Μια εξαιρετική Ημερίδα με τίτλο «Νεανική Βία και Παραβατικότητα» διοργάνωσε η Ένωση Γονέων του Δήμου Πεντέλης. Η Ημερίδα πραγματοποιήθηκε την Κυριακή 3 Μαρτίου στο πρώην Δημαρχείο Πεντέλης με τη συμμετοχή εξαιρετικών επιστημόνων και ειδικών.
Το πάνελ αποτελούσαν οι:
– Θεώνη Κουφονικολάκου, Βοηθός Συνήγορος του Πολίτη για τα Δικαιώματα του Παιδιού,
– Δρ. Κωνσταντίνα Κωστάκου, Αστυνόμος Α’, Ψυχολόγος, Υποδιεύθυνση Προστασίας Ανηλίκων,
– Γιώργος Νικολαΐδης, Ψυχίατρος, Διευθυντής Ψυχικής Υγείας και Κοινωνικής Πρόνοιας – Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού, Κέντρο Ημέρας Παιδιών και Εφήβων «Θάλπος» Μελισσίων
– Γιώργος Λόφτσαλης, Ανθυπαστυνόμος, Τμήμα Αντιμετώπισης Παραβατικότητας Ανηλίκων
– Πέτρος Δαμιανός, Διευθυντής Σχολείου φυλακών Ανηλίκων Αυλώνα
Τον συντονισμό στην ημερίδα, η οποία μεταδόθηκε και ζωντανά μέσω live streaming στη σελίδα της Ένωσης Γονέων Πεντέλης στο Facebook, είχε ο πρόεδρος του ΔΣ της Ένωσης Κωνσταντίνος Χριστόπουλος.
«Δεν υπάρχουν επικίνδυνα παιδιά αλλά μόνο παιδιά σε κίνδυνο!»
Την συζήτηση ξεκίνησε η Θ. Κουφονικολάκου, η οποία η οποία συμμετείχε μέσω τηλεδιάσκεψης καθώς βρισκόταν εκτός Ελλάδας, ευχαριστώντας για την πρόσκληση και κάνοντας μια σύντομη χαρτογράφηση των προβλημάτων που έχουν εντοπιστεί, επισημαίνοντας ότι «δεν υπάρχουν επικίνδυνα παιδιά αλλά μόνο παιδιά σε κίνδυνο!»
Αναλυτικά, η παρέμβαση της Θ. Κουφονικολάκου:
«Η βία που εκδηλώνεται από τα παιδιά δεν αποτελεί ένα ξεχωριστό φαινόμενο αλλά αντανάκλαση της βίας και έντασης της δικής μας, των ενηλίκων και των συστημικών αδυναμιών μας που δεν μας επιτρέπουν να διαχειριστούμε τις ανάγκες τους. Η παραβατικότητα και η κακοποίηση-παραμέληση των παιδιών είναι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Ο Συνήγορος για τα Δικαιώματα του Παιδιού μέσα από τις διάφορες δράσεις και παρεμβάσεις του, έχει καταλάβει πως ο χάρτης των προκλήσεων δεν αφορά μόνο την ποινική μεταχείριση των παιδιών. Ωστόσο η πρόσφατη τροποποίηση του άρθρου 127 του Ποινικού Κώδικα είναι ενδεικτική των προβλημάτων που έχουμε και στην θεσμική ιεράρχηση των συλλογικών μας αναγκών. Ειδικότερα, η διεύρυνση που έγινε των περιπτώσεων περιορισμού της ελευθερίας και συνεπακόλουθα η αναμενόμενη αύξηση του αριθμού παιδιών σε φυλακές, δίχως όμως στρατηγική για την πρόληψη και έγκαιρη πλαισίωση οικογενειών και παιδιών, δεν θα μας φέρει τίποτα παραπάνω από τον εγκλωβισμό ανηλίκων στο περιθώριο, εκεί που τα εγκληματικά δίκτυα θα τους προσεγγίσουν και η κοινωνική επανένταξη δεν θα είναι πια εφικτή.
