ΕΡΕΥΝΑ – ΚΕΙΜΕΝΟ
Γιώργος Πάλλης
O μικρός ναός του Αγίου Νικολάου στην οδό Δωδεκανήσου στο Μαρούσι, απέναντι από την Παναγία Νεραντζιώτισσα, δεν προϊδεάζει τον περαστικό, ούτε και τον προσκυνητή, για τη σημαντική του ιστορία. Το ταπεινό κτίσμα που στέκει τριγυρισμένο από έναν παραμελημένο χώρο πρασίνου, δίνει την εντύπωση ότι δεν είναι καθόλου παλιό – ιδιαίτερα μετά την πρόσφατη επισκευή του (εικ. 1). Ωστόσο, κρύβει «μυστικά» που ξεκινούν από την αρχαιότητα.
Η τοποθεσία
Ο Άγιος Νικόλαος βρίσκεται σε μία από τις πιο ιστορικές και όμορφες -άλλοτε- τοποθεσίες του Αμαρουσίου, το ύψωμα του Πέλικα, από όπου ήταν κάποτε ορατό μεγάλο μέρος της πεδιάδας της Αθήνας. Έχει από παλαιά προταθεί ότι στον Πέλικα βρισκόταν το αρχαίο ιερό της Αμαρυσίας Αρτέμιδας των Αθμονέων, την ύπαρξη του οποίου γνωρίζουμε από λίγες επιγραφές και πηγές της Αρχαίας Γραμματείας, ωστόσο η ακριβής θέση του εξακολουθεί να μας διαφεύγει. Ο μικρός ναός του Αγίου Νικολάου έχει, όπως θα δούμε στη συνέχεια, τον δικό του ρόλο στη σχετική αναζήτηση.
Βέβαιο είναι ότι στο ίδιο ύψωμα βρισκόταν ο κύριος οικισμός του Αμαρουσίου των οθωμανικών χρόνων, ως τον 18ο αιώνα, οπότε άρχισε να μετακινείται προς το σημερινό κέντρο του Δήμου. Ό,τι απομένει πλέον από εκείνον τον οικισμό, είναι τρεις μικρές εκκλησίες κτισμένες σε πολύ μικρή απόσταση μεταξύ τους: η Νεραντζιώτισσα, ο Άγιος Νικόλαος και ο Άγιος Ιωάννης – ο τελευταίος φέρει και την επωνυμία «Πέλικας». Ανάμεσα και γύρω από τους ναούς αυτούς, μπορούμε να φανταστούμε τα ταπεινά σπίτια εκείνου του οικισμού, αλλά και έναν μικρό πύργο, κατάλοιπα του οποίου μαρτυρείται ότι σώζονταν ως τον 19ο αιώνα.
Το χρονικό του ναού
Ο Άγιος Νικόλαος εμφανίζεται πρώτη φορά σε γραπτές πηγές -χωρίς να κατονομάζεται- το 1729, όταν τον επισκέφθηκε ο αββάς Μισέλ Φουρμόν, ένας Γάλλος περιηγητής και κυνηγός αρχαιοτήτων. Ο Φουρμόν κατέγραψε μία επιγραφή του ιερού της Αμαρυσίας Αρτέμιδος, η οποία βρισκόταν εντοιχισμένη στον ναό· έκτοτε την είδαν και άλλοι περιηγητές και αρχαιολόγοι, από τους οποίους πληροφορούμαστε και το όνομα. Γνωρίζουμε λοιπόν ότι επρόκειτο για ένα κτίσμα που υφίστατο ήδη το 1729 αλλά οπωσδήποτε θα ήταν παλαιότερο. Για τον ακριβή χρόνο ίδρυσής του δεν υπάρχει όμως καμία άλλη πληροφορία. Δεν αποκλείεται να είχε οικοδομηθεί από τον 16ο αιώνα, εποχή μεγάλης άνθισης του οικισμού, όταν ανεγέρθηκαν επίσης η Νεραντζιώτισσα και -πιθανώς- ο Άγιος Ιωάννης.
