Η 11η Σεπτεμβρίου για τη Λευκορωσία, φέτος, υπήρξε σημαντική και για έναν επιπλέον λόγο, από αυτόν που η συγκεκριμένη ημερομηνία σηματοδοτεί για ολόκληρο τον κόσμο τα τελευταία 15 χρόνια. Και αυτό, διότι ήταν η ημερομηνία διεξαγωγής εκλογών, για την ανάδειξη του κοινοβουλίου της χώρας. Μέσα σε ένα εξαιρετικά πολιτισμένο και άρτια οργανωμένο περιβάλλον, ο λαός της Λευκορωσίας προσήλθε μαζικά στις κάλπες και εξέλεξε τους αντιπροσώπους του στις 110 εκλογικές περιφέρειες της χώρας.
Τα αποτελέσματα κατέδειξαν για μία ακόμη φορά την αδιαμφισβήτητη κυριαρχία των δυνάμεων που πρόσκεινται στον πρόεδρο Αλεξάντερ Λουκασένκο, καθώς ανεξάρτητοι υποψήφιοι που είχαν το χρίσμα της Προεδρίας και υποψήφιοι συμμαχικών κομμάτων κατέλαβαν τις 108 από τις 110 έδρες του Κοινοβουλίου. Για πρώτη φορά είχαμε όχι απλώς συμμετοχή, αλλά και εκλογή μελών της αντιπολίτευσης, παρ’ ότι οι υποψήφιοι των κομμάτων που την απαρτίζουν δεν κατάφεραν να αποσπάσουν, συνολικά, ποσοστό υψηλότερο του 7%, τη στιγμή που μόνο το Κομμουνιστικό Κόμμα (σύμμαχος του Αλεξάντερ Λουκασένκο) κατέγραψε ποσοστό 7,4%, εκλέγοντας 8 βουλευτές. Περίπου το 10% των ψηφοφόρων προτίμησε να καταδείξει τη δυσαρέσκειά του έναντι του συνόλου του πολιτικού συστήματος, ψηφίζοντας «εναντίον όλων».
Παρά την ξεκάθαρη εκδήλωση, για πολλοστή φορά, λοιπόν, του λαϊκού αισθήματος, υπέρ της κυβερνητικής πολιτικής και των αντιπροσώπων της, όπως πάντα βρέθηκαν οι «συνήθεις ύποπτοι», που θα έθεταν την όλη διαδικασία εν αμφιβόλω. Αυτήν τη φορά στο στόχαστρο βρέθηκε το ποσοστό συμμετοχής, το οποίο, σύμφωνα με τα επίσημα αποτελέσματα, κυμάνθηκε λίγο κάτω του 75%. Κατά τους… «ανεξάρτητους» εγχώριους καλοθελητές, όμως, αυτό ήταν περίπου 40%, κάτι που, αν είχε σχέση με την πραγματικότητα, θα καθιστούσε τις εκλογές άκυρες. Μόνο που αυτήν τη φορά, τις καταγγελίες τους δεν υιοθέτησαν ούτε οι δυτικοί παρατηρητές του Οργανισμού για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη, που βρέθηκαν στη χώρα για να επιβλέψουν της εκλογές (ανάμεσά τους και οι Έλληνες βουλευτές Γ. Βαρεμένος και Αν. Γκάρα, καθώς και ο Γ. Χαμπούρης, από τη Διεύθυνση Διεθνών Σχέσεων & Οργανισμών του Ελληνικού Κοινοβουλίου).
Σε ανακοίνωσή του, μετά το πέρας της διαδικασίας, ο ΟΑΣΕ, χρησιμοποιώντας σαφώς ηπιότερη γλώσσα σε σχέση με το παρελθόν, αφού παραδέχθηκε τα βήματα προόδου που έχουν πραγματοποιηθεί, εστίασε την κριτική του στο πράγματι σφιχτό νομοθετικό εκλογικό περιβάλλον, καθώς και σε κάποιες ανησυχίες, σχετικά με την καταμέτρηση των ψήφων. Παρ’ ότι στην επίσημο ανακοινωθέν γίνονται αναφορές σε μακροχρόνιες παθογένιες στην εκλογική διαδικασία και κριτική στη δυσανάλογη προβολή των φιλοκυβερνητικών υποψηφίων σε σχέση με αυτους της αντιπολίτευσης, πουθενά δεν υπάρχει αναφορά για νόθευση του αποτελέσματος, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Αυτό, φυσικά, δεν πτόησε τους… καθ’ έξιν και κατ’ επάγγελμα ντόπιους καταγγέλοντες, από το να γεμίσουν τον προνομιακό γι’ αυτούς χώρο του Διαδικτύου, με τις ευφάνταστες καταγγελίες τους.
