Απομεσήμερο αυγουστιάτικο και ο ήλιος έκαιγε καμίνι. Η φύση όλη κούρνιαζε, παραδομένη στη μεγάλη ζέστη και οι εργάτες στον κάμπο πότιζαν με τον ιδρώτα τους τα γεννήματά τους. Το κολοκύθι έτριζε, καθώς μεγάλωνε απ’ τη μεγάλη κάψα. Τα άσπαρτα μεριδιακά χωράφια, ποτισμένα είχαν ρόγο κατάλληλο για να υποδεχτούν το φύτρο της φθινοπωρινής πατάτας και το φασολάκι πάνω στα ξερόκλαδα, που είχε σκαρφαλώσει, σκόρπιζε τη λεπτή μυρωδιά της ανθοφορίας του.
Γράφει ο Δημήτρης Μασούρης
Οι μαρουσιώτικες κοπέλες, όσες δεν πήγαιναν στα χωράφια, αφού είχαν ετοιμάσει και είχαν στείλει το μεσημεριάτικο φαγητό στους εργάτες, τελειώνοντας τις δουλειές της κουζίνας, έβγαιναν στις αυλές τους κάτω από την πλούσια σκιά της μουριάς, του πεύκου ή της κληματαριάς. Μαζεύονταν εκεί και έπαιρναν και το εργόχειρό τους: το κέντημα, φόρεμα, πλέξιμο και ό,τι άλλο είχε αρχίσει η καθεμία και περνούσαν τις μεσημεριανές τους ώρες, καταγινόμενές με αυτό. Και τούτο έκαναν κάθε μεσημέρι του καλοκαιριού εκτός κι αν ήταν σχόλη. Πρόσεχαν πολύ τις γιορτές.
Κάθε αυλή είχε το πηγάδι της και το πλούσιο σε γλάστρες πρεβάζι της με γεράνια, βασιλικά, μαντζουράνα κα. Το γιασεμί και το αγιόκλημα στις γωνιές πρωτοστατούσε. Το φύλλωμα της συκιάς στις αυλές το απέφευγαν, γιατί το θεωρούσαν βαρύ. Έλεγαν πως δεν έπρεπε να κάθεται κανείς κάτω απ΄ τη σκιά της συκιάς ούτε και να κοιμάται, γιατί θα τον έπιανε ο Μώρος και θα αρρώσταινε.
Οι κοπέλες παράλληλα με την εργασία αυτή μάθαιναν και τα νέα. Ήταν ενημερωμένες από έγκυρες πηγές. Ήξεραν ποια παντρεύτηκε ξένο και πήγε στο Κάιρο, ποιος απαλλάχτηκε από το στρατό, το θεωρούσαν υποτιμητικό. Άρχιζε το κουτσομπολίστικο ενδιαφέρον, άλλες έκοβαν και άλλες έραβαν κοστούμι, και κάποτε κάποτε τα νέα έφταναν μέχρι το ‘’Ρωμιό’’ , για να τα σχολιάσει έμμετρα και ο Σουρής . Η φράση «θα σε βάλω στο Ρωμιό» ήταν πολύ της μόδας.
Έχουν διασωθεί άπειρες φωτογραφίες μεσημεριάτικης ανάπαυλας κοριτσιών. Είχαν στο ράψιμο ή το κέντημα μεγάλη επιτηδειότητα. Χρησιμοποιούσαν τον καμβά, το τελάρο, με κλωστές λινές, μετάξινες, βαμβακερές ή μάλλινες. Οι νεότερες θριαμβολογούσαν να λένε πως έμαθαν ράψιμο στην κυρά Μηλιά, τη Γαρυφαλλιά, ή κέντημα στη Νότα του Τέγκλερη, που ήταν πρώτη στα ασπρόρουχα. Αλλά και στο βελονάκι δεν πήγαιναν πίσω: βελονάκι και κλωστή/κεντήστρα κάνουνε σωστή, έλεγαν.
Άλλες πάλι ασχολούνταν με το καθάρισμα των οσπρίων. Ρεβίθια, φακές, φασόλια κ.ά. είδη δημητριακών, που καλλιεργούσαν οι ίδιοι οι Μαρουσιώτες. Τα ξέραιναν και τα αλώνιζαν. Το καθάριζαν από τις πέτρες, τα έλιαζαν και τα τοποθετούσαν στο αμπάρι δίπλα απ’ το στάρι. Έφτιαχναν τραχανά, χυλοπίτες, πλιγούρι, κριθαράκι για το χειμώνα.
