Είδα την «Παλίρροια του Σεπτέμβρη