Ας δούμε, όμως, πως όντως έχουν τα πράγματα. Την ημέρα των εκλογών πραγματοποιήσαμε μια μεγάλη περιοδία σε πολλά εκλογικά τμήματα του Μινσκ. Πράγματι, η εικόνα που αντικρύσαμε θα μπορούσε να βάλει σε σκέψεις κάποιον, χωρίς προηγούμενη εμπειρία και γνώση, σχετικά με την προσέλευση του κόσμου. Παραδοσιακά, στην πρωτεύουσα υπάρχει μειωμένο ποσοστό συμμετοχής, περίπου 15% λιγότερο του συνολικού. Επιπλέον, ο καλός καιρός του σαββατοκύριακου οδήγησε πολλούς κατοίκους στα εξοχικά τους, με αποτέλεσμα όχι μόνο στα εκλογικά τμήματα, αλλά και σε ολόκληρη την πόλη, η κίνηση να είναι μειωμένη. Μονο που αρκετοί εξ αυτών επέλεξαν να ψηφίσουν εκ των προτέρων (early voting), κατά την τελευταία εβδομάδα της προεκλογικής εκστρατείας, καθώς η εκλογική νομοθεσία (όπως και σε πλείστα δυτικά κράτη, Ελβετία, Σουηδία, Γερμανία, Η.Π.Α. κ.λπ.) παρέχει στους πολίτες αυτό το δικαίωμα. Έτσι, σύμφωνα με την Κεντρική Εκλογική Επιτροπή, το 31% των ψηφοφόρων ψήφισε, κάνοντας χρήση του παραπάνω δικαιώματος. Αν σε αυτό το ποσοστό συνυπολογιστούν αρκετές χιλιάδες ψήφων, που συνελεγήσαν στις «κατ’ οίκον κάλπες» (πρόκειται για περιφερόμενες κάλπες, σε σπίτια πολιτών που αντιμετωπίζουν κινητικές αναπηρίες και νοσοκομεία, ούτως ώστε όλοι να έχουν την ευκαιρία να ασκήσουν το εκλογικό τους δικαίωμα), μπορούμε να καταλάβουμε ότι κάθε άλλο παρά εξωπραγματικό είναι το ποσοστό της τάξεως του 75%.
Μία άλλη «καταγγελία» της αντιπολίτευσης υπήρξε ότι τα ποσοστά των υποψηφίων της στις ψήφους του early voting ήσαν δυσανάλογα περιορισμένα, συγκρινόμενα με αυτά της κανονικής κάλπης. Μόνο που και αυτό έχει την εξήγησή του. Τα Σώματα Ασφαλείας, ο Στρατός, τα Πανεπιστήμια και οι Δημόσιες Υπηρεσίες είναι αυτοί που μαζικά ψηφίζουν εκ των προτέρων. Σε αυτούς τους χώρους, είναι φυσικό η απήχηση των φιλοκυβερνητικών υποψηφίων να είναι σημαντικά υψηλότερη, με δεδομένα τα χαρακτηριστικά της λευκορωσικής κοινωνίας. Για όσους, δε, νομίζουν ότι το 31% είναι πολύ υψηλό για early voting, τους παραπέμπουμε στο 27% των εκλογών στη Νορβηγία το 2009 και στο 30,8% των προεδρικών εκλογών του 2008 στις Η.Π.Α.
Κλείνοντας αυτό το μικρό οδοιπορικό στις κοινοβουλετικές εκλογές της Λευκορωσίας, αξίζει να αναφέρουμε τις άριστες εντυπώσεις που αποκόμισαν από την ολιγοήμερη παραμονή τους στη χώρα οι Έλληνες παρατηρητές. Έχοντας παραστεί κάποιοι εξ αυτών και σε προηγούμενες διαδικασίες, δεν ήταν δυνατόν να μην παρατηρήσουν την εκρηκτική πρόοδο που έχει σημειώσει η χώρα τα τελευταία χρόνια σε όλους τους τομείς και αυτό παρά τα οικονομικά προβλήματα που έχουν προκύψει, από τη στιγμή που επιβλήθηκαν οι δυτικές κυρώσεις προς τη Ρωσία, στρατηγικό εταίρο της Λευκορωσίας. Αυτήν ακριβώς την πρόοδο και σταθερότητα, επιβράβευσαν με την ψήφο τους στις 11 Σεπτεμβρίου οι πολίτες της χώρας, στέλνοντας ηχηρό μήνυμα προς όλους, εντός και εκτός της επικράτειας.