όλα αυτά τα όνειρα λοιπόν -και βέβαια οι διαψεύσεις τους- γυρνάνε γύρω από το γάμο, αυτό διαλέγει η συγγραφέας ως άξονα του παρατηρητηρίου της».
Στη συνέχεια η κ. Μηλιώρη αναφέρθηκε στο πετυχημένο εξώφυλλο που σχεδίασε η γραφίστρια Μαρία Κοντιζά, αλλά και στα σκίτσα που παραπέμπουν σε γελοιογραφίες περασμένων καιρών και προϊδεάζουν τον αναγνώστη ότι μέσα δε θα βρει αγάπες και λουλούδια, αλλά μια σειρά κομψά γραμμένων χιουμοριστικών διηγημάτων, που μπορούν να διαβαστούν ως μια κοινωνιολογική ανάλυση της εποχής μας.
Και απευθυνόμενη προς το κοινό, η ίδια κατέληξε: «Πιστεύω όμως ότι θα κερδίσετε περισσότερη χαρά, αν διακρίνετε το πόσο ανοιχτές αφήνει η Πιτούλη τις ιστορίες της. Ως γνήσια παραμυθού, μελετά το παρελθόν του κάθε προσώπου, ώστε να δικαιολογεί τη στάση του στη ζωή κι αυτό είναι πολύ σημαντικό».
Ερωτήσεις και αφιερώσεις
Μετά το πέρας της ομιλίας της κ. Μηλιώρη, η Βασιλική Πιτούλη ενθάρρυνε το κοινό να υποβάλλει ερωτήσεις. Η ατμόσφαιρα ήταν εύθυμη, ανάλογη με το περιεχόμενο του βιβλίου. Στην εκδήλωση παραβρέθηκαν ο Χρήστος Ζαγκλής, εκδότης της εφημερίδας ΑΜΑΡΥΣΙΑ, τον οποίο η συγγραφέας ευχαρίστησε θερμά, αλλά και πολλοί γνωστοί Κηφισιώτες. Ενδεικτικά αναφέρουμε τον κ. Γιώργο Θωμάκο, την κ. Ευαγγελία Βαλάτα – Τσιάμα, τον κ. Ευγένιο Πιέρρη, κ.α. Για όλους η συγγραφέας είχε ένα καλό λόγο να πει και στο τέλος, αφού υπέγραψε πολλές αφιερώσεις, ευχήθηκε να απολαύσουν την ανάγνωση του βιβλίου της.