Ο Συνήγορος και στις πρόσφατες παρατηρήσεις που απηύθυνε στη Βουλή, ενόψει της συζήτησης των τροποποιήσεων, επεσήμανε ότι αυτή η αλλαγή ως δεύτερη μετά μόλις το 2019, σημαντική διεύρυνση των περιπτώσεων εγκλεισμού ανηλίκων σε κατάστημα κράτησης, δημιουργεί έντονο προβληματισμό δεδομένων τόσο των συνθηκών κράτησης στη χώρα μας (οι οποίες με κανέναν τρόπο δεν ευνοούν την επανένταξη), όσο και των αρχών που διέπουν την Διεθνή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού και τους κανόνες του ΟΗΕ, σύμφωνα με τους οποίους η στέρηση της ελευθερίας σε παιδιά πρέπει να αποτελεί κυριολεκτικά έσχατο μέτρο κοινωνικής αντίδρασης. Βασική αρχή του Ποινικού Δικαίου των ανηλίκων αποτελεί η αγωγή αντί της τιμωρίας και η αποφυγή μέτρων περιορισμού της ελευθερίας στα παιδιά, καθώς όπως υποστηρίζεται στην επιστήμη και διαπιστώνεται στην πράξη καθημερινά, η στέρηση της ελευθερίας του ανηλίκου λειτουργεί τελικά επιβαρυντικά, συμβάλλοντας στην υποτροπή αντί της επιδιωκόμενης αποχής από την παραβατικότητα. Το συμφέρον του παιδιού αποτελεί και θα έπρεπε να αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο του δικαίου ανηλίκων και να επιβάλλει την αρχή της ελάχιστης παρέμβασης.
Όμως έτσι αναδύεται το επόμενο ερώτημα: Τι πρέπει να κάνουμε για την βία των ανηλίκων; Ο ποινικός κώδικας προβλέπει πρωτίστως την εξέταση της πιθανότητας λήψης αναμορφωτικών ή θεραπευτικών μέτρων. Ωστόσο οι υπηρεσίες που είναι επιφορτισμένες με την υποστήριξη των παιδιών γνωρίζουν την ένταση και την έκταση των προβλημάτων της καθημερινότητας. Δεν μπορούν δηλαδή πια λόγω της υποστελέχωσης, της έλλειψης καθηκοντολογίων και θεσμοθετημένης διασύνδεσης και επιστημονικής εποπτείας, λόγω δηλαδή της απουσίας ενιαίας πολιτικής παιδικής προστασίας στη χώρα μας, να ανταποκριθούν όπως θα ήθελαν στον ρόλο τους. Ομοίως είναι οδυνηρά αισθητή η έλλειψη δομών που σχετίζονται με τα αναμορφωτικά ή θεραπευτικά μέτρα και την υλοποίηση προγραμμάτων κοινωνικής ένταξης παρά τα σχέδια επί χάρτου το 2019. Συγχρόνως παρότι σύμφωνα με το άρθρο 39 της Σύμβασης, η αποκατάσταση, η επανένταξη του παιδιού που έχει βιώσει εμπειρία κακοποίησης, θα έπρεπε να είναι το πρώτιστο, το πρωταρχικό μέλημα μας, οι υπηρεσίες για τα παιδιά θύματα δεν επαρκούν και ακόμα και τα Σπίτια του Παιδιού, τα οποία άρχισαν να λειτουργούν μετά από παρέμβαση του Συνηγόρου, δεν λειτουργούν παρά μόνο στην Αττική και για κάποιες και όχι όλες τις υποθέσεις, άρα εντελώς αποσπασματικά.
