Πριν από λίγους μήνες, ο Μαρουσιώτης Μιχάλης Κρητικός κατέκτησε τον τίτλο του συγγραφέα της καλύτερης διδακτορικής διατριβής στην Ευρώπη, σε ζητήματα ευρωπαϊκής ενοποίησης, έπειτα από συμμετοχή του σε σχετικό διαγωνισμό. Ο διαγωνισμός UACES (University Association for European Studies) έχει καταστεί θεσμός για τα ευρωπαϊκά ακαδημαϊκά δεδομένα και θεωρείται αρκετά «σκληρός», λόγω του εύρους της θεματολογίας του, της πανευρωπαϊκής του διάστασης, αλλά και της αίγλης του οργανισμού που τον διοργανώνει.
Συνέντευξη στην Τάνια Κατσάνη
Η πρωτιά του ανέδειξε ένα μεγάλο σύγχρονο κοινωνικό πρόβλημα, αυτό της φυγής των νέων επιστημόνων στο εξωτερικό. Ακόμη και για ανθρώπους σαν τον Μ. Κρητικό, ο οποίος δηλώνει απερίφραστα την αγάπη για την ιδιαίτερη πατρίδα του, για τα δημόσια σχολεία του Αμαρουσίου στα οποία φοίτησε και τους καθηγητές που είχε, όντας ο ίδιος απόφοιτος του 3ου Λυκείου Αμαρουσίου. Μάλιστα, ζητά να μπορέσει να έρθει σε επαφή με τον μαθητικό πληθυσμό του Αμαρουσίου: «Θέλω να μπορέσω να μοιραστώ τις εμπειρίες μου και να τους βοηθήσω στην πορεία αναζήτησης επαγγελματικού προσανατολισμού. Δεν έχουν νόημα οι διεθνείς διακρίσεις και βραβεύσεις, εάν δεν δημιουργούν μια θετική παραγωγική δυναμική και δεν αποφέρουν αποτελέσματα πεδίου σε ένα ευρύτερο επίπεδο». Στη συνέντευξη που παραχώρησε στην «ΑΜΑΡΥΣΙΑ», καταθέτει τους προβληματισμούς του για την ελληνική εκπαίδευση, καθώς και για τις ευκαιρίες που, δυστυχώς, δεν δίνονται στους νέους Έλληνες ερευνητές. Από την άλλη όμως, θεωρεί ότι παράγεται και αξιόλογο έργο, γι’ αυτό και ο ίδιος κατάφερε να διακριθεί.
Κύριε Κρητικέ, πριν ένα χρόνο περίπου κερδίσατε το πρώτο βραβείο στον διαγωνισμό για την καλύτερη διδακτορική διατριβή σε Ευρωπαϊκές Σπουδές από την Πανευρωπαϊκή Ένωση Πανεπιστημίων που ειδικεύονται σε θέματα Σύγχρονων Ευρωπαϊκών Σπουδών. Ταυτόχρονα κατακτήσατε και τον αντίστοιχο ελληνικό τίτλο. Τι σημαίνουν για εσάς αυτές οι διακρίσεις;
Σημαίνουν κυρίως ότι οι πολύχρονοι κόποι και θυσίες πολλές φορές επιβραβεύονται και αυτή η ηθική ικανοποίηση είναι ένα ιδιαίτερα κρίσιμο επιστέγασμα, κυρίως όταν παλεύεις με ιδέες και την ανάλυση της θεσμικής εφαρμογής τους. Ειδικά όταν ενημερώθηκα ότι πρώτη φορά απονέμεται ένα τέτοιο βραβείο σε Νοτιοευρωπαίο, η χαρά ήταν ακόμη μεγαλύτερη, καθώς «έσπασε» μια αρνητική παράδοση. Για να είμαι απόλυτα ειλικρινής, μόλις πληροφορήθηκα το συγκεκριμένο νέο, το μυαλό μου οδηγήθηκε κατευθείαν στους δικούς μου ανθρώπους, που στερήθηκαν την παρουσία μου για τόσα χρόνια και οι οποίοι απέδειξαν αξιοζήλευτη υπομονή και καρτερία, ενισχύοντάς με ψυχολογικά πάμπολλες φορές. Τα ευχάριστα νέα με έπιασαν μάλιστα εξ απήνης, καθώς η συμμετοχή μου, ειδικά στον πανευρωπαϊκό διαγωνισμό, δεν ήταν προϊόν δικής μου απόφασης, αλλά ήταν οι καθηγητές μου που πρότειναν το έργο μου.
