Γράφει η Μαρία Σπυροπούλου – Θεοδωρίδου, φιλόλογος
Ο Οδυσσέας Ελύτης είπε: «Η δουλειά του ποιητή είναι να καθιστά ορατό και συγκεκριµένο αυτό που είναι µέσα µας διάχυτο. Κάθε καλό ποίηµα είναι η υλοποίηση µιας ασύλληπτης στην καθηµερινή ζωή πραγµατικότητας». Και πράγµατι, µέσα από τη βαριά κληρονοµιά της ελληνικής γλώσσας στην οποία του έλαχε να γράψει, ο Οδυσσέας Ελύτης υλοποιεί την παραπάνω ρήση του. Καθιστά ορατά και συγκεκριµένα προβλήµατα καθηµερινά, παρ’ όλη την ασαφή προβολή τους.
Αυτό ακριβώς συµβαίνει και µε το ποίηµα «Η Μαρίνα των βράχων», από τη συλλογή του «Προσανατολισµοί», που καταπιάνεται µε το ψυχολογικά δύσβατο θέµα των συναισθηµατικών διακυµάνσεων της εφηβείας και της πορείας προς την ενηλικίωση. Η Μαρίνα των βράχων, τοποθετηµένη σε ένα βραχώδες τοπίο, προβάλλεται σαν µια οπτασία σε πεδίο πέρα από το ορατό˙ διαβάζοντας κανείς την εσωτερική της «περιπέτεια» διεισδύει στο σκηνικό της ποιητικής µαγείας και των συνειρµών.
Αυτή είναι στο βάθος η υπερρεαλιστική τάση του Ελύτη, η εξωτερίκευση και η διάχυση συναισθηµάτων µε τρόπο που υπερβαίνει την πραγµατικότητα µέσα από λέξεις που δηµιουργούν συναισθηµατική φόρτιση, άφθονες στην Ελληνική γλώσσα, και εικόνες ζωγραφικές, ονειρικές και ασχηµατοποίητες.
ΟΔΥΣΣΕΑ ΕΛΥΤΗ: Η Μαρίνα των βράχων
Μια ερμηνευτική προσέγγιση
Ο τίτλος του ποιήματος «Μαρίνα των βράχων» παραπέμπει ευθέως σε θαλασσινό τοπίο, αφού το όνομα της ηρωίδας του «Μαρίνα» είναι η ίδια η θάλασσα, ενώ το δεύτερο σκέλος του τίτλου, «των βράχων», ζωγραφίζει την άγρια μορφή του ποιητικού σκηνικού. Εξάπτει τη φαντασία μας, διεγείρει την περιέργειά μας και μας θέτει ταυτόχρονα σε αγωνιώδη αναμονή ως προς το περιεχόμενό του.
«Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη» είναι το βασικό επαναλαμβανόμενο μοτίβο του ποιήματος, συνδετικός κρίκος των ενοτήτων του. Φράση που περιέχει λέξεις με συναισθηματικό βάρος, όπως η λέξη «γεύση» με τη μεταφορική της έννοια και η λέξη «τρικυμία» που προϊδεάζει για την ακολουθούσα αγωνία της ηρωίδας.
«-Μα πού γύριζες;» Νοητό διάλογο με την ηρωίδα του άνοιξε ο ποιητής, διαπιστώνοντας την εσωτερική της περιπλάνηση και αναστάτωση. Δίπλα στην αγριεμένη θάλασσα με το ακατάπαυστο βουητό της, η νοερή «παρουσία» μιας νεαρής ύπαρξης κινείται, τριγυρίζει με γεμάτη τρικυμία ψυχή από το βάρος της ανασφάλειας, το φόβο της διάψευσης, την αναμονή της εκπλήρωσης των επιθυμιών και των ελπίδων. Αναζητεί φως και διέξοδο όλη μέρα, περιπλανιέται σε δύσβατα βράχια, «ολημερίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας», υποφέρει ονειροπολώντας, ενώ ο «αετοφόρος άνεμος», ο άνεμος με την ορμητική επέλαση και το ακάθεκτο του αετού, δεν γύμνωσε μόνο τους λόφους, «γύμνωσε την επιθυμία της ως το κόκκαλο», αποκάλυψε δηλαδή και ξεγύμνωσε ολοκληρωτικά την ταλαιπωρημένη ψυχή της. «Οι κόρες των ματιών της πήρανε τη σκυτάλη της χίμαιρας». Τα μάτια της, ο καθρέφτης της ψυχής, ταυτίζονται με την εικόνα του μυθικού πλάσματος της φαντασίας, τη Χίμαιρα, κόρη του Τυφώνα και της Έχιδνας, που μεταφέρεται σήμερα στη γλώσσα μας με το εννοιολογικό περιεχόμενο της ουτοπίας και της αυταπάτης. Μαρτυρούν την αγωνία της για τις ουτοπικές επιθυμίες της, για τις ερωτικές ονειροπολήσεις της «ριγώντας μ’ αφρό τη θύμηση», γυρίζοντάς την δηλαδή στο παρελθόν με ανατριχιαστικό και οδυνηρό τρόπο. Οι αναμνήσεις την συνταράζουν, ανακαλώντας τες με νοσταλγία. Την ξαναγυρίζουν στον «μικρό Σεπτέμβριο», εποχή – λιμάνι απάνεμο των επιθυμιών της. Τότε που είχε αφήσει εκεί τα παιδικά της όνειρα παίζοντας με τις φίλες της στις ανηφοριές, «στο κοκκινόχωμα», που μ’ αυτό εκφράζει ο ποιητής τη λαχτάρα και τους πόθους της, στα μέρη που εκείνες «άφηναν αγκαλιές τα δυοσμαρίνια», εκεί δηλαδή που όλες μαζί έπλαθαν ελπίδες και όνειρα, μα που τώρα όλα αυτά διαψεύστηκαν, δεν είναι παρά μόνο πικρές αναμνήσεις.