Αδυναμίες όμως έχουμε και στην επίδοση μας θεσμικά στα ζητήματα της πρόληψης της παραβατικότητας και με άξονα την εκπαίδευση. Είναι το ελληνικό σχολείο αρκετά δημοκρατικό και συμπεριληπτικό; Επιτρέπει την ανάπτυξη της προσωπικότητας και των χαρισμάτων των παιδιών και τον σεβασμό για τα ανθρώπινα δικαιώματα όπως προβλέπει η Διεθνής Σύμβαση; Ενθαρρύνει τις σχέσεις εμπιστοσύνης όσο και όπως θα έπρεπε ή ευνοεί αντιθέτως την καχυποψία;
Από τη μία γνωρίζουμε ότι το βαρύ ωρολόγιο πρόγραμμα αλλά και η έλλειψη πόρων και συστηματικών επιμορφώσεων, δεν επιτρέπουν στο σύγχρονο σχολείο να αφουγκραστεί εγκαίρως τις ξεχωριστές ανάγκες των παιδιών, η φρενήρης κούρσα προς τις πανελλήνιες θα δημιουργήσει μεγάλο άγχος και μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στους καλούς μαθητές και μαθήτριες και θα αφήσει όμως τα πιο ευάλωτα και ανυποστήρικτα παιδιά εκτός της εκπαιδευτικής διαδικασίας με το αίσθημα της ματαίωσης και χωρίς έναν κοινωνικό ρόλο που όμως είναι αναγκαίος, πολύτιμος για την εξασφάλιση του αισθήματος του ανήκειν. Από την άλλη καταλαβαίνουμε από τις αναφορές ότι τα σχολεία μας, ιδίως μετά την περίοδο ισχύος των περιοριστικών μέτρων της πανδημίας, βρίσκονται σε πλήρη αμηχανία από την έξαρση της επιθετικότητας και το θεσμικό βάρος δεν δίνεται στην πρόληψη, ευαισθητοποίηση, ενδυνάμωση στη σχολική κοινότητα όπως θα έπρεπε για την αποσόβηση των φαινομένων εκφοβισμού και ενδοσχολικής βίας παρά τις καλοπροαίρετες προσπάθειες που έγιναν και με το νόμο 5029/2023.
Το σχολείο όμως, ως κατεξοχήν όχημα κοινωνικής συμπερίληψης και άμβλυνσης των ανισοτήτων, θα έπρεπε να δίνει χώρο και χρόνο για την ανάπτυξη εμπιστοσύνης με τους γονείς και τα παιδιά, για την ουσιαστική διαβούλευση με μαθήτριες και μαθητές για τα ζητήματα που τους αφορούν και μέσω των μαθητικών συμβουλίων, ώστε να εξοικειωθούν με γνήσιες δημοκρατικές διαδικασίες και να δίνει χώρο και χρόνο για την εκπαίδευση στα δικαιώματα με βιωματικό τρόπο, ώστε τα παιδιά να μάθουν να αναγνωρίζουν εγκαίρως τις παραβιάσεις των δικαιωμάτων τους, αλλά και αν αναπτύξουν ενσυναίσθηση, σεβασμό και να αποκτήσουν και έναν κοινωνικό ρόλο. Έχουμε ένα θεσμό, τη Σχολική Διαμεσολάβηση, στην οποία τα ίδια τα παιδιά αναλαμβάνουν τη διαχείριση των κρίσεων στο σχολείο με την υποστήριξη εκπαιδευτικών και δυστυχώς δεν εφαρμόζεται καθολικά και όπως πρέπει. Γνωριμία εξάλλου με τα δικαιώματα δεν σημαίνει υπέρβαση των ορίων όπως πιστεύουν μερικοί, κάνοντας λόγο μάλιστα και για ‘’δικαιωματισμό’’, αλλά σημαίνει εξοικείωση με την έννοια του νόμου, του κανόνα και των υποχρεώσεων. Για αυτό το λόγο, τα παιδιά που είναι ενδυναμωμένα με τον κατάλληλο τρόπο ακούν, συμμετέχουν, πιστεύουν στον εαυτό τους και σέβονται τους συνομηλίκους και τους ενήλικες.
