«Και ο πρώτος εσάλπισεν• και εγένετο χάλαζα και πυρ μεμιγμένα εν αίματι και εβλήθη εις την γην• και το τρίτον της γης κατεκάη, και το τρίτον της γης κατεκάη, και το τρίτον των δένδρων κατεκάη, και πας χόρτος χλωρός κατεκάη…». [Αποκάλυψις Ιωάννη]
Ρεπορτάζ: Θάνος Σταθόπουλος
Περισσότερες φωτογραφίες
Συμφωνούμε ότι ήταν από τις δυσκολότερες -όπως εξελίχθηκαν- πυρκαγιές στην Αττική, τα τελευταία χρόνια. Να συμφωνήσουμε, επίσης, ότι ο αέρας δεν ήταν σύμμαχος, αφού η έντασή του ελάχιστες φορές περιορίσθηκε στα 5 μποφόρ. Να συμφωνήσουμε, τέλος, ότι όσοι έλαβαν μέρος στην κατάσβεση της φωτιάς έδωσαν τον καλύτερο εαυτό τους. Ωστόσο, τίποτε από τα παραπάνω δεν μπορούν να καλύψουν τις ευθύνες όσων, για άλλη μια φορά, δεν κατάφεραν να διασώσουν τη συλλογική και ατομική περιουσία μας και -το κυριότερο- από την τραγική τους ανεπάρκεια παραλίγο να θρηνήσουμε θύματα.
Η αλήθεια είναι ότι, αμέσως με το που τέθηκαν σε έλεγχο οι φωτιές, άρχισε η έντονη κριτική για την ανεπάρκεια του κρατικού μηχανισμού. Ανάμεσα στις φωνές της κριτικής είναι φυσικό να υπάρχουν και ακραίες θέσεις και υπερβολές.
Η ΑΜΑΡΥΣΙΑ θα προσπαθήσει, όσο το δυνατόν πιο νηφάλια, να εκθέσει μια πλευρά των συμβάντων, όπως αυτά έλαβαν χώρα στην Πεντέλη. Και είναι η πλευρά που παρακολούθησε λεπτό το λεπτό, στο πλευρό των δυνάμεων του Συνδέσμου για την Προστασία & Ανάπλαση του Πεντελικού (ΣΠΑΠ), αλλά και στο ρεπορτάζ που έκανε σε όσα μέτωπα της φωτιάς μπόρεσε να βρεθεί. Παράλληλα, όμως, δεν μπορεί παρά να θέσει και ερωτήματα που πρέπει κάποτε ν’ απαντηθούν από τους αρμοδίους. Κι αυτό, όχι για ν’ αποδοθούν οι όποιες ευθύνες -ελάχιστοι πλέον ελπίζουμε ότι θα το ζήσουμε αυτό στην Ελλάδα- αλλά, τουλάχιστον, μήπως καταφέρουμε και δεν επαναλάβουμε τα ίδια λάθη στο μέλλον.
Περιμέναμε τη φωτιά να έρθει…
Από νωρίς το πρωί του Σαββάτου, όταν η ΑΜΑΡΥΣΙΑ επικοινώνησε με τον πρόεδρο του ΣΠΑΠ, δήμαρχο Πεντέλης Δημήτρη Στεργίου-Καψάλη, ήταν έκδηλη η ανησυχία ότι η… υποτιμημένη φωτιά που ξεκίνησε από το Γραμματικό, είχε μεγάλες πιθανότητες να μεταφερθεί στην Πεντέλη. Μάλιστα, ο δήμαρχος, όταν τον συναντήσαμε στην πρώτη αμυντική θέση του ΣΠΑΠ, στη διασταύρωση με το γερμανικό νεκροταφείο, μας είπε ότι οι πιθανότητες για επέκταση της φωτιάς στο Πεντελικό βουνό είναι 50-50.