«-Μα που γύριζες;», αναρωτιέται και πάλι ο ποιητής, πού περιπλανιόσουν ακόμα και τη νύχτα, «ολονυχτίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας», στα απρόσιτα βράχια της ψυχικής σου αγωνίας, παραδομένη στη συνεχόμενη αστάθεια και τις μεταπτώσεις των συναισθημάτων σου! Και αμέσως μετά η προτροπή του, το μήνυμα αισιοδοξίας, «να μετρά μεσ› το γδυτό νερό τις φωτεινές μέρες, ανάσκελη να χαίρεται την αυγή των πραγμάτων», να αναζητά δηλαδή χαρές στα απλά της ζωής, να έχει ανοιχτή την καρδιά της, πρόσφορο και γόνιμο το έδαφος της ψυχής της σε κάθε καλό που έρχεται, δίνοντάς της μορφή ποιητική, ερωτική και άυλη, αποκαλώντας την «ηρωίδα ιάμβου».
Κι’ ύστερα, επανέρχεται ο ποιητής στην ψυχική αγωνία, τις δοκιμασίες και την αναστάτωση της νεαρής ύπαρξης που περιπλανιέται με «μια γεύση τρικυμίας στα χείλη κι ένα φόρεμα κόκκινο σαν αίμα» που μ’ αυτό φανερώνει την ψυχική της φόρτιση, δίνοντάς της όμως να καταλάβει ότι απέναντι σ’ όλα αυτά υπάρχει «το χρυσάφι του καλοκαιριού και το άρωμα των γυακίνθων», η ελπίδα δηλαδή και η χαρά της ζωής.
Και μετά ο ποιητής καταλήγει στον έρωτα, τη λύτρωση και δικαίωση της ζωής, όπου στα γνωστά, δύσβατα λημέρια, σ› αυτούς τους «γιαλούς και τους κόλπους και τα βότσαλα με το αρμυρό θαλασσόχορτο», η ηρωίδα του αναγνώρισε το αίσθημά της, μαζί με τον πόνο όμως, «ένα αίσθημα που μάτωνε», που πονούσε γλυκά, που ανέβαζε την ψυχή της ως τα ουράνια με μόνο το όνομά του στα χείλη της, μα που αυτός ο πόνος άρχισε σιγά-σιγά να δυναμώνει την ψυχή της, να την ωριμάζει.
Συμβουλευτικός και παρηγορητικός στο τέλος ο ποιητής, «άκουσε» της λέει. Έχει κατά νου να ανακουφίσει τη «Μαρίνα των βράχων», να την προειδοποιήσει, με σύνεση και με το λόγο που είναι «των στερνών η φρόνηση». Επιθυμεί να την ξαναφέρει σε γήινα μονοπάτια μιλώντας της για τον «χρόνο γλύπτη των ανθρώπων παράφορο» που αναπότρεπτα, υπομονετικά κι’ ανελέητα, ακονίζει, σμιλεύει, εξωραΐζει τα ανθρώπινα, γλυκαίνει τον πόνο, ωριμάζει τους νέους… η εικόνα της ψυχρής πραγματικότητας αναφαίνεται αμείλικτη.
Το ποίημα κλείνει επιφυλάσσοντας πάντως ο ποιητής αισιόδοξη προσμονή στην ηρωίδα του, αφού πιστεύει ότι ο αφέντης ήλιος, στέκεται δίπλα στο χρόνο «θηρίο ελπίδας» ˙ υπενθυμίζοντάς της όμως ότι αν αυτή παραμείνει «στυλωμένη στους βράχους με τη χτενισιά της θύελλας», εγκλωβισμένη δηλαδή και προσκολλημένη σε εμμονές, φαντασιώσεις και αγωνίες, δεν έχει ελπίδα να ξαναβρεί τον έρωτα, να απολαύσει τις χαρές της ζωής, «να αλλάξουνε ρέμα τα ποτάμια… να ξαναφιλήσει κερασιές», παρά μόνο αν δραπετεύσει από τον κόσμο των ονείρων, αν «αποχαιρετίσει το αίνιγμά της» και επανέλθει στον κόσμο τον απλό, τον γήινο, στην ενηλικίωση δηλαδή και στην ωριμότητα, με όλους τους πόνους και τις χαρές της.
Το ποίημα, μέσα από τη φαντασία, την αποστασιοποίηση από τη λογική, τις ονειρικές εικόνες και τη γλωσσική του δύναμη, με τον πλούτο λέξεων, φράσεων και εννοιών και τους ρηξικέλευθους μεταφορικούς συνδυασμούς τους, αφήνει αναμφίβολα ‘’μια γεύση τρικυμίας έντονων συναισθημάτων στα χείλη’’ τόσο εκείνων που ανακαλούν οδυνηρά συναισθήματα της εφηβείας όσο και εκείνων που με έντονο τρόπο την βιώνουν.
«Αυτό είναι στο βάθος η ποίηση, η τέχνη να οδηγείσαι και να φτάνεις προς αυτό που σε υπερβαίνει» θα πει ο Οδυσσέας Ελύτης στον λόγο του στη Σουηδική Ακαδημία κατά την τελετή βράβευσής του με το Nobel Λογοτεχνίας. Και πράγματι, η «Μαρίνα των βράχων» μας οδηγεί, ή μάλλον μας απογειώνει και μας ανεβάζει σε υπερβατικούς αιθέρες.