Μετά το 1729, επικρατεί σιγή για την τύχη του Αγίου Νικολάου. Τον ξανασυναντούμε το 1833 στην πρώτη απογραφή των ναών του Αμαρουσίου, να αναφέρεται ανάμεσα στα ερειπωμένα παρεκκλήσιά του. Η ερείπωση είναι προφανώς αποτέλεσμα των καταστροφών των χρόνων της Επανάστασης, όταν το Μαρούσι λεηλατήθηκε επανειλημμένα από τουρκικά στρατεύματα και οι χωρικοί αναγκάστηκαν να το εγκαταλείψουν.
Μετά την Επανάσταση και την ίδρυση του ελληνικού κράτους, η επισκευή των πολλών μικρών ναών της υπαίθρου ήταν αδύνατη, λόγω των οικονομικών δυσχερειών. Η Αττική βρέθηκε γεμάτη με εξωκκλήσια αλλά και μεγαλύτερες εκκλησίες και μοναστήρια που κατέρρεαν και χρησιμοποιούνταν ακόμα και για τον σταυλισμό ζώων. Αυτή ήταν η τύχη του Αγίου Νικολάου, όπως και της Νεραντζιώτισσας· μόνο ο Άγιος Ιωάννης επισκευάστηκε και ξαναλειτούργησε το 1861. Ο γερμανικός αρχαιολογικός χάρτης της περιοχής, του 1879, σημειώνει τον Άγιο Νικόλαο ως ερειπωμένο ναό.
Σε αυτή την κατάσταση τον βρήκαν ο Γεώργιος Λαμπάκης, ο πρώτος Έλληνας βυζαντινολόγος, και ο ζωγράφος Φώτης Κόντογλου. Ο Λαμπάκης επισκέφθηκε τα ερείπιά του το 1902 και κράτησε επιγραμματικές σημειώσεις, με πολύτιμα όμως στοιχεία. Ο Κόντογλου, που τον είδε πιθανότατα τη δεκαετία του 1940, μας άφησε μια σύντομη, λογοτεχνική περιγραφή, χρήσιμη όμως και από αρχαιολογικής σκοπιάς.
Ακολούθησε η ανοικοδόμηση του ναού το 1953, έργο το οποίο επιμελήθηκε ο αείμνηστος Μαρουσιώτης εργολάβος Βαγγέλης Πετρούτσος, Το 1970 προστέθηκε μία ακαλαίσθητη τζαμαρία στα δυτικά, ενώ το κτίσμα επιχρίστηκε εξωτερικά με τρόπο επίσης αταίριαστο – μία απομίμηση λιθοδομής που διατηρείται έως σήμερα. Το 1995 αμέσως νότια του ναού διανοίχτηκε το όρυγμα του ανισόπεδου κόμβου της Νεραντζιώτισσας, που διευκόλυνε μεν την οδική κίνηση στην περιοχή, αλλά αλλοίωσε και υποβάθμισε τον ως τότε αμιγώς οικιστικό χαρακτήρα της.
Σήμερα ο ναός υπάγεται ως παρεκκλήσιο στην ενορία των Αγίων Αναργύρων Αμαρουσίου, η οποία επιμελείται τη συντήρησή του και την ετήσια πανήγυρη.
Η αρχιτεκτονική του μορφή
Ο αρχικός ναός δεν πρέπει να διέφερε πολύ στη γενική του μορφή από τον σημερινό: ήταν δηλαδή μια μικρή ορθογώνια αίθουσα στεγασμένη με λιθόκτιστη καμάρα, με την κόγχη του ιερού βήματος στα ανατολικά. Ο σύγχρονος ναός υψώθηκε επάνω στα κατάλοιπα των τοίχων του αρχικού, που διατηρούνταν σε ύψος ενός περίπου μέτρου. Όπως συνέβαινε στα κτίσματα της εποχής, ως οικοδομικό υλικό είχαν επαναχρησιμοποιηθεί πολλοί αρχαίοι λίθοι, ορισμένοι από τους οποίους εξακολουθούν να διακρίνονται κατά τόπους (εικ. 2).

