Οι Μαρουσιώτες υπερηφανεύονται πως η πόλη τους κατά το παρελθόν ήταν πόλος έλξης ξακουστός για το θαυμάσιο νερό της, τον αέρα της, το υγιεινό της κλίμα και την πνευματικότητά της. Συγκέντρωνε στα σχολεία της ανέκαθεν όλη τη σπουδάζουσα νεότητα των βορείων και υπερβορείων ωρωπίων περιοχών της Αττικής.
Δίκαια λοιπόν η Αρχιεπισκοπή Αθηνών αναγνώρισε το αίτημα του Δημάρχου Αμαρουσίου, ώστε να αναφέρεται και το Μαρούσι στον τίτλο της Ιεράς Μητροπόλεως Κηφισιάς, Αμαρουσίου και Ωρωπού. Ήταν παράλειψη και αυτή, που διορθώθηκε στις μέρες μας από το δήμαρχο κ. Γεώργιο Πατούλη. Το Μαρούσι ήταν και είναι πρωτοπόρο σε πνευματικότητα αλλά παραγκωνισμένο. Φτάνει πια ο παραγκωνισμός του. Στο πολυχρόνιο του νέου επισκόπου μας Κυρίου Κυρού Κυρίλλου από εφέτος σ’ όλους τους ναούς της νέας Μητροπόλεώς μας θα ακούγεται και το Αμαρούσιον. Σημαντικότερη τιμή για τον τόπο μας δε γίνεται. Το Άθμονον επιτέλους είναι ζωντανό. Ζει στους δοξαστικούς ύμνους της Παναγιάς της Μαρουσιώτισσας: «Αθμονέων η πόλις γεραρόν περιτείχισμα εύρε σε πανάχραντε κόρη…» Ζει μέσα στις καρδιές μας όσων θα έχουν την έμπρακτη ευκαιρία να αποδώσουν στη χάρη Της τις ευχαριστίες τους με την παρουσία τους στη γιορτή Της και να προσκυνήσουν την πάνσεπτη εικόνα Της.
Αλλά και οι ψυχές της Επιτροπείας του Ιερού Ναού του Γεωργίου Χαϊμαντά (1886) θα αγάλλονται, όταν βλέπουν από τα σκηνώματα του ουρανού ότι το έξοχο αρχιτεκτόνημά τους με τη Ναζαρηνή αγιογραφία, που πραγματοποιήθηκε από το υστέρημά τους τότε, να λαμπρύνεται τώρα, με την επίμονη συμβολή του φιλότεχνου εμπνευσμένου αιδεσιμολογιωτάτου ιερέα πατρός Χρήστου Μαρούδα και των συλλειτουργών με βαθιά πίστη αρχιμανδριτών πατέρων Σαράντου Σαράντου και Νικολάου Τζίβα.
Η οικοδόμηση τότε ενός τέτοιου σημαντικού έργου και η ανακαίνισή του σήμερα καθώς και οι εκάστοτε προσθήκες από αξιόλογους εργολήπτες, όπως το φωτισμένο εργολάβο κ. Ευάγγελο Πετρούτσο, το μαρουσιώτη γνώστη της βυζαντινής αρχιτεκτονικής, αποτελεί τιμή και κλέος στους Αμαρουσιώτες, που συνέβαλλαν στην πραγματοποίηση του έργου σε δόξα των αιώνων και του Θεού «ων τα ονόματα», γιατί να τα αναγράψουμε άλλωστε, αφού «Κύριος οίδε».