Κοιτώντας κάποιος προς το Διονυσοβούνι, όπου το μόνο που φαινόταν ήταν καπνοί κι ούτε μία φλόγα, θα μπορούσε να υποθέσει ότι οι ανησυχίες ήταν υπερβολικές. Ωστόσο, ο άνεμος και οι φλόγες είχαν άλλη άποψη… Η φωτιά, όχι μόνο «καβάλησε» το Διονυσοβούνι, αλλά πλέον κατευθυνόταν ακάθεκτη προς την Πεντέλη.
Το αμυντικό μέτωπο των δυνάμεων του ΣΠΑΠ υποχωρούσε σταδιακά προς τη δεύτερη αμυντική θέση, στον περιφερειακό δρόμο της Πεντέλης, αρχικά κοντά στο Πανόραμα, μετά στη Μόμα, στη θέση Κατσουλιέρη κ.ο.τ. Ήταν οι στιγμές που ακούγονταν οι πρώτες διαμαρτυρίες, γιατί δεν δίνεται κάπου η μάχη, «γιατί δεν ρίχνουμε ούτε μια ριπή νερού στη φωτιά». Την επόμενη μέρα, την απάντηση έδωσε ο κ. Στεργίου στην εφημερίδα μας (παραπλεύρως η συνέντευξη), όπου επισήμανε αυτό που κατέγραψε και το ρεπορτάζ της ΑΜΑΡΥΣΙΑΣ το Σάββατο το βράδυ προς ξημερώματα Κυριακής. Ανάμεσα στις δυνάμεις του Συνδέσμου δεν υπήρχε ούτε ένα όχημα της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας. Και όπως τόνισε ο κ. Στεργίου, «εμείς δεν μπορούμε να υποκαταστήσουμε την Πυροσβεστική».
Το αποτέλεσμα ήταν όλο το βράδυ να κυλήσει σε μία κατάσταση νευρικής αναμονής, με τις φλόγες να ζώνουν από παντού το βουνό και τις επίγειες δυνάμεις να στέκονται ανήμπορες, κοιτώντας τις φλόγες να κατατρώγουν το πράσινο της Αττικής. Το πλέον ανησυχητικό ήταν ν’ ακούς από τα στόματα έμπειρων στελεχών του ΣΠΑΠ, ότι το πρωί η φωτιά θα είναι μέσα στον οικιστικό ιστό.
Όπως το ‘παν, έγινε
Δυστυχώς, τα στελέχη του ΣΠΑΠ επιβεβαιώθηκαν. Κυριακή πρωί τα ελικόπτερα πυρόσβεσης επιχειρούσαν γύρω από τον οικιστικό ιστό της πόλης. Την ίδια στιγμή, συνεργεία του ΣΠΑΠ, η Πυροσβεστική Υπηρεσία κι εθελοντές έδιναν πραγματικές μάχες, κυριολεκτικά στα όρια της Πεντέλης. Ήταν, όμως, αργά. Εκεί που νόμιζες ότι έλεγχες ένα μέτωπο, ο άνεμος αναζωπύρωνε τις φλόγες, οι οποίες σε κύκλωναν.
«Αγγίξαμε πολλές φορές τον θάνατο», δηλώνει ο δήμαρχος Πεντέλης στην «Α» και έχει δίκιο. Ήταν πολλές οι στιγμές, που εικονογραφώντας και φωτογραφίζοντας τα παιδιά του ΣΠΑΠ, χωμένα στην ψηλή βλάστηση, χαμένα μέσα στους καπνούς, σχεδόν μέσα στις φλόγες, σου κοβόταν η ανάσα. Κι ήταν αυτή η επαναλαμβανόμενη κραυγή, που σ’ έκανε ν΄ ανατριχιάζεις: «Νερό, δεν έχω νερό!».
