Γράφει από το Μινσκ ο Νίκος Μπαλιδάκης
Οι μέρες της σταθερότητας και της κοινωνικής γαλήνης φαίνεται πως ανήκουν στο παρελθόν για τη Λευκορωσία – τουλάχιστον σε βραχυπρόθεσμο και μεσοπρόθεσμο χρονικό ορίζοντα – μετά τα όσα ακολούθησαν τις προεδρικές εκλογές της 9ης Αυγούστου. Μετά την ανακοίνωση των επίσημων αποτελεσμάτων, που έφεραν ως νικητή τον νυν πρόεδρο Αλεξάντερ Λουκασένκο με ποσοστό 80%, ακολούθησε ένα πρωτοφανές κύμα αντίδρασης από κατοίκους του Μινσκ κυρίως, αλλά και άλλων αστικών κέντρων, που όσο περνούν οι μέρες δεν δείχνει να κοπάζει.
Οι οπαδοί της αντιπολίτευσης ισχυρίζονται ότι έλαβε χώρα εκτεταμένη νοθεία και από τη νύχτα των εκλογών έως σήμερα βρίσκονται στους δρόμους, επιδιώκοντας την ανατροπή του προέδρου. Τις πρώτες δύο ημέρες η κατάσταση εξετράπη πολλές φορές, με την αστυνομία να υπερβαίνει σε πλείστες των περιπτώσεων τις αρμοδιότητές της, αλλά και με μερίδα των διαδηλωτών να προβαίνουν σε ιδιαίτερα βίαιες πράξεις. Ως αποτέλεσμα όλων αυτών προέκυψαν 3 νεκροί διαδηλωτές, εκατοντάδες τραυματίες -121 εκ των οποίων αστυνομικοί – και χιλιάδες συλληφθέντες, το σύνολο σχεδόν των οποίων απελευθερώθηκε 3 ημέρες αργότερα. Από εκεί και μετά η ατμόσφαιρα έγινε λιγότερο βίαιη, οι εκδηλώσεις της αντιπολίτευσης λαμβάνουν χώρα κυρίως κατά τη διάρκεια της ημέρας και η παρουσία της αστυνομίας είναι αρκετά διακριτική.
Όταν ο υπουργός Εσωτερικών ζητάει δημόσια συγγνώμη για την άσκηση υπερβολικής βίας από τις δυνάμεις καταστολής, αντιλαμβάνεται κάποιος ότι πολλά πράγματα δεν έγιναν σύμφωνα με τον νόμο, από αυτούς που έχουν καθήκον να τον διαφυλάττουν. Στην πορεία άρχισαν να εκδηλώνονται και απεργίες σε κρατικά εργοστάσια, απεργίες που βρίσκονται σε εξέλιξη και κανείς δεν γνωρίζει πώς θα καταλήξουν και πώς και πόσο θα επηρεάσουν την κατάσταση.
Πώς, όμως, φτάσαμε ώς εδώ; Τι ήταν αυτό που έδωσε το έναυσμα, ώστε η κοινωνική ειρήνη και συνοχή να τρωθούν, ίσως και ανεπανόρθωτα; Για να δώσουμε απάντηση σε αυτό, θα πρέπει να πάμε πίσω στο 2019, όταν οι σχέσεις Ρωσίας-Λευκορωσίας άρχισαν να κλυδωνίζονται για μια ακόμη φορά. Αιτία, όπως πάντα, οι διαπραγματεύσεις για την ολοκλήρωση των διεργασιών ενοποίησης των δύο χωρών, με βάση συμφωνίες που έχουν υπογραφεί από τον Απρίλιο του 1996.
Αφορμή, όπως πάντα, οι τιμές με τις οποίες η Λευκορωσία προμηθεύεται πετρέλαιο και φύσικό αέριο από τη Ρωσία. Εάν σε αυτά προστεθούν και οι έντονες προσωπικότητες των δύο ηγετών, Αλεξάντερ Λουκασένκο και Βλαντιμίρ Πούτιν, το αποτέλεσμα που προκύπτει είναι η γεννεσιουργός αιτία αυτών που εξελίσσονται σήμερα στη Λευκορωσία. Με τη Ρωσία να πιέζει φορτικά για την ολοκλήρωση των διαδικασιών και τον Αλεξάντερ Λουκασένκο ν’ αρνείται σθεναρά να μετατραπεί από πρόεδρος σε… νομάρχη, από τα μέσα του 2019 ξεκίνησε μια διελκυστίνδα αλληλοκατηγοριών και ανταγωνισμού μεταξύ Μόσχας και Μινσκ, που κορυφώθηκε στα τέλη του έτους, με τη Ρωσία να διακόπτει την παροχή καυσίμων στη Λευκορωσία.
