Σαν σήμερα το 1971 πέθανε ο ποιητής της ροκ που άφησε πίσω του χιλιάδες ιστορίες, στις οποίες πρωταγωνιστούσε ο ίδιος. Το όνομά του ήταν Τζιμ Μόρισον.
«This is the end my only friend» τραγουδούσε και το κοινό τον αποθέωνε. Όταν όμως ήρθε το τέλος κανείς δεν μπορούσε να συνειδητοποιήσει ότι οι στίχοι προμήνυαν το κακό.
«Λέω να σκηνοθετήσω τον θάνατό μου για να ξεπουλήσουμε» είχε δηλώσει το 1966. Κανένα τέτοιο εγχείρημα δεν χρειάστηκε να γίνει, καθώς η αναγγελία του θανάτου του εκτόξευσε τις πωλήσεις των Doors στα ύψη.
Σαν σήμερα πριν από 43 χρόνια, οι αρμόδιες αρχές στο Παρίσι ανέφεραν τον θάνατο του 27χρονου Τζιμ Μόρισον. Η επίσημη εκδοχή είναι ότι η σύντροφος του Pamela Courson τον βρήκε νεκρό στη μπανιέρα του σπιτιού που έμεναν στο Παρίσι. Ως αιτία θανάτου του δόθηκε η καρδιακή προσβολή. Αυτοψία δεν έγινε ποτέ γιατί ο γιατρός που τον εξέτασε είπε ότι δεν βρήκε στοιχεία εγκληματικής ενέργειας.
Το συγκεκριμένο γεγονός καλλιέργησε πολλές θεωρίες συνωμοσίας γύρω από το θάνατό του, καθώς την πραγματική ιστορία καλύπτει ένα πέπλο μυστηρίου, που κανείς δεν κατάφερε ποτέ να τραβήξει.
Για το τι έγινε στην Πόλη του Φωτός κανένας δεν είναι σε θέση να επιβεβαιώσει. Μια εκδοχή αναφέρει ότι ο Μόρισον έπασχε από κατάθλιψη, του έλειπε η Αμερική κι έψαχνε διέξοδο στα ναρκωτικά. Μια άλλη υποστηρίζει ότι η κατάθλιψη τον έστρεψε στο φαγητό, πήρε πολλά κιλά και δεν υπήρχε καμία καλλιτεχνική έμπνευση. «Τυφλωμένος» από τους δικούς τους προσωπικούς δαίμονες, άρχισε να δηλώνει παραίτηση από την ίδια του τη ζωή.
Το IQ του Τζιμ Μόρισον «άγγιζε» το 149. Ήταν ένας άνθρωπος με υψηλότατο IQ, μόρφωση και πνευματική καλλιέργεια, με επιρροές από σκοτεινούς ποιητές και συγγραφείς, από Γουίλιαμ Μπλέικ, Μποντλέρ και Ρεμπό και πολλούς άλλους.
Η ζωή του ήταν γεμάτη από περιπέτειες. Γεννήθηκε στις 8 Δεκεμβρίου του 1943 στη Φλόριντα, σε μια δεμένη και συντηρητική οικογένεια. Ο πατέρας του ήταν ναύαρχος στη Χαβάη. Ο Τζέιμς μεγάλωσε στη Φλόριντα με τη μαμά, τη γιαγιά, τον παππού και τα αδέρφια του. Ήταν από μικρός εξαιρετικός κολυμβητής και πολύ καλός μαθητής, με γρήγορη αντίληψη. Έδειχνε ενδιαφέρον για την ποίηση, τη θρησκεία, τη φιλοσοφία. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο της Φλόριντα, συνέχισε σε Κολέγιο του Λος Αντζελες, όπου έκανε σπουδές πάνω στον κινηματογράφο.
Μετά την αποφοίτησή του απομακρύνθηκε από την οικογένεια του και ξεκίνησε να ζει μια μποέμικη ζωή, παρέα με τον συμμαθητή του Ρέι Μανζάρεκ. Οι δυο τους ήταν τα πρώτα μέλη των Doors, το όνομα των οποίων εμπνεύστηκε από το βιβλίο του Aldous Huxley «The Doors of Perception» (Οι πόρτες της αντίληψης).
Το ’66, οι Doors παρουσιάζουν το «Light my fire» που φτάνει στο νούμερο ένα των τσαρτς και τους κάνει διάσημους. Το κοινό εκστασιάζεται με τη μουσική, τους στίχους και τη σκηνική παρουσία του Μόρισον, ο οποίος, σύμφωνα με τις δηλώσεις του, αρχικά ντρεπόταν υπερβολικά να βγει στη σκηνή και χρειάστηκε να αντιγράψει άλλους σταρ για να μπορέσει να σταθεί μπροστά στο κοινό. Το ’67 έρχεται το «Breaking through» και το «People are strange», ακολουθεί το «Alabama song» και μια νεαρή τότε γενιά ανακαλύπτει τον Τζιμ και χορεύει στους ψυχεδελικούς ρυθμούς των Doors.
Ο ίδιος δηλώνει αργότερα: «Είμαι απλώς ένας έξυπνος, ευαίσθητος άνθρωπος, ο οποίος διαθέτει την ψυχή ενός κλόουν, που πάντα εκδηλώνεται την πιο κρίσιμη στιγμή…». Χιλιάδες άνθρωποι τον ακολουθούν στις συναυλίες του και ανακαλύπτουν το αληθινό πρόσωπο του Τζιμ. Κυκλοθυμικός , δημιουργικός, κεφάτος, γυμνός, ντυμένος…
Ιστορίες πολλές. Αφηγήσεις για την έντονη ζωή του χιλιάδες. Τραγούδια, εικόνες της εποχής αντικατόπτριζαν την αντισυμβατική του σκέψη. Βίωνε όλα τα συναισθήματα στα άκρα: αγάπη,μίσος,θλίψη,χαρά…
«Oh, don’t ask why, οh, don’t ask why, I tell you, I tell you, I tell you we must die…» τραγουδούσε. Και κάπως έτσι στις 03 Ιουλίου 1971 φθάνουμε στον θάνατο του. Η επιγραφή που υπάρχει στον τάφο του αναφέρει στα ελληνικά: «Κατά τον δαίμονα εαυτού». Θεοί και δαίμονες κυρίευσαν το μυαλό του, τη ψυχή του και κάπως έτσι αποχαιρέτισε το πλήθος που ζούσε για να τον αποθεώνει.