Οι κάτοικοι, συγκεντρωμένοι άλλοι στη διασταύρωση προς το Νταού Πεντέλης, άλλοι στην κεντρική πλατεία, άλλοι μπροστά στο δημαρχείο, δείχνουν να μην πιστεύουν αυτό που συμβαίνει. Με βρεγμένες πετσέτες και μαντήλια στο πρόσωπο, μιας κι ο αποπνικτικός καπνός εμποδίζει την αναπνοή και καίει τα μάτια, κλαίνε για το δάσος που χάνεται, για την περιουσία τους που κάηκε, για τους ανθρώπους που κινδυνεύουν. Κλαίνε και οργίζονται και ξεσπούν σε όποιον αρμόδιο ή αναρμόδιο βρίσκουν μπροστά τους.
Και ξαφνικά η σκηνή αλλάζει. Τα πυροσβεστικά κι άλλα οχήματα απομακρύνονται όπως-όπως, προς το δημαρχείο, σέρνοντας τις μάνικες πίσω τους. Οι σειρήνες των περιπολικών ουρλιάζουν, ενώ από τα μεγάφωνα ακούγονται στη διαπασών οι εντολές: «Απομακρυνθείτε άμεσα. Πάρτε τα αυτοκίνητα. Άμεσος κίνδυνος». Σηκώνοντας το βλέμμα, αντικρίζεις ένα θέαμα που σου κόβει την ανάσα. Οι φλόγες ξεπηδούν πάνω από την πόλη, και περνούν στον χώρο απέναντι από το δημαρχείο Πεντέλης.
Το κομφούζιο κι ο πανικός είναι απερίγραπτος. Ξαφνικά ξεκινούν ταυτόχρονα πυροσβεστικά οχήματα, υδροφόρες και Ι.Χ., με αποτέλεσμα να «φρακάρουν» μπροστά στο δημαρχείο. Ο κόσμος να τρέχει προς όλες τις κατευθύνσεις, χωρίς να ξέρει πού να πάει. Και το χειρότερο, να μην υπάρχει κάποιος ψύχραιμος, που να επιβληθεί στην κατάσταση και να δώσει τις κατάλληλες εντολές για μια οργανωμένη εκκένωση του χώρου.
Τραγικές σκηνές
Η ατμόσφαιρα πλέον έχει γίνει αποπνικτική. Το δημαρχείο Πεντέλης μέσα στους καπνούς, με τους υπαλλήλους να ρίχνουν με τις μάνικες στα δένδρα που βρίσκονται στον προαύλιο χώρο του, για ν’ αποτρέψουν την επέκταση της φωτιάς. Ακούγονται οι πρώτες εκρήξεις, πιθανότατα φιαλών, από τα μαγαζιά της Πεντέλης, ενώ συνεργείο της Πυροσβεστικής προσπαθεί να κόψει το συρματόπλεγμα, για να εισέλθει στον χώρο, δίπλα στο Διορθόδοξο Κέντρο, που έχει παραδοθεί στις φλόγες.
Μια γυναίκα ουρλιάζει στον επικεφαλής ενός πυροσβεστικού οχήματος να την ακολουθήσει στο σπίτι της, όπου είναι τα παιδιά της και κινδυνεύουν να καούν. Εκείνος παίρνει το όχημα και την ακολουθεί. Έτσι, χωρίς εντολή, χωρίς κεντρικό συντονισμό.
Λίγο πιο πέρα, ένα 12χρονο αγόρι κλαίει μ’ αναφιλητά, προσπαθώντας να εξηγήσει σε αστυνομικούς και κατοίκους ότι έχασε τον πατέρα του μέσα στον πανικό της φωτιάς. Διαρκή τηλεφωνήματα για να εντοπισθεί ο γονιός, που ωστόσο για ώρες μένουν αναπάντητα.