Το 1995, κατά τη διάρκεια των εργασιών κατασκευής του ανισόπεδου κόμβου, βρέθηκε πολύ κοντά στον ναό ένα ανάγλυφο αρχιτεκτονικό μέλος του 6ου ή 7ου αιώνα μ.Χ., το οποίο αποτελούσε μάλλον το ανώφλι της εισόδου του. Στην κάτω πλευρά του διακρίνεται η βάθυνση για τον στροφέα της θύρας (εικ. 3). Το εύρημα φυλάσσεται στις αποθήκες της Εφορείας Αρχαιοτήτων Ανατολικής Αττικής.

Οι τοιχογραφίες
Ο Άγιος Νικόλαος διέθετε τοιχογραφίες στο εσωτερικό του, ορισμένες από τις οποίες διατηρούνταν ακόμη όταν είχε ερειπωθεί. Από τις σημειώσεις του Γεωργίου Λαμπάκη πληροφορούμαστε ότι στον νότιο τοίχο του ναού υπήρχε απεικόνιση του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, επάνω στην οποία είχε χαραχθεί από κάποιον προσκυνητή η χρονολογία 1754, ως ενθύμηση της επίσκεψής του.
Πολύ αργότερα, ο Φώτης Κόντογλου είδε την παράσταση της Θεοτόκου Βρεφοκρατούσας στην αψίδα του ιερού, σε κακή μεν κατάσταση, αλλά ακόμα αναγνωρίσιμη. Ό,τι είχε απομείνει από τα έργα αυτά αφαιρέθηκε ή καλύφθηκε κατά την ανοικοδόμηση του ναού στις αρχές του ’50. Σήμερα το εσωτερικό καλύπτεται πλήρως από νέες τοιχογραφίες.
Το τέμπλο
To 1902 o Γεώργιος Λαμπάκης κατέγραψε έναν κίονα εντοιχισμένο στο τέμπλο του ερειπωμένου ναού. Επάνω στον κορμό του υπήρχε χαραγμένος ένας σταυρός μέσα σε κύκλο, με τα αρχικά IC XC NI KA (Ἰησοῦς Χριστὸς Νικᾶ) γύρω του. Από την πληροφορία αυτή προκύπτει ότι το τέμπλο θα είχε τη μορφή ενός κτιστού τοίχου με θύρες και με τοιχογραφίες αντί εικόνων στην πρόσοψη. Τα κτιστά τοιχογραφημένα τέμπλα διαδόθηκαν ιδιαίτερα στην Αττική κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα – σε αυτό τον τύπο και στην ίδια εποχή ανήκει και το σωζόμενο της Νεραντζιώτισσας.
Από το τέμπλο του Αγίου Νικολάου διατηρείται σήμερα μόνον ο κίονας με τον χαραγμένο σταυρό, τοποθετημένος αριστερά της εισόδου της Νεραντζιώτισσας (εικ. 4). Στο σημείο αυτό πρέπει να μεταφέρθηκε από τον φιλόλογο Χρήστο Ηλιόπουλο το 1923, κατά την ανακαίνιση της Νεραντζιώτισσας, η οποία έγινε τότε με τη φροντίδα του.

