Η προσγείωση στην πραγματικότητα και στη… Στέγη της Κίνας αρχίζει από το αεροδρόμιο της πρωτεύουσας. Με μεγάλους Κινεζικούς χαρακτήρες αναγράφεται «Αεροδρόμιο της Λάσα». Η αντίστοιχη μικροσκοπική Θιβετανική επιγραφή φαντάζει κατάλοιπο ενός οριστικά παρωχημένου παρελθόντος. Αντικρίζονται οι πρώτες απότομες οροσειρές, γυμνοί βράχοι με θαμνώδη βλάστηση. Τα υψόμετρο των 3700 μέτρων δημιουργεί μια περίεργη αίσθηση εξωπραγματικού ακόμη και ήπιας μέθης, η οποία μπορεί εύκολα να οδηγήσει σε δυσάρεστα συμπτώματα ιλίγγου, ναυτίας, δυνατού πονοκεφάλου και κακοδιαθεσίας ή να παραμείνει διάχυτη αίσθηση αποστασιοποίησης. Η περιοχή της Λάσα δεν είναι ιδιαίτερα γραφική. Διασχίζεται από τον ομώνυμο ποταμό Λάσα, παραπόταμο του μεγάλου Γιάρλουνγκ. Κείται όμως σε στρατηγικό σημείο και αποτέλεσε έδρα της Θιβετανικής κυβέρνησης για πολλούς αιώνες.
Ακόμη πιο απρόσμενη είναι η πόλη. Η καινούργια πόλη εκτείνεται προς όλες τις κατευθύνσεις γύρω από την ιστορική πλατεία Μπαρκόρ. Ακολουθεί το χαρακτηριστικό Κινε-ζικό αστικό σχέδιο ορθογώνιων οικοδομημάτων από τούβλο, ομοιόμορφα παραταγμένων, κατά μήκος φαρδιών λεωφόρων. Ο επισκέπτης χάνει γρήγορα το ενδιαφέρον για αυτήν την ατέρμονη παράθεση του ιδίου, είτε είναι κατοικίες, καταστήματα ή δημόσια κτίρια. Η Κίνα βρίθει από παρόμοια αστικά κέντρα, κατασκευασμένα στο πουθενά μέσα σε μια πενταετία, με πληθυσμό προερχόμενο από διάφορα χωριά ή άλλες πόλεις της επικράτειας. Τα κτίσματα οικοδομούνται με σκοπό να φιλοξενήσουν οποιονδήποτε, να υποδείξουν πρότυπα ζωής, συνήθειες και ανάγκες. Η ανέγερση ενός υπερμεγέθους εμπορικού κέντρου προφανώς δεν απορρέει από τις καταναλωτικές προτιμήσεις των κατοίκων. Θα γεμίσει με αγαθά προερχόμενα από άλλες περιοχές, με αποτέλεσμα να δημιουργήσει ένα στερεότυπο προφίλ του καταναλωτή.
Αν δεν πας στο Τζοκάνγκ, δεν έχεις πάει στη Λάσα, λένε με σημασία οι ντόπιοι. Άρα δεν έχεις πάει στο Θιβέτ, συμπληρώνει σιωπηρά ο επισκέπτης. Η Ποτάλα, η κατοικία του Δαλάι Λάμα και έδρα της κυβέρνησής του, αποτελεί το σημερινό σύμβολο του Θιβέτ στον έξω κόσμο, όμως η επιτόπια περιήγηση δίνει μια εντελώς διαφορετική αίσθηση των συμβολισμών και της πραγματικότητας. Το Τζοκάνγκ είναι ο κύριος ναός της Λάσα, κείμενος στο ιστορικό κέντρο της πρωτεύουσας, στην πλατεία Μπαρκόρ, περιτριγυρισμένος από υπαίθρια μαγαζάκια με κάθε λογής θρησκευτικές πραμάτειες και φτηνά ενθύμια της πόλης, όπως συνηθίζεται έξω από κάθε μεγάλο ναό της Ανατολής. Ένα συνεχές πανηγύρι, όπου οι προσκυνητές κάνουν χάζι και οι λιγοστοί Δυτικοί τουρίστες ψάχνουν δήθεν ευκαιρίες. Όλα είναι ήρεμα και πειθαρχημένα, χωρίς τον άναρχο ενθουσιασμό που συνήθως χαρακτηρίζει τέτοιες συναθροίσεις. Η ίδια αυτοσυγκράτηση παρατηρείται και στην ατέλειωτη ουρά των πιστών που περιμένουν υπομονετικά μέχρι και έξι ώρες για να ανάψουν ένα κεράκι και να προσευχηθούν στους Βούδες και στα ιερά πρόσωπα του Θιβετανικού βουδισμού. Έρχονται από μακρινές επαρχίες και κοντινά χωριά, ντυμένοι με τις τοπικές ενδυμασίες ή με τα ρούχα της δουλειάς, οι γυναίκες με τα μωρά δεμένα στην πλάτη μ’ ένα πανί, σιωπηλοί και καρτερικοί, ψιθυρίζοντας προσευχές και κάνοντας γονυκλισίες. Ένα πραγματικό λαϊκό προσκύνημα, ισάξιο της Λούρδης και της Τήνου.
