Γράφει ο Κώστας Παπασπήλιος: Συγγραφέας, πρ. Δημοτικός Σύμβουλος Βριλησσίων
Κορυφαίος στιχουργός και επιθεωρησιογράφος ο Πυθαγόρας, ζούσε στο Μαρούσι. Στο ταπεινό γραφειάκι του, παρέλασαν σημαντικοί συνθέτες και θεατράνθρωποι. Μπροστά στη γραφομηχανή, πάντα μ’ ένα τσιγάρο στο χέρι, άκουγε με προσοχή τις απόψεις και τις παραινέσεις τους.
Γεννημένος το 1930 στο Αγρίνιο, έζησε με τα τρία αδέλφια του ήρεμα παιδικά χρόνια. Φύλακας άγγελος η μάνα του η κυρά Μαρία, φρόντισε από νωρίς για το πολιτιστικό του υπόβαθρο. Συχνά πυκνά τού μιλούσε και για τη Σμύρνη που υπηρετούσε δασκάλα το 1922 όταν καταστράφηκε από τους Τούρκους. Ήταν τόσο παραστατική η αφήγησή της, που έκανε τον Πυθαγόρα κάθε φορά να πλημμυρίζει δάκρυα. Στα πενηντάχρονα από την Καταστροφή, το 1972, όταν έγραψε τη Μικρά Ασία για να μελοποιήσει ο Απόστολος Καλδάρας, οι στίχοι του τόσο ρεαλιστικοί και αληθινοί, έσταζαν πόνο, δάκρυα, νοσταλγία και αδελφοσύνη.
Τελειώνοντας το γυμνάσιο, σε μια αποχαιρετιστήρια παράσταση, υποδύθηκε τον Παπαφλέσσα. Ήταν τόσο ωραίος, λαμπερός και ψυχωμένος που προξένησε ρίγη συγκίνησης. Σαν αποτέλεσμα ανέβηκε στην Αθήνα και γράφτηκε στη δραματική σχολή του Ωδείου Αθηνών με δάσκαλο τον σπουδαίο Δημήτρη Ροντήρη. Αποφοιτώντας κινήθηκε στον χώρο του θεάτρου και παράλληλα έγραφε στίχους και επιθεωρήσεις πίστας.
Για να προωθήσει το έργο του άρχισε να συχνάζει στο καφέ – ζαχαροπλαστείο «Πέτρογραδ» στην οδό Πανεπιστημίου. Σύντομα συνεργάστηκε με τον ιδιοκτήτη του τον Νίκι Γιάκοβλεφ που ήταν πρόσφυγας από τη Ρωσία κι έγραφε όμορφα τραγούδια. Ξεκινώντας μαζί του το 1954 με το γραφικό «Αμαξάκι», για επτά χρόνια έκαναν αρκετές επιτυχίες λυρικές και χιουμοριστικές.
Το 1962 ξεκίνησε τη μακρά συνεργασία του με τον Γιώργο Κατσαρό. Γράφοντας μαζί του για την ταινία «Κάθαρμα» του Κώστα Ανδρίτσου το τραγούδι «Κάθε λιμάνι και καημός», γνώρισε την πανελλήνια καταξίωση. Οι θυμοσοφικοί στίχοι του, ήταν ένας πικρός στοχασμός της ανθρώπινης ματαιότητας.
Τη δεκαετία του 1970 ο Πυθαγόρας αναβάθμισε το απλό λαϊκό αίσθημα, πατώντας στην πλούσια ποιητική κληρονομιά του τόπου. Επεκτείνοντας τη θεματολογία του σε ιστορικά και κοινωνικά γεγονότα, πέρασε το ανεξίτηλο στίγμα του στην ελληνική δισκογραφία. Με τους κύκλους «Ένα καράβι τραγούδια», «Ο κάμπος», «Τα ηλιοτρόπια», «Μικρά Ασία», «Υπάρχω», «Αλβανία», μπήκε στα χείλη όλων των Ελλήνων.
Το 1973, στο θέατρο «Βέμπο» έγραψε τα πρώτα νούμερά του για την επιθεώρηση «Όλα τα μασάει ο Κουταλιανός». Εκεί τον γνώρισε ο χορογράφος και σκηνοθέτης Φώτης Μεταξόπουλος. Αναγνωρίζοντας τη δυνατή πένα του, τον προώθησε συγγραφικό δίδυμο με τον Κώστα Νικολαΐδη. Αρκετές φορές ο Μεταξόπουλος ερχόταν στο σπίτι του στο Μαρούσι να διαβάσει τα νέα κείμενα. Εκεί ο Πυθαγόρας με κιτρινισμένα δάχτυλα από τη νικοτίνη, πάνω στη γραφομηχανή, ταίριαζε με τον Νικολαΐδη τις σπαρταριστές ατάκες.
Παράλληλα με το θέατρο συνέχισε να γράφει εμπνευσμένους στίχους. Οι επιτυχίες του αναρίθμητες, με κορυφαίους συνθέτες, όπως ο Χρήστος Νικολόπουλος, ο Ζακ Ιακωβίδης, ο Γιάννης Σπανός, ο Βασίλης Βασιλειάδης, ο Μάνος Λοΐζος. Τα τελευταία δημιουργικά του χρόνια, ακολουθώντας τη μόδα της εποχής, έγραψε πάνω σε ξένες επιτυχίες. Με τη φωνή του Γιάννη Πάριου γνώρισε αλλεπάλληλες επιτυχίες, κρατώντας σταθερά την ποιότητα του στίχου του.
Ξαφνικά τον Νοέμβρη του 1979,ο ταπεινός δημιουργός έφυγε αθόρυβα για το μεγάλο ταξίδι. Έτσι αθόρυβα έζησε χωμένος στο γραφειάκι του στο Μαρούσι. Ανιδιοτελής με τους φίλους και συνεργάτες του, λιτός με τη ζωή του, αρκούνταν μόνο στη φροντίδα της αδελφής του της Χρυσούλας. Ήταν επί σειρά ετών τακτικός αναγνώστης και συνδρομητής της ΑΜΑΡΥΣΙΑΣ από την αρχή της κυκλοφορίας της και εκφραζόταν με ιδιαίτερα κολακευτικά λόγια για την προσπάθειά της για το Μαρούσι και τα βόρεια προάστια. Ευφάνταστος στιχουργός ο Πυθαγόρας είχε μια σπάνια ευκολία με το γράψιμο. Παρά τη μεγάλη εμπορικότητα, οι στίχοι του είχαν ποιητική ευωδία. Δίκαια αναγορεύτηκε ποιητής του στίχου και στιχουργός της ποίησης.