Μία από τις πιο ενδιαφέρουσες μορφές που ανέδειξε το παλιό Μαρούσι ήταν ο Κωνσταντίνος Καλοζύμης, ο οποίος ακολούθησε το στάδιο του κληρικού και έφτασε μέχρι το αξίωμα του αρχιεπισκόπου Φθιώτιδος.
Έρευνα – παρουσίαση: Γιώργος Πάλλης
Γιός του Νικολάου και της Μαρίας Καλοζύμη, ο Κωνσταντίνος γεννήθηκε στο Μαρούσι το 1841. Αφού υπηρέτησε ως ιερέας στην Αθήνα –πιθανώς στον Άγιο Γεώργιο Καρύτση-, στάλθηκε στη Γερμανία για περαιτέρω θεολογικές σπουδές, αναλαμβάνοντας ταυτόχρονα καθήκοντα εφημέριου στην ελληνική κοινότητα της Λειψίας. Στην πόλη αυτή παρέμεινε επί δεκαπέντε χρόνια, διάστημα κατά το οποίο ανέπτυξε συγγραφική δραστηριότητα, δημοσιεύοντας τουλάχιστον τρία βιβλία και μία μετάφραση, όλα με θεολογικό περιεχόμενο.
Το 1894 εξελέγη από την Ιερά Σύνοδο αρχιεπίσκοπος Φθιώτιδος (τότε τον τίτλο του μητροπολίτη έφερε μόνο ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών), με έδρα τη Λαμία. Κατά το διάστημα της αρχιερατείας του η πόλη βίωσε τον πανικό του καταστροφικού πολέμου του 1897, οπότε ο τουρκικός στρατός έφτασε μέχρι τα πρόθυρά της. Σε ανάμνηση της σωτηρίας της, κτίστηκε ο ναός της Αγίας Παρασκευής στη θέση Ταράτσα, κοντά στο σημείο όπου υπογράφηκε η ανακωχή.
Ο Κωνσταντίνος Καλοζύμης πέθανε στη Λαμία την Πέμπτη 31 Ιανουαρίου 1902, μετά από ολιγοήμερη ασθένεια, και ενώ προετοιμαζόταν να μεταβεί με εντολή της Ιεράς Συνόδου στη Χαλκίδα, για να ελέγξει παραπτώματα του εκεί επισκόπου. Ο θάνατός του αναγγέλθηκε με τηλεγράφημα του Νομάρχη Φθιώτιδος προς το Υπουργείο των Εσωτερικών. Η Ιερά Σύνοδος, που συνεδρίαζε εκείνες τις ημέρες στην Αθήνα, διέταξε τον επίσκοπο Φωκίδος να μεταβεί στη Λαμία για να τελέσει την κηδεία. Μία επιτροπή από Μαρουσιώτες παρουσιάστηκε στη Σύνοδο και ζήτησε να γίνει ο ενταφιασμός του ιεράρχη στον τόπο της καταγωγής του. Τελικά, επειδή δεν υπήρχαν στη Λαμία τα μέσα για να ταριχευθεί ο νεκρός και η μεταφορά του θα απαιτούσε μέρες (τότε δεν λειτουργούσε ακόμη ούτε η σιδηροδρομική γραμμή), η κηδεία έγινε στην πόλη εκείνη, στην οποία είχε ο Καλοζύμης την επισκοπική του έδρα επί οκτώ χρόνια.
Τα «Σαράντα» του αρχιεπισκόπου Φθιώτιδας ψάλθηκαν πάντως στην Παναγία στο Μαρούσι, όπως διαβάζουμε στη σχετική αναγγελία που δημοσίευσε η αθηναϊκή εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ στις 9 Μαρτίου του 1902. Από τους πρώτου βαθμού συγγενείς του ζούσε τότε μόνον η γυναίκα του μεγάλου αδερφού του Λεωνίδα, η Ευαγγελινή. Ο δεσπότης είχε πολλά ανίψια –δεκατρία απαριθμούνται στην αναγγελία– στις οικογένειες Καλοζύμη, Πρέσσα, Χωραφόπουλου, Νομικού και Πανταζή. Σημειώνεται ότι ο ίδιος ο Κωνσταντίνος Καλοζύμης είχε ως νεαρός ιερέας παντρευτεί, αλλά η γυναίκα του πέθανε πολύ νωρίς, το 1866, ενώ το 1888 απεβίωσε στη Γερμανία και ο γιός του, το μόνο παιδί που είχε αποκτήσει από το γάμο του.