Αν λοιπόν έχουμε τόσες ανάγκες, για ποιο λόγο εστιάζουμε τόσο στην ποινική μεταχείριση; Αυτή η προτεραιοποίηση θα πρέπει να μας προβληματίσει συλλογικά, καθώς πιστεύω συνδέεται με την ενεργοποίηση εσφαλμένων θεσμικών αντανακλαστικών λόγω και της επικοινωνιακής διαχείρισης και της μιντιακής πίεσης επί του συγκεκριμένου θέματος. Ακόμη και στο επίπεδο των στατιστικών, όπως έχουμε συζητήσει με τον κ. Νικολαΐδη επανειλημμένα, έχουμε ανησυχητική κατακόρυφη αύξηση της βίας μεταξύ ανηλίκων ή από ανηλίκους σε σύγκριση με το 2020 που ήταν χρονιά ‘’lockdown’’.
Ένα σημείο συζήτησης ακόμη είναι ότι η έμφαση επικοινωνιακά δεν δίνεται στην καταγραφή της αύξησης άλλων εκφάνσεων της βίας, όπως η ενδοοικογενειακή και η οποία βάσει των στοιχείων έχει πράγματι κλιμακωθεί.
Θέλουμε εν κατακλείδι να είμαστε αποφασιστικοί, αλλά προς τη σωστή κατεύθυνση. Για να παρέμβουμε αποτελεσματικά και να παρακολουθήσουμε την πρόοδο μας με αξιόπιστους δείκτες, θα πρέπει να εστιάσουμε πρωτίστως στην πρόληψη και στην υποστήριξη των παιδιών και της οικογένειας στην κοινότητα και μέσα στο σχολείο και είναι σημαντικό στη διαδρομή αυτή να ακούσουμε προσεκτικά και τα ίδια τα παιδιά που καμιά φορά, είτε το πιστεύουμε είτε όχι, έχουν τις λύσεις και γνωρίζουν καλύτερα από εμάς».
«Πιο ανησυχητικά τα ποιοτικά παρά τα ποσοτικά χαρακτηριστικά»
Στη συνέχεια το λόγο πήρε ο Γ. Νικολαΐδης, επίσης μέσω τηλεδιάσκεψης καθώς βρισκόταν για επαγγελματικούς λόγους στην Κύπρο, ευχόμενος την επόμενη φορά να είναι δια ζώσης παρών και ξεκίνησε συμφωνώντας με την Θ. Κουφονικολάκου για την καταγεγραμμένη, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά πανευρωπαϊκά, αύξηση των κρουσμάτων βίας από παιδιά και νέους.
Αναλυτικά, τα όσα ανέφερε ο Γ. ΝικολαΪδης:
«Χαρακτηριστικό ευρωπαϊκό παράδειγμα είναι πριν 8 περίπου μήνες η ανακοίνωση του Σουηδού πρωθυπουργού ότι είναι τόσο μεγάλο το πρόβλημα που θα κληθεί ο στρατός να συνδράμει την αστυνομία στην αντιμετώπιση της παραβατικότητας των ανηλίκων! Ωστόσο τελικά δεν υλοποιήθηκε η εξαγγελία. Όμως με κάποιο τρόπο έχουμε μπει σε μια κατάσταση που δημιουργείται ένα ζήτημα και ο πολιτικο-επικοινωνιακός μηχανισμός το διογκώνει, αισθάνεται υποχρεωμένος να το περιγράφει με ολοένα και πιο μελανά χρώματα και εκφοβιστικό τρόπο. Αυτό όμως είναι πρόβλημα γιατί αλίμονο αν οι κοινωνίες μας αποφασίσουν ότι φοβούνται τα παιδιά τους, αυτά που τα ίδια είναι το μέλλον κάθε κοινωνίας. Αλίμονο αν αποφασίσουμε ότι τα παιδιά είναι μια απειλή που θα πρέπει να αποφύγουμε. Θα πρέπει να βρούμε έναν άλλο, πιο δημιουργικό και πιο αποτελεσματικό τρόπο, να διαχειριστούμε το πρόβλημα όπως υπάρχει μέχρι σήμερα.