Ένα μαρουσιώτικο αγροτικό σπίτι σε εποχές ειρήνης και καλής σοδειάς δεν αγόραζε τίποτε απ’ το μπακάλη. Η αποθήκη του είχε ό,τι έβγαζε η πλούσια γη του: γεωργικά ή κτηνοτροφικά προϊόντα από κρασί, λάδι, τυρί ως και μουσταλευριά ξερή μέχρι μύγδαλα, σύκα και καρύδια. Τον πρώτο μόνο χρόνο της γερμανοϊταλικής κατοχής οι Μαρουσιώτες πέρασαν δύσκολα, μα τελικά τα κατάφεραν. Όλοι οι έχοντες στρατεύσιμη ηλικία είχαν ακούσει τη φωνή της πατρίδας, άφησαν την τσάπα και πήραν τα όπλα. «Salus patriae suprema lex: Η σωτηρία της πατρίδας υπέρτατος νόμος» . Έτσι η γη τους χερσώθηκε ή τη χέρσωσαν οι Γερμανοϊταλοί, μα όσοι γύρισαν από τον πόλεμο δεν άφησαν στο Μαρούσι να ακουστεί η λέξη «πεινάω».
Έπειτα ήταν και τα μεγάλα κτήματα, που οι ιδιοκτήτες τους πήραν εργάτες, άνοιξαν τις πόρτες των κτημάτων τους και διέθεσαν δωρεάν προϊόντα στους πεινασμένους. Ο ευπατρίδης π.χ. Τζων Βορρές –δύο φορές δήμαρχος Αμαρουσίου– δέχτηκε πολύ κόσμο να εργαστεί στο κτήμα του. Σημειώνω πως κάθε πρωί χορηγούσε μια κουταλιά λάδι στους προσερχόμενους αδύναμους, για να μην πρηστούν από τις λαχανίδες. Όμως αυτόν τον θαυμάσιο άνθρωπο το Μαρούσι παντελώς τον αγνόησε. Αντί να στήσει αδριάντες στους ευεργέτες του, προτίμησε τη σιωπή και τον παραγκωνισμό. Και όμως δεν μπορεί να ξεχαστεί εκείνος, που τότε «Εγένετο άνθρωπος απεσταλμένος παρά Θεού όνομα αυτώ Ιωάννης».
Το Μαρούσι είχε παντοπωλεία για τους ξένους και για εισαγόμενα είδη π.χ. πετρέλαιο, ποτάσα, (σπίρτα – αλάτι από το πρατήριο), μπακαλιάρο κά. Συγκεκριμένα ήταν στο κέντρο (πλατεία Κασταλίας) των: Κοτζιά, Τόσκα, Διάμεση, Δίνα-Πάρσαλη, λίγο παραπάνω του Παπακωνσταντίνου (Κουντουριώτη), στην Πλαταιών, του Μουχασίρη, προς το Μον Ρεπό του Τσαμπουνάρα. Βιβλία, τετράδια προμηθευόμαστε από τους εξαίρετους: Αλιμπέρτη Μιχ., τον Γκολφινόπουλο, αργότερα το Γιοβάνο και την Κόμισσα, την ωραία Μαρουσιώτισσα και ηθοποιό του πρώτου ελληνικού κινηματογράφου.
Και οι μαθητές; Τα παιδιά, που δεν πήγαιναν σχολείο; Τι έκαναν; Όλα τα παιδιά μόλις έκλειναν τα σχολεία, τρέχανε στα χωράφια και βοηθούσαν τους γονείς τους. Άλλα ανέμελα κυνηγούσαν με το λάστιχο πουλιά, στήνανε ξόβεργες, έκαναν μπάνιο στις στέρνες του: Απέργη, Βορρέ, Εγγλέζου, Κατσίμπαλη, Κοτζιά, Μιμηκόπουλου, Σκαρπαλέζου, Συγγρού, Χαλκιόπουλου κ.λπ. Πολύ ελάχιστα διάβαζαν λογοτεχνικά βιβλία. ‘Αλλα περίμεναν να σουρουπώσει, για να παίξουν καραγκιόζη, ή να σκαρφαλώσουν στις μάντρες ή πάνω στα δέντρα της πλατείας του σιδηροδρομικού σταθμού ή στα προαύλια των σχολείων, για να παρακολουθήσουν ταινίες βωβού κινηματογράφου με το Σαρλώ ή με το Χοντρό-Λιγνό. Και όλα αυτά πριν ακόμη ξεκινήσουν στο Μαρούσι οι κινηματογράφοι: Άθμονον, Αμαρυσία, Διάνα, Ρεξ, Τιτάνια. Όσο για το καλοκαιρινό θέατρο στο Ρεξ του Ορέστη Λάσκου, αυτό είναι μια άλλη ιστορία.
Ζούμπερι, επίνειο Αμαρουσίου 2013