Εφέτος το καλοκαίρι (τέλη Ιουλίου 2007) το Αθμόνιο Θέατρο παρουσίασε στην Πλατεία Ηρώων του Αμαρουσίου το θεατρικό έργο του Σπυρίδωνα Βασιλειάδη (1845-1874) «Γαλάτεια». Κατά το παρελθόν (2002) είχαμε τη χαρά να παρακολουθήσουμε ένα άλλο έργο του, τη «Σκύλλα», ενώ το 1998 απολαύσαμε πάλι τη «Γαλάτεια». Είκοσι σχεδόν ετών, ο Βασιλειάδης εμπνεύστηκε τη συγγραφή του θεατρικού αυτού έργου. Ο Βασιλειάδης πέθανε πολύ νέος, 29 ετών, φυματικός, στο Παρίσι το 1874 και το δραματικό έργο του, τόσο πλούσιο, παραμένει ακόμη σήμερα στο χρονοντούλαπο της θεατρικής μας κληρονομιάς.
Γράψαμε και άλλοτε, το επαναλαμβάνουμε και τώρα, ότι πρέπει να διακατέχεται ένας θίασος από μεγάλη δύναμη και θάρρος για να παρουσιάσει στο σημερινό κοινό ρεπερτόριο από τα σπουδαία θεατρικά έργα, που «άνδρωσαν» την παραγωγή του νεοελληνικού μας θεάτρου. Και η κ. Αταλαντη Κλαπάκη φαίνεται πως έχει και τη δύναμη και το θάρρος. Ανέσυρε ένα έργο, που ανήκει στην ακραία ρομαντική περίοδο της αθηναϊκής σχολής, με κυρίαρχη τη γλώσσα της καθαρεύουσας, που φτάνει μέχρι τον αρχαϊσμό. Το θεατρικό, όμως, αυτό κείμενο το είδε με σεβασμό και το απέδωσε (μεταγλώττισε) σε άψογο καθομιλούμενο λόγο η φιλόλογος καθηγήτρια και δημοσιογράφος Ιωάννα Κλεφτόγιαννη.
Ο Βασιλειάδης δανείστηκε την υπόθεση της Γαλάτειας από το δημοτικό ποίημα «Η άπιστη γυναίκα». Αυτό το συνέδεσε με τον αρχαίο μύθο της Γαλάτειας, που από άγαλμα, με τις προσευχές του Πυγμαλίωνα, βασιλιά της Κύπρου, προς τους αρχαίους θεούς Αφροδίτη και Απόλλωνα, εμψυχώνεται και γίνεται βασίλισσα-γυναίκα του. Ο Πυγμαλίωνας έχει προς αυτήν μέγιστη αγάπη, που η ίδια, ατυχώς, την πρόδωσε.
Το έργο ξετυλίγεται σε πέντε πράξεις με αβίαστο γοργό ρυθμό, απαλλαγμένο από του να αποτελεί, αν και έχει κλασική μορφή, μίμηση αρχαίας τραγωδίας. Ο Κωστής Παλαμάς, κρίνοντας το έργο, είπε πως: «αναπτύσσει ανδρικότερα και μάλλον ελληνοπρεπή θέματα». Με αυτή την έννοα, η αρρενωπή καλλονή του Ρέννου, αδελφού του Πυγμαλίωνα, οι ηρωισμοί του, η πολεμική αρετή του, η φιλοτιμία του, η λεβεντιά του ασκούν επάνω στη Γαλάτεια ακατανίκητη έλξη και γοητεία. Θαυμάσια αποδόθηκε η σκηνή στην τέταρτη πράξη της συνάντησης των δύο αδελφών (Πυγμαλίωνα – Ρέννου). Ο Ρέννος, με σκοτεινή όψη, ζητεί από τον αδελφό του, καθοδηγημένος από τη Γαλάτεια, να πάρει το μερίδιό του από το βασίλειο της Κύπρου, που του ανήκει και έπειτα διεκδικεί ολόκληρο το βασίλειο. Όμως, δεν συναντά εκ μέρους του Πυγμαλίωνα καμία άρνηση, αγανάκτηση ή δυσφορία. Ο Πυγμαλίωνας είναι έτοιμος να του τα δώσει όλα. «Σε μένα αρκεί», του λέει, «μια καλύβα και η Γαλάτεια».