Η επιγραφή
της Αμαρυσίας Αρτέμιδος
Στον Άγιο Νικόλαο βρισκόταν εντοιχισμένη μία από τις τρεις αρχαίες επιγραφές που διασώθηκαν από το ιερό της Αμαρυσίας Αρτέμιδος. Επρόκειτο για ένα από τα ορόσημα (πινακίδες) του τεμένους του -της ιερής γης του- και χρονολογείται στους ρωμαϊκούς χρόνους (εικ. 5). Όπως σημειώθηκε, πρώτος την επεσήμανε το 1729 ο Μισέλ Φουρμόντ· αργότερα την είδαν και άλλοι περιηγητές και αρχαιολόγοι, ανάμεσά τους και ο Λουδοβίκος Ρος, πρώτος καθηγητής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, ο οποίος σημείωσε ότι βρισκόταν στο εσωτερικό μιας εκκλησίας στους πρόποδες του μικρού υψώματος του Πέλικα.

Tελευταίος είδε την επιγραφή το 1867 ο δάσκαλος Δημήτριος Πανταζής, ο οποίος μάλιστα είναι ο πρώτος που ανέφερε το όνομα του ναού. Έκτοτε τα ίχνη του λίθου χάθηκαν: είτε κλάπηκε, είτε βρίσκεται θαμμένος κάπου στον περίγυρο της εκκλησίας. Ο ιστορικός Νίκος Μοσχονάς, μεταφέρει στο πρόσφατο βιβλίο του για τη Νεραντζιώτισσα την πληροφορία ότι η επιγραφή βρέθηκε ξανά το 1996, στις εργασίες κατασκευής του κόμβου, κάτι που έως τώρα δεν έχει ανακοινωθεί από την Αρχαιολογική Υπηρεσία.
Σε κάθε περίπτωση, η εύρεση της επιγραφής στον Άγιο Νικόλαο δεν σημαίνει υποχρεωτικά ότι ήταν αρχικά τοποθετημένη εκεί – ότι δηλαδή το τέμενος του ιερού εκτεινόταν έως αυτό το σημείο, του Πέλικα. Η θέση παρείχε μεν πολλά φυσικά πλεονεκτήματα, αλλά οι αρχαίοι λίθοι «ταξίδευαν» από τόπο σε τόπο κατά τους αιώνες μετά την αρχαιότητα, όταν χρησιμοποιούνταν ως απλό οικοδομικό υλικό. Η άλλη επιγραφή του τεμένους που γνωρίζουμε, βρίσκεται αρκετά μακριά, σε έναν άλλο Άγιο Νικόλαο, στο ερειπωμένο εκκλησάκι δίπλα στο γήπεδο του μπάσκετ στη συνοικία του Αγίου Θωμά. Στον ίδιο τον Πέλικα δεν έχουν εντοπιστεί ποτέ ίχνη αρχαίων κτισμάτων, ούτε και αρχαίας λατρείας. Η αναζήτηση της θέσης του ιερού παραμένει λοιπόν ανοικτή.
Από τον Άγιο Νικόλαο του Πέλικα προέρχεται τέλος και μία ταφική επιγραφή των πρώτων χριστιανικών αιώνων, που σώζει το όνομα ενός ζεύγους, του Ερμή και της Φιλίνας. Ίσως προέρχεται από κάποιο νεκροταφείο που σχετίζεται με τους πρώτους χριστιανικούς ναούς της περιοχής. Σήμερα φυλάσσεται στο Επιγραφικό Μουσείο στην Αθήνα.