Πείτε μας για το θέμα της διατριβής σας.
Η εργασία μου αναφέρεται στο δικαιοπολιτικό καθεστώς που διέπει την αδειοδότηση και εμπορία γενετικά τροποποιημένων προϊόντων στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Συνοπτικά θα έλεγα ότι η διατριβή μου επικεντρώνεται στην άσκηση μιας πρωτότυπης διεπιστημονικής κριτικής στον τεχνοκρατικό χαρακτήρα των σχετικών κανονιστικών ρυθμίσεων. Με κεντρικό άξονα το κοινοτικό ρυθμιστικό πλαίσιο για τις εφαρμογές της βιοτεχνολογίας, η διατριβή εξετάζει τη διαπλοκή αγοράς και κοινωνικών κανόνων, επιλογών και παραδόσεων, τις σχέσεις κοινοτικού και εθνικού δικαίου, τον ρόλο των περιφερειών στο σύγχρονο κοινοτικό οικοδόμημα και προτείνει νέα μοντέλα και πλατφόρμες εμπλοκής της «κοινωνίας» στο κοινοτικό γίγνεσθαι και «ενδυνάμωσης» της κοινωνικής νομιμοποίησης των παραγομένων κοινοτικών κανόνων, υπό το πρίσμα της νέας αγροτικής πολιτικής, των μεταβαλλόμενων δεδομένων στο διεθνές οικονομικό περιβάλλον και των αλλεπάλληλων διατροφικών κρίσεων στην ευρωπαϊκή ήπειρο.
Σε μια συγκυρία που η δημόσια εκπαίδευση αμφισβητείται, εσείς ως μαθητής περάσατε από μαρουσιώτικα δημόσια σχολεία, πριν περάσετε στη Νομική Σχολή Αθηνών, κάνετε δύο μεταπτυχιακά (σε ζητήματα Διαχείρισης Περιβαλλοντικών Πόρων και Περιοχών και σε θέματα Διεθνούς και Ευρωπαϊκού Δικαίου) και τέλος γίνατε δεκτός στο London School of Economics (LSE). Ποια είναι η δική σας άποψη για την ελληνική δημόσια εκπαίδευση;
Η ελληνική δημόσια εκπαίδευση περνάει μια βαθιά κρίση η οποία απλά αντανακλά τη γενικότερη κρίση της ελληνικής κοινωνίας και των αξιών της. Παρά τις όποιες παθογένειές της όμως, δεν θα μπορούσα σε καμιά περίπτωση να την ψέξω καθώς, πέραν του γεγονότος ότι είμαι προϊόν της, θεωρώ ότι παράγεται έργο, έστω και αν αυτό γίνεται υπό ιδιαίτερα αντίξοες συνθήκες. Τόσο όμως η εξέλιξη της ίδιας της κοινωνίας όσο και η ραγδαία εξάπλωση των νέων τεχνολογιών, δείχνουν να έχουν ξεπεράσει τον τρόπο με τον οποίο αυτή η εκπαίδευση παρέχεται. Τα σχολεία πρέπει επιτέλους να γίνουν πιο ελκυστικά τόσο σε επίπεδο υποδομής όσο και σε επίπεδο λειτουργίας. Το ίδιο ισχύει για τα βιβλία αλλά και για το ίδιο το προσωπικό των σχολικών μονάδων, που πρέπει να πάρει την κατάσταση στα χέρια του, χωρίς να περιμένει άνωθεν ριζοσπαστικές τομές.
Έχετε κρατήσει στη μνήμη σας δασκάλους και καθηγητές που σας ενέπνευσαν;
Βεβαίως, απ’ όλες τις βαθμίδες που διέτρεξα οι αναμνήσεις που έχω είναι αρκετά έντονες και ξεχωριστές. Τα πνευματικά χρέη είναι πολλά και πολλαπλά. Παρότι δεν θα ήθελα να ξεχωρίσω κάποια συγκεκριμένα ονόματα, δεν θα μπορούσα να μη σταθώ στη στήριξη και στις γνώσεις που αποκόμισα από τις φιλολόγους κυρίες Αγγελοπούλου, Παπασωτηρακοπούλου, Σταμπουλίδου και Μαμάκου. Δεν θέλω να αδικήσω άλλους δασκάλους, αλλά η ονομαστική αναφορά μου στις συγκεκριμένες εκπαιδευτικούς οφείλεται στο ότι αυτές ήταν που ενίσχυσαν κυρίως τη ροπή μου προς τις θεωρητικές επιστήμες.