Αναλύοντας τα στατιστικά στοιχεία, βλέπει κανείς ότι στην Ελλάδα όντως υπάρχει μια αύξηση της ανήλικης παραβατικότητας, αλλά αυτή έχει ήδη συντελεστεί από το 2012, 2013, 2014 και από εκεί και πέρα τα νούμερα είναι μάλλον στάσιμα, ίσως και πτωτικά το 2021. Η μεγάλη δηλαδή αύξηση σημειώθηκε στον ‘’κολοφώνα’’ της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα στις αρχές της δεκαετίας 2010-2020. Παράλληλα, συγκρίνοντας με τα ευρωπαϊκά στοιχεία, βλέπουμε ότι η Ελλάδα και η Κύπρος είναι από τις χαμηλότερες χώρες στην εγκληματικότητα των εφήβων μαζί με τις υπόλοιπες μεσογειακές χώρες σε σχέση με τις χώρες της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης. Αυτό βέβαια δεν είναι λόγος να εφησυχάζουμε. Όμως δεν πρέπει να λειτουργούν οι κοινωνίες φοβικά επιδεινώνοντας έτσι το πρόβλημα. Θα πρέπει λοιπόν να αποφύγουμε κάποιες παγίδες, όπως η προτεραιοποίηση επένδυσης σε τεχνολογίες ασφάλειας και επιτήρησης. Οι κοινωνίες που επέλεξαν κάτι τέτοιο, με χειρότερο ίσως παράδειγμα τις ΗΠΑ (ανιχνευτές μετάλλων, ένοπλοι φρουροί στα σχολεία κλπ.), όχι μόνο δεν κατάφεραν να μειώσουν το φαινόμενο αλλά αντίθετα το επέτειναν.
Ωστόσο, για την σωστή ερμηνεία των αριθμών παίζουν κι άλλοι παράγοντες ρόλο, όπως το ηλικιακό όριο που ένας ανήλικος θεωρείται ποινικά υπόλογος. Όταν αυτό χαμηλώνει, τότε αυξάνονται και οι καταγραφές δειγμάτων – παραβάσεων. Για παράδειγμα σε σχέση με το νέο Ποινικό Κώδικα, όπου και οι δικές μας προτάσεις (του Ινστιτούτου του Παιδιού) δεν ελήφθησαν υπόψη, επεκτάθηκε ηλικιακά η έννοια της ποινικής ευθύνης του ανηλίκου, αναμενόμενο είναι να καταγράφονται πλέον περισσότερα σε ποσότητα περιστατικά παραβατικότητας ανηλίκων, χωρίς στην πραγματικότητα να έχει αλλάξει η κατάσταση. Χαρακτηριστικό επίσης παράδειγμα είναι η στάση των αστυνομιών σε όλο τον κόσμο απέναντι στη χρήση των λεγόμενων «μαλακών» ναρκωτικών (πχ. κάνναβη). Αναλόγως της αυστηρότητας αντιμετώπισης, αυξάνονται ή μειώνονται και οι συλλήψεις ανηλίκων.
Αυτό που περισσότερο από οτιδήποτε άλλο με ανησυχεί για την βία από τα παιδιά δεν είναι τα ποσοτικά όσο τα ποιοτικά χαρακτηριστικά. Είναι αλήθεια ότι τα περιστατικά που βλέπουν το φως της δημοσιότητας, έχουν μια σκληρότητα που δεν την βλέπαμε παλιότερα. Βλέπουμε μια αναλγησία που δεν την βλέπαμε πριν 10-15 χρόνια. Θυμάμαι μια περίπτωση που κληθήκαμε να παρέμβουμε σε ένα σχολείο το 2012, όπου μια παρέα παιδιών εκφόβιζε και βασάνιζε συμμαθητές ενώ ήταν (οι θύτες) μόλις στην Γ’ τάξη του Δημοτικού! Είναι λοιπόν πιο ανησυχητικά τα ποιοτικά παρά τα ποσοτικά χαρακτηριστικά.