Σε όλο αυτό το χρονικό διάστημα είχαν προηγηθεί διπλωματικά ανοίγματα της Λευκορωσίας τόσο πρός την Ε.Ε. όσο και προς τις Η.Π.Α., με τη Δύση, φυσικά, να σπεύδει πασιχαρής να μπει σφήνα, ανάμεσα στους μέχρι πρότινος στρατηγικούς εταίρους. Η κατάσταση χειροτέρευσε τους πρώτους μήνες του 2020, με τον πρόεδρο Λουκασένκο ν’ αφήνει να εννοηθεί ανοιχτά ότι η Ρωσία τείνει να εξελιχθεί σε απειλή για την ανεξαρτησία της Λευκορωσίας και τα ρωσικά Μέσα Ενημέρωσης να επιτίθενται ενορχηστρωμένα, σε κάθε ευκαιρία, εναντίον του.
Και μπορεί τα ζωτικά συμφέροντα αμφοτέρων ν’ απέτρεψαν την οριστική ρήξη, μπορεί η πραγματικότητα να ώθησε αμφότερες τις πλευρές να επανεφεύρουν ένα modus vivendi, με αποτέλεσμα η κατάσταση να εξομαλυνθεί σχετικά από τον Μάιο και μετά, αλλά η ζημιά είχε ήδη γίνει. Όπως ήταν φυσικό, η Δύση και όσοι εντός Λευκορωσίας τη θεωρούν προσήκουσα λύση «μύρισαν αίμα» κι έσπευσαν να επωφεληθούν της κατάστασης. Οι συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας ενάντια στην κυβέρνηση ξεκίνησαν προεκλογικά και τροφοδοτήθηκαν από την τουλάχιστον άκομψη συμπεριφορά της τελευταίας έναντι υποψηφίων της αντιπολίτευσης, με αποκορύφωμα τη σύλληψη δύο εξ αυτών με κατηγορίες για διαφθορά και φοροδιαφυγή. Κι ενώ είναι πολύ πιθανόν οι κατηγορίες εναντίον τους να ευσταθούν, ο χρόνος που επελέγη για τη σύλληψή τους ήταν ο χείριστος δυνατός, αφού έστελνε το μήνυμα ότι η εξουσία αισθάνεται απειλούμενη.
Εάν σε αυτό προσθέσουμε το γεγονός ότι ο ένας εξ αυτών φερόταν ως ο εκλεκτός της Ρωσίας για την επόμενη μέρα -ήταν ο επικεφαλής τράπεζας άμεσα συνδεδεμένης με τον ρωσικό κολοσσό της Gazprom- εύκολα μπορεί κάποιος ν’ αντιληφθεί τι εντύπωση και ποια συναισθήματα προκάλεσε η κίνηση αυτή στο Κρεμλίνο. Και ως κερασάκι στην τούρτα ήρθε η σύλληψη 33 Ρώσων εργαζομένων στη μισθοφορική εταιρεία Wagner, με κατηγορίες ότι θα διασάλευαν την τάξη τη νύχτα των εκλογών. Όσο, λοιπόν, η λευκορωσική ηγεσία έβαζε στο στόχαστρο τη Μόσχα, η πραγματική απειλή μιας «έγχρωμης επανάστασης» έπαιρνε σάρκα και οστά, υπό την καθοδήγηση εγχώριων και αλλοδαπών κέντρων.
Και τώρα τι, θ’ αναρωτηθεί κάποιος. Η μόνη απάντηση που μπορεί να δοθεί είναι ότι την επόμενη μέρα, όποτε και αν έρθει αυτή, τίποτα δεν θα είναι το ίδιο. Έστω και πολύ αργά, ο Λευκορώσος πρόεδρος αντιλήφθηκε το κόστος της σύγκρουσης με τη Μόσχα και στράφηκε και πάλι προς αυτήν. Οι πρώτες ενδείξεις από την πλευρά Πούτιν είναι θετικές για επαναπροσέγγιση και η ρωσική ρητορική φαίνεται να είναι πιο ενεργά υποστηρικτική τις τελευταίες ώρες. Την ίδια στιγμή, στο εσωτερικό, τόσο η κυβέρνηση όσο και η αντιπολίτευση δίνουν την εικόνα να μην έχουν ξεκάθαρη στρατηγική.
Και εάν για την αντιπολίτευση είναι λογικό, αφού ούτε ξεκάθαρο ηγέτη διαθέτει ούτε την παραμικρή ομοιογένεια (στις τάξεις της μπορεί να βρει κάποιος από ακροαριστερούς έως φανατικούς εθνικιστές και ό,τι μπορεί κανείς να φανταστεί στο ενδιάμεσο, με μοναδική συγκολλητική ουσία την αντίθεσή τους στο πρόσωπο του Αλεξάντερ Λουκασένκο), για την κυβέρνηση σίγουρα αποτελεί έκπληξη. Απόδειξη αποτελεί η τελευταία εξέλιξη, όσο γραφόταν αυτό το άρθρο, ότι ο πρόεδρος της χώρας συνένεσε σε δηλώσεις του στο ενδεχόμενο νέων εκλογών, με τη προϋπόθεση τη σύνταξη και έγκριση νέου Συντάγματος. Ώρες πριν, είχε δηλώσει εμφατικά ότι μόνο μ’ εκείνον νεκρό θα διεξάγονταν νέες εκλογές.