Μια γυναίκα πενήντα ενός χρονών, η Μαργαρίτα Παπασιδέρη, πέφτει από την ψηλή καμάρα του γιοφυριού της Άρτας και σκοτώνεται…
Η κόρη της, η Θάλεια, μια επιτυχημένη συγγραφέας, έρχεται στην Άρτα από την Αθήνα, να ανακαλύψει αν η μητέρα της δολοφονήθηκε ή αυτοκτόνησε όπως λέει η τοπική αστυνομία.
Η Θάλεια δεν πιστεύει στην αυτοκτονία. Κάτι δεν της ταίριαζε. Ήταν αποφασισμένη να το ανακαλύψει. Θα έφθανε με κάθε τρόπο στην αλήθεια. Ως συγγραφέας είχε δύο πλεονεκτήματα: μεγάλη φαντασία και παρατηρητικότητα. Και αρχίζει αμέσως την έρευνα, για να ανακαλύψει τον ένοχο για το θάνατο της μητέρας της.
Όταν έφθασε στο σημείο της τραγωδίας, είδε (ή μήπως ήταν η φαντασία της;) μια γυναικεία φιγούρα να ξεπροβάλλει από τα θεμέλια του γεφυριού. Λες και την καλούσε η ματωμένη γέφυρα και το πνεύμα της κάτι ν’ ανακαλύψει…
Κάποια όνειρα μεταφέρουν την Θάλεια στην περίοδο της Τουρκοκρατίας, το 1612, τότε που ξαναχτιζόταν το γεφύρι της Άρτας (Το γεφύρι που η δυσκολία κατασκευής του έδωσε τροφή στην παράδοση, το μύθο, την ποίηση, τη ζωγραφική, τη μουσική και το θέατρο. Το γνωστό δημοτικό τραγούδι, που εξυμνεί τη θυσία της γυναίκας του πρωτομάστορα για να στεριώσει το γεφύρι, υπήρξε πρότυπο για παραλλαγές τραγουδιών σε όλη τη Βαλκανική).
Βλέπει στα όνειρά της η Θάλεια έναν καταδικασμένο έρωτα, έναν ανεκπλήρωτο έρωτα, έναν άδοξο έρωτα, στα χρόνια εκείνα της σκλαβιάς. Βλέπει τον έρωτα της μικρής ελληνίδας Λένης και του Τούρκου έφηβου Κερίμ.
Τα όρια μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας είναι ρευστά. Υπάρχουν στη γη χαραγμένες γραμμές, λεπτές γραμμές, αόρατες για τα μάτια νεκρών και ζωντανών, όπου συναντιούνται και επικοινωνούν οι ζωντανοί με τους πεθαμένους (τα όνειρα χιμούνε στους ανθρώπους, όταν εκείνοι είναι ανυπεράσπιστοι μες στον ύπνο τους, ζητώντας τη μετοχή τους στο ανθρώπινο, την ανθρωποποίηση, όπως εμείς οι αλαζόνες επιδιώκουμε τη θεοποίηση…) .
Τι λόγο έχει το υποσυνείδητο της Θάλειας να της μεταφέρει αυτή την τραγική ιστορία; Τι θέλει να της πει αυτό το κορίτσι, που θάφτηκε στα θεμέλια της γέφυρας; Μήπως το ένστικτο την προειδοποιούσε για κάτι που είχε σχέση με τη μητέρα της; Τι μήνυμα προσπαθούσε να της στείλει; Μήπως πρέπει να αποκρυπτογραφήσει τα μηνύματα αυτά; Τι κοινό έχει το κορίτσι του 1600 με μια γυναίκα της εποχής μας;
Ο Θόδωρος Παπασιδέρης, ο πατέρας της, ήταν ο κυριότερος ύποπτος για τον θάνατο της μητέρας της. Από αυτόν έπρεπε να αρχίσει τις έρευνες.
Στις έρευνές της για να λύσει το μυστήριο, θα την βοηθήσει και ο δημοσιογράφος Λεωνίδας Λυμπέρης, ένας παλιός φίλος της μητέρας της.
Πρόκειται για μια ιστορία όπου κάθε τόσο εμφανιζόταν και κάποιος καινούργιος πρωταγωνιστής που πρόσθετε το δικό του σασπένς στην υπόθεση του θανάτου της Μαργαρίτας, που έδειχνε να κουβαλάει τα δικά του μυστικά, που μπέρδευε ακόμα περισσότερο το κουβάρι της αλήθειας…
Γιατί τα τελευταία λόγια της Μαργαρίτας ήταν: «Δεν αντέχω άλλο. Θα κάνω αυτό που πρέπει»;
Τι ήταν αυτό που δεν άντεχε η μητέρα της Θάλειας;
Τι είδος φορτίο ήτανε τόσο δυσβάστακτο για τους λεπτούς ώμους της ευαίσθητης αυτής γυναίκας;
Τι ήταν αυτό που είχε αποφασίσει να κάνει; Και ποιον έβλαπτε αυτή της η απόφαση;
Πώς το είχε ανακαλύψει η Μαργαρίτα;
Υπήρχαν κι άλλοι άνθρωποι που είχαν παίξει σημαντικό ρόλο στη ζωή της μητέρας της;