Γιατί λοιπόν αυτό γίνεται; Πως μπορούμε να το κατανοήσουμε για να το αλλάξουμε; Το πρώτο πράγμα που πρέπει να αναλογιστούμε είναι «Τι έχει να θυμάται ένα παιδί σήμερα στην Ελλάδα από τη βιωμένη ζωή του; » Ένας έφηβος σήμερα 15-16 ετών τα μόνα που θυμάται είναι από το 2010-2011 και μετά. Τι θυμάται; Οικονομική κρίση. Αγωνία και άγχος στην οικογένεια. Και μετά από λίγο: Υγειονομική κρίση, φόβος αρρώστιας, θανάτου. Και μόλις τελείωσε η υγειονομική κρίση ξανάρχισε μια νέα οικονομική – γεωπολιτική. Τι έχει να θυμάται λοιπόν ένα παιδί; Μόνο επικείμενα δεινά και κινδύνους. Μόνο απειλή. Δεν έχει μνήμες από μία θετική ενατένιση του μέλλοντος. Και ακόμα περισσότερο, ποια ήταν η δημόσια αφήγηση; «Ζήσε και άσε τους άλλους να πεθάνουν». Και μόλις ξεκίνησε η υγειονομική κρίση: «Ο άλλος άνθρωπος είναι δυνητική πηγή θανάσιμου κινδύνου» ή «ακόμα κι εσύ, κίνδυνος θανάτου του παππού, του αγαπημένου…». Ακόμα πιο ανησυχητικό είναι για τα παιδιά τα ακόμα μικρότερα που πέρασαν αυτή την περίοδο σε ηλικία πχ. Δημοτικού σχολείου. Τα παιδιά λοιπόν γαλουχήθηκαν τα τελευταία χρόνια βλέποντας τους άλλους ως απειλή ή στην καλύτερη περίπτωση ως ανταγωνιστές για τις λίγες θέσεις στον ήλιο. Γιατί λοιπόν να μας κάνει εντύπωση ότι τα παιδιά επιδεικνύουν ολοένα και περισσότερη αναλγησία και σκληρότητα όταν ασκούν βία; Τι περιμένουμε ότι θα τα συγκρατήσει όταν εμείς οι ενήλικες τα τελευταία 15 χρόνια κάναμε ότι μπορούσαμε για να υπονομεύσουμε την δυνατότητα τους να βλέπουν στο άλλο παιδί, στον άλλο άνθρωπο την δυνατότητα της ευτυχίας τους, να ζήσουν μαζί με τον άλλον άνθρωπο μια καλύτερη ζωή;
Αν είναι έτσι, τότε μάλλον θα πρέπει να δοκιμάσουμε να ‘’περπατήσουμε το ποτάμι προς τα πάνω’’ κατά την αντίστροφη φορά. Αν είναι να μειωθεί ουσιαστικά ο κίνδυνος από την αναλγησία που δείχνουν τα παιδιά μεταξύ τους ή στους άλλους, αυτό θα γίνει μόνο μπορέσουμε να δουλέψουμε μαζί τους για να ξαναανακαλύψουν την χαρά της συλλογικής δημιουργίας ενός καλύτερου αύριο. Να ξαναανακαλύψουν πως ο άλλος άνθρωπος μπορεί να είναι η λύση στα προβλήματα κι όχι ένας κίνδυνος ή ένας ανταγωνιστής. Πρέπει να υιοθετήσουμε μια διαφορετική οπτική για το πρόβλημα, που να βλέπει τη βία που ασκείται από τα παιδιά ως μία υποπερίπτωση της βίας που δέχονται τα παιδιά, μια