Ο Ρέννος, νικημένος απ' την ανωτερότητα του αδελφού του, την απέραντη καλοσύνη του, τρέχει εκεί όπου τον περιμένει η Γαλάτεια και τη σκοτώνει, ενώ ακολούθως αυτοκτονεί με το ίδιο σπαθί. Ο Πυγμαλίωνας εμφανίζεται τη στιγμή, που η Γαλάτεια, προτού εκπνεύσει, ζητεί ένα φιλί από τον φονέα της, μαντεύει τι έχει συμβεί και μένει συντετριμμένος. Και ενώ η αυλαία κλείνει, παρουσιάζεται ο Εύμηλος, ο ιερέας του Απόλλωνα, σοφός φίλος του Πυγμαλίωνα. Περνά θλιμμένος και αμίλητος. Το βωβό αυτό πέρασμά του επαναφέρει στη μνήμη του θεατή μια παρατήρησή του προς τον Πυγμαλίωνα, όταν αυτός ευχόταν το ζωντάνεμα του αγάλματος: «Όταν το όνειρο πραγματοποιηθεί, η βροχή του ουρανού μεταβάλλεται πάνω στη γη σε βόρβορο».
Η «Γαλάτεια» είναι ένα άρτιο, επιτυχημένο έργο. Ένα αριστούργημα, που παίχτηκε με τεράστια επιτυχία στην Ελλάδα, όταν ήταν πρωθυπουργός ο Επαμεινώνδας Δεληγιώργης (1865), που υποστήριζε πολύ το ελληνικό θέατρο. Μεταφράστηκε τότε στα γαλλικά, ιταλικά, αγγλικά, σερβικά, ουγγρικά, βουλγαρικά. Παίχτηκε στο παρισινό θέατρο «Οντεόν» (1877), σε τρία ιταλικά θέατρα, ταυτόχρονα στην Αγγλία και την Ουγγαρία. Και στη Βουλγαρία παιζόταν στο εθνικό θέατρο της Σόφιας λίγο πριν από τον Α' Βαλκανικό Πόλεμο.
Το έργο σκηνοθέτησε με έξοχη μαεστρία και έμπνευση η κ. Αταλάντη Κλαπάκη. Η ιδία ενσάρκωσε -πολύ επιτυχημένα μέσα στις ψυχολογικές της διακυμάνσεις- και την εσωτερική πάλη της συζύγου και ερωμένης και την ηρωίδα. Έξοχα απέδωσε τη σκηνή της μεταβολής του ρου της υπόθεσης, θυμίζοντας από την Ποιητική του Αριστοτέλη «τη μεταβολή των πραττομένων εις τα εναντία». Ελκυστικός και δυναμικός στον ρόλο του Ρέννου, ο Γιάννης Τσιώμου. Εκπληκτικά απέδωσε, με άριστη δεξιοτεχνία, που θα τη ζήλευαν και ηθοποιοί καριέρας, έναν ρόλο πολύ δυνατό, πέρα για πέρα ανθρώπινο. Ο Πυγμαλίωνας, Γιάννης Λεσσές, βυθισμένος στον έρωτά του προς τη Γαλάτεια, κινείται μέσα στον δικό του κόσμο του ονείρου του φτερουγίσματος του έρωτα, όπως απαιτούσε το έργο. Αξιοσύνη στον ρόλο του έδειξε και ο Εύμηλος, τον οποίο υποδύθηκε ο Δημήτρης Σουβατζής.
Κατανοητά υπήρξαν και τα σκηνικά με τους ερωτιδείς. Τα κοστούμια, σε κλασική γραμμή, φιλοτεχνήθηκαν από την Μπέττη Λυρίτη. Άριστη η κινησιολογία των ηθοποιών από τον ικανότατο Ντανιέλ Λομέλ και δυνατή η μουσική επιμέλεια του Γιώργου Γεωργιάδη. Εντονότερα, όμως, έπρεπε να τονιστεί η Άνοιξη. Ο Γιάννης Μιγάδης επιμελήθηκε το πρόγραμμα και ως φωτογράφος της παράστασης θαυμάσια απέδωσε ο Πέτρος Σοφικίτης.
Η παράσταση της «Γαλάτειας» καταγράφεται ως μια επιτυχία του Αθμονίου Θεάτρου στα θεατρικά δρώμενα του Δήμου Αμαρουσίου (2007). Υπήρξε μια παράσταση, που θα μπορούσε κάλλιστα να σταθεί και σε αρχαίο θέατρο – π.χ., της Επιδαύρου (γιατί όχι;), αν και τελευταία αυτό μας έχει συνηθίσει σε πρόχειρες θιασαρχικές αθυρματοποιίες. Οι καλοί θίασοι, όπου και να παίξουν, ενθουσιάζουν, συγκινούν και διδάσκουν.
Δημήτρης Mασούρης