Ο Φώτης Κόντογλου στον Άγιο Νικόλαο στον Πέλικα
Ο μεγάλος ζωγράφος και λογοτέχνης Φώτης Κόντογλου (1895-1965), που εισηγήθηκε την αναβίωση της βυζαντινής ζωγραφικής στη νεοελληνική εκκλησιαστική τέχνη, περιηγούνταν τακτικά τις εξοχές της Αττικής και θαύμαζε τα αμέτρητα εξωκκλήσια της, στα οποία εύρισκε πνευματικό καταφύγιο. Τακτικός αρθρογράφος στην εφημερίδα “Ελευθερία” κατά τη δεκαετία του 1950, δημοσίευσε στις 3 και 10 Απριλίου του 1955 ένα κείμενο με τίτλο «Στα Ερημοκκλήσια», όπου περιέγραψε μερικά από τα εξωκκλήσια του Αμαρουσίου, με την ιδιαίτερη γραφή του. Το κείμενο αυτό αναδημοσιεύτηκε κατόπιν σε διάφορα έντυπα και στην έκδοση του Ιστορικού και Λαογραφικού Μουσείου του Δήμου Αμαρουσίου Εκκλησίες και θρησκευτική ζωή στο παληό Μαρούσι. Περιγραφές – μαρτυρίες (1994), σε επιμέλεια του Γιώργου Σαρηγιάννη. Αναδημοσιεύουμε εδώ το απόσπασμα που αφορά στον Άγιο Νικόλαο:
Ἀντίκρυ στὴ Νεραντζιώτισσα εἶναι ἕνα μικρὸ γυμνοβούνι, καὶ λένε πὼς ἐκεῖ ἀπάνω εἴτανε χτισμένος πρὸ χιλιάδες χρόνια ὁ ναὸς τῆς Ἁμαρυσίας Ἀρτέμιδος. Χαμηλὰ βρίσκεται ἕνα ρημοκκλήσι γκρεμισμένο, ὁ ἅγιος Νικόλαος. Στέκεται ὄρθιο τὸ μισὸ κτίριο μαζὶ μὲ τὴ χυβάδα τοῦ ἱεροῦ, καὶ ξεχωρίζει ἀκόμα ἡ Πλατυτέρα, φαγωμένη ἀπὸ τὶς βροχές. Πολλὲς φορὲς κάθισα κ’ ἔκανα τὴν προσευχή μου μὲ μεγάλη κατάνυξη σ’ αὐτὸ τὸ χάλασμα. Ἡ ρεπιασμένη ὄψη του τὸ κάνει πιὸ σεβάσμιο καὶ πιὸ ταπεινό. Οἱ πέτρες ἀπὸ τὸν καιρὸ χωρίσανε ἡ μία ἀπὸ τὴν ἄλλη, κ’ εἶναι σκεπασμένες ἀπὸ μούσκλια κι’ ἀγριόχορτα, οἱ σουβάδες εἶναι μαυροκιτρινισμένοι ἀπὸ τὴ μούχλα, καὶ τὰ ἐρημικὰ ἀγριολούλουδα ἀνεμίζονται ντροπαλὰ στοὺς χαλασμένους τοίχους, σὰν νὰ προσκυνᾶνε τὴν Παναγία ποὺ κάθεται μέσα στὴ χυβάδα. Τὸ ἅγιο πρόσωπό της εἶναι σκεπασμένο ἀπὸ χορταράκια, τὰ χέρια της μαυρίσανε, ὁ Χριστὸς ποὺ κρατᾶ στὰ γόνατά της εἶναι μισοσβυσμένος, ὁ θρόνος της εἶναι καταφαγωμένος ἀπὸ τὰ νερὰ κι’ ἀπὸ τὸν ἀγέρα. Ἀπάνω στὸ ροῦχο της μολυντήρια καὶ γουστέρες περπατᾶνε, μελίσσια καὶ χρυσόμυγες τῆς ψέλνουνε τὸ «Ἐπὶ σοὶ χαίρει, Κεχαριτωμένη, πᾶσα ἡ κτίσις», σφαλάγκια τῆς ὑφαίνουνε «σκηνὴν περισκέπουσαν». Ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους τὴ θυμοῦνται μονάχα κάποιες γυναῖκες φτωχὲς χωριάτισες, «τὰ ταπεινὰ καὶ τὰ ἐξουθενωμένα», καὶ πᾶνε κι’ ἀνάβουνε ἕνα καντήλι ποῦναι σφαλισμένο μέσα σ’ ἕνα φανάρι ὁποὺ κρέμεται ἀπόνα καρφί. Καμμιὰ φορὰ βρίσκεται κ’ ἕνα λιβανιστήρι ἀπάνω στὴν ἁγία τράπεζα.