υποπερίπτωση της κακοποίησης, της παραμέλησης, της θυματοποίησης των παιδιών. Ένα παιδί που ασκεί βία είναι η απόδειξη της αποτυχίας των ενηλίκων που θα έπρεπε να του είχαμε δείξει έναν άλλο δρόμο. Παρατηρείται τα τελευταία χρόνια, όχι μόνο στην Ελλάδα, μια τάση απόσυρσης του ενήλικα που έχει την φροντίδα του παιδιού, μια τάση να ‘’ευχόμαστε’’ το παιδί να οριοθετηθεί μόνο του, αποφεύγοντας εμείς οι ενήλικες να μπούμε στο δύσκολο, συχνά δυσάρεστο, ρόλο να διαφωνούμε, να συμφωνούμε, να δείχνουμε έναν δρόμο. Δεν γίνεται όμως αλλιώς. Είναι ο ρόλος των ενηλίκων να παρέχουν, να φροντίζουν αλλά και να μαθαίνουν στα παιδιά. Αν αποσυρθούμε από αυτό το ρόλο δεν θα έρθει κανείς να τον αναπληρώσει. Ούτε ειδικός υπάρχει, ούτε αντικαταστάτης. Δεν υπάρχει ‘’συνεργείο παιδιού’’.
Οι συμπεριφορές και οι τυχόν εκδηλώσεις βίας – επιθετικότητας ενός παιδιού δεν αφορούν ποτέ μόνο ένα μέρος της ζωής του, πχ. το σχολείο ή τις παρέες. Είναι συνολικό ζήτημα και έτσι αντιμετωπίζεται, με όλους τους παράγοντες να μετέχουν και πάντα σε συνάρτηση και με την ηλικία. Ειδικά μάλιστα στις μικρές ηλικίες (πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης), σε βίαιες συμπεριφορές συχνότατα υπάρχει και κάποιου είδους ψυχοπαθολογία ή και απλά μια προσωπική ιστορία, που είτε έχει ήδη εντοπιστεί, είτε δεν έχει και θα πρέπει να εντοπιστεί για να μπορέσει να υποστηριχθεί κατάλληλα και το ίδιο το παιδί αλλά και το περιβάλλον».
Ο Κωνσταντίνος Χριστόπουλος, υπενθύμισε τον σημαντικό ρόλο που μπορεί να παίξει το Κέντρο Ημέρας Παιδιού και Εφήβου «Θάλπος» Μελισσίων για το Δήμο Πεντέλης, στο οποίο ο Γ. Νικολαΐδης είναι επιστημονικά υπεύθυνος, με τους ψυχολόγους και κοινωνικούς λειτουργούς που διαθέτει, ώστε να υποστηρίξει ειδικά τα Γυμνάσια και Λύκεια, όπου είτε δεν έχουν καθόλου, είτε μερικά και μόνο μία μέρα την εβδομάδα, ειδικούς σχολικούς ψυχολόγους και σχολικούς κοινωνικούς λειτουργούς ενώ προβλέπεται.
«Η Ένωση Γονέων θα αναλάβει πρωτοβουλία ενημέρωσης ξανά των διευθυντών ώστε να αξιοποιηθεί κάθε δυνατότητα» τόνισε και επεσήμανε ότι «δεν πρέπει τα φαινόμενα βίας και παραβατικότητας να ‘’ψυχολογικοποιούνται’’ καθώς αποτελούν πρωτίστως κοινωνικό πρόβλημα (και όχι ατομικό), οπότε και η μεγαλύτερη αναγκαιότητα είναι η συνδρομή κοινωνικών λειτουργών».