Οι αστυνομικές δυνάμεις απομακρύνουν διαρκώς τον κόσμο, αρχικά προς την πύλη του Διορθόδοξου Κέντρου, μετά προς την πύλη της Μονής Πεντέλης κι ύστερα ακόμη χαμηλότερα. Ωστόσο, το κακό έχει γίνει. Σχεδόν όλη η έκταση γύρω από τη Μονή Πεντέλης και το Διορθόδοξο Κέντρο έχει παραδοθεί στις φλόγες. Στάχτη κι αποκαΐδια και πολλά αναπάντητα γιατί να περνούν από στόμα σε στόμα, μα να μην φθάνουν ποτέ στ’ αφτιά των αρμοδίων. ΓΙΑΤΙ ΚΑΗΚΑΜΕ ΠΑΛΙ;
ΠΟΙΟΣ ΘΑ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙ ΣΤΑ ΓΙΑΤΙ
Είναι αναρίθμητα τα γιατί που δημιούργησε η μεγάλη καταστροφή στην Πεντέλη. Θα προσπαθήσουμε να μεταφέρουμε μερικά από αυτά, όσα δημιουργήθηκαν σε μας τους ίδιους κι όσα μας μεταφέρθηκαν από κατοίκους, αλλά και παράγοντες της πόλης.
1. Γιατί, αφού ήταν εμφανές ότι οι φλόγες θα μπουν στην πόλη, δεν φρόντισαν οι επίγειες δυνάμεις ν’ ανακόψουν το μέτωπό τους ή τουλάχιστον να προσπαθήσουν να το κάνουν, το βράδυ του Σαββάτου προς ξημέρωμα Κυριακής;
2.Γιατί άργησαν οι αρμόδιες υπηρεσίες να κλείσουν την πρόσβαση προς την Πεντέλη, από το ύψος της διασταύρωσης με τα Μελίσσια, αποτρέποντας τους περίεργους που ανέβαιναν να χαζέψουν(!) τη φωτιά;
3. Ποιος επέτρεψε να υπάρχουν τόσα σταθμευμένα αυτοκίνητα στον χώρο γύρο κι απέναντι από το δημαρχείο Πεντέλης, αλλά και κατά μήκος του δρόμου, σε θέσεις που αποδεδειγμένα θα εμπόδιζαν την κυκλοφορία των οχημάτων πυρόσβεσης;
4. Ποιος συντόνιζε την εκκένωση της πόλης και γιατί αυτή έπρεπε να γίνει με τον άναρχο τρόπο που συνέβη, όταν πια οι φλόγες ορθώνονταν απειλητικές πάνω από αυτήν;
5. Υπήρχε συντονισμός μεταξύ Γενικής Γραμματείας Πολιτικής Προστασίας, Πυροσβεστικής Υπηρεσίας, Αστυνομίας και ΣΠΑΠ; Κι αν ναι, γιατί αυτή δεν φάνηκε στην πράξη;
Να διευκρινίσουμε κάτι. Δεν υπάρχει πρόθεση να τα βάλει κανείς με τους απλούς αστυνομικούς, πυροσβέστες ή άλλους συνανθρώπους μας, οι οποίοι έμειναν ξάγρυπνοι για ώρες, δίνοντας ο καθένας τη δική του μάχη. Όλους αυτούς τους ευχαριστούμε. Ωστόσο, σε πολλές περιπτώσεις -θέλετε από έλλειψη πείρας, θέλετε από έλλειψη εκπαίδευσης- σου έδιναν την εντύπωση ότι ελάχιστα μπορείς να στηριχθείς σε αυτούς. Κάτι για το οποίο δεν ευθύνονται οι ίδιοι, αλλά οι προϊστάμενοί τους. Οι δε τελευταίοι, θα πρέπει να κατανοήσουν ότι οι διευθυντικές θέσεις δεν είναι μόνο για ν’ ανταλλάσσουν χειραψίες και να κάνουν δηλώσεις στα ΜΜΕ, αλλά συνεπάγονται και μεγάλες ευθύνες, τις οποίες κάποιοι, κάποτε, θα πρέπει και να τις αναλαμβάνουν.