Το Τζοκάνγκ ανεγέρθηκε τον έβδομο αιώνα κατά παραγγελία του βασιλιά Σόνγκτσαν Γκαμπό (617-650) για τις δυο από τις πέντε συζύγους του, τη Νεπαλέζα πριγκίπισσα Μπρικούτι Ντέβι και την Κινέζα πριγκίπισσα Βεντσένγκ. Δέκα τέσσερις αιώνες αργότερα εντυπωσιάζει ακόμη με την εξαιρετική αρχιτεκτονική και την άψογη τεχνική κατασκευή του. Η αρχιτεκτονική σύλληψη, η αισθητική διακόσμηση και η περίπλοκη συμβολική του καταμαρτυρούν τη στενή συγγένεια με τους ναούς της Ινδίας και του Νεπάλ. Περίπλοκοι διάδρομοι, άλλοτε ανηφορίζουν κι άλλοτε βυθίζονται στα έγκατα της γης, για να καταλήξουν σε έναν λαβύρινθο σκοτεινών αιθουσών, αναλόγων των χριστιανικών παρεκκλησιών. Σε κάθε αίθουσα δεσπόζουν επιβλητικές προστάτιδες θεότητες, Βούδες του διαλογισμού, Μποντισάττβα (φωτισμένα όντα με προορισμό να βοηθήσουν όλα τα έμβια όντα να φθάσουν στη φώτιση), άλλοτε με την ευμενή μορφή τους κι άλλοτε με την τρομακτική, ικανή να νικήσει τις κακές ψυχικές ρίζες που εμποδίζουν την πνευματική τελείωση της γνώσης και της ευσπλαχνίας. Ο επισκέπτης, και πολύ περισσότερο ο πιστός, εισέρχεται στον ναό σαν να επιστρέφει στη μήτρα, σύμβολο της πρωταρχικής άδηλης και καθάριας βουδικής φύσης. Ένα κεράκι φέρνει πιο κοντά στη φώτιση… Στο κέντρο του Τζοκάνγκ δεσπόζει ένα μεγαλοπρεπές επίχρυσο άγαλμα του ιστορικού Βούδα Σακυάμουνι. Το έφερε στο Θιβέτ η δεύτερη σύζυγος του βασιλιά Γκαμπό, η Κινέζα πριγκίπισσα Βεντσένγκ, ανιψιά του Κινέζου αυτοκράτορα Τάιτζονγκ της ένδοξης δυναστείας των Τανγκ. Το άγαλμα αποτελεί αντικείμενο διαρκούς φροντίδας. Δυο-τρεις μοναχοί ξεσκονίζουν, βάφουν, αλλάζουν τα ρούχα και περιποιούνται παντοιοτρόπως τον βωμό αυτού του μνημείου της Σινο-Θιβετανικής ένωσης.
Ενώ το Τζοκάνγκ είναι το ζωντανό κέντρο της Θιβετανικής θρησκευτικής ζωής, η Ποτάλα είναι το συμβολικό κέντρο. Εντυπωσιακό κάστρο εννιακοσίων ενενήντα εννέα δωματίων στην αρχική του φάση (637 μ.Χ.), δεσπόζει της Λάσα από την κορυφή του Κόκκινου Λόφου. Θεωρείται το υψηλότερο ακέραιο ανακτορικό συγκρότημα στον κόσμο. Όπως το Τζοκάνγκ, υπέστη κατά καιρούς εκτεταμένες ζημιές, καταστράφηκε ολοσχερώς και ξανακτίστηκε (1645 μ.Χ.) χωρίς να πάψει ποτέ να στέλνει ένα ήρεμο και σταθερό μήνυμα πνευματικού μεγαλείου και ανθρώπινης δεξιοτεχνίας σε ολόκληρη την υφήλιο. Σήμερα έχει ανακηρυχτεί από την UNESCO παγκόσμια πολιτιστική κληρονομιά. Σχεδιάστηκε με τρόπο ώστε να εξασφαλίζει μέγιστη ηλιοφάνεια σε αυτό το παγερό περιβάλλον και άριστο εξαερισμό στην άλλως αποπνικτική ατμόσφαιρα, από τα χιλιάδες καντήλια με προσάναμμα βούτυρο του γιάκ, που μέχρι πρόσφατα αποτελούσαν τον μοναδικό τεχνητό φωτισμό της χώρας. Ακόμη πιο αξιοθαύμαστο είναι το γεγονός ότι το οικοδόμημα κτίστηκε αποκλειστικά με ανθρώπινο μόχθο, ενώ όλα τα υλικά μεταφέρθηκαν στην πλάτη των εργατών από τα μακρινά λατομεία. Η Ποτάλα είναι η συμβολική απεικόνιση της κατοικίας του Μποντισάττβα της ευσπλαχνίας Αβαλοκιτέσβαρα (στα Θιβετιανά Τσενρέζι), του οποίου ενσάρκωση θεωρείται ο εκάστοτε Δαλάι Λάμα. Το οικοδόμημα αναπαράγει τον συμβολισμό του άξονα του κόσμου και του Ινδικού κοσμικού όρους Σουμερού, έτσι ώστε ο πιστός να ευρίσκεται πάντοτε στο κέντρο του (πνευματικού) κόσμου. Στην Ποτάλα κυριαρχεί περισσότερο η αίσθηση του μνημείου και λιγότερο του θρησκευτικού κέντρου. Η ατέλειωτη σειρά τέως κυβερνητικών γραφείων, ιδιωτικών διαμερισμάτων του Δαλάι Λάμα και των προκατόχων του, ναών και χώρων διαλογισμού κορυφώνεται στα μεγαλοπρεπή τσέρτεν, μνημειώδεις παγόδες από ατόφιο χρυσάφι και διακοσμημένες με πολύτιμους λίθους, όπου έχουν ενταφιαστεί οι αποθανόντες Δαλάι Λάμα, από τον πέμπτο μέχρι τον δέκατο τρίτο.
Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ ΦΥΛΛΟ
Μαριάννα Μπενετάτου
Δρ. Συγκριτικής Φιλοσοφίας







































































