«Οι δομές δεν θεωρούνται κατάλληλες για την ομαλή επανένταξη των ανηλίκων»
Η Δρ. Κωστάκου με τον Γ. Λόφτσαλη παρέθεσαν μια δομημένη παρουσίαση για τον σχολικό εκφοβισμό και κυρίως για τη νεανική παραβατικότητα, επεξηγώντας τόσο το νομικό πλαίσιο και τους χαρακτηρισμούς πράξεων όσο και την δομή και τρόπο λειτουργίας του αρμόδιας διεύθυνσης και υποδιεύθυνσης της Ελληνικής Αστυνομίας.
Στην Ελλάδα η νεανική παραβατικότητα φαίνεται ότι κινείται στο πλαίσιο της χαμηλής και μεσαίας βαρύτητας, ωστόσο ανησυχία προκαλεί το γεγονός ότι αυξάνονται τα αδικήματα βίας, ότι μειώνεται το όριο που ξεκινά η εμπλοκή των ανηλίκων και συναντώνται πολλαπλά και πολύ σοβαρά προβλήματα στον πυρήνα των οικογενειών των ανηλίκων παραβατών.
Παρ’ όλα αυτά , οι δράσεις επικεντρώνονται στην ενθάρρυνση της συνεργασίας με τη σχολική κοινότητα, την οικογένεια και τις αρμόδιες κοινωνικές υπηρεσίες αλλά και την ενημέρωση σε γονείς και μαθητές, καθώς η νεανική παραβατικότητα δεν είναι μόνο ζήτημα αστυνομικής φύσεως και χρειάζεται συνολική στρατηγική με έμφαση στην πρόληψη.
Ο Π. Δαμιανός αναφέρθηκε στο σκέλος όπου πλέον ο ανήλικος παραβάτης έχει έρθει αντιμέτωπος με το νόμο και τις συνέπειες του. Δυστυχώς, οι δομές δεν θεωρούνται επαρκείς και κατάλληλες για την ομαλή επανένταξη των ανηλίκων. Ωστόσο η εκπαίδευση, όπως το παράδειγμα στον Αυλώνα, μπορεί να έχει ευεργετικά αποτελέσματα. Πέρα από το μαθησιακό μέρος, διέξοδοι έκφρασης αλλά και κοινωνικοποίησης μέσω της τέχνης, του θεάτρου, του αθλητισμού, του πολιτισμού αποδεικνύονται να ωφελούν πολλαπλά τόσο τους ανήλικους όσο και το άμεσο αλλά ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον. Ωστόσο, σημαντικό παραμένει το πρόβλημα για το μετά, καθώς δεν υπάρχουν δομές, φορείς, οργανώσεις με μέσα και εκπαίδευση ώστε να υποστηρίξουν στα πρώτα βήματα ξανά στην κοινωνία αυτά τα παιδιά και συχνά παρά τα σημαντικά βήματα προόδου βρίσκονται μετά στο κενό ή ακόμα χειρότερα επιστρέφουν σε άσχημα μονοπάτια.
Η συμμετοχή λοιπόν όλων μας σε πρωτοβουλίες, πρώτα από όλα πρόληψης και ενημέρωσης, αλλά και σε δράσεις τακτικές, βιωματικές, άμεσες με τα παιδιά πρέπει να είναι προτεραιότητα για όλους, ανέφερε ο Κωνσταντίνος Χριστόπουλος.
Η συζήτηση, η οποία αναμένεται να επαναληφθεί σύντομα, όπως ενημερώνουν οι διοργανωτές, συνεχίστηκε με αμείωτο ενδιαφέρον και πολλές ερωτήσεις και απαντήσεις από όσους παρακολουθούσαν δια ζώσης αλλά και διαδικτυακά.
Τη συζήτηση μπορείτε να την παρακολουθήσετε στο https://fb.watch/qUBDNh3Qgb/ ή στη σελίδα της Ένωσης Γονέων Πεντέλης στο Facebook: https://www.facebook.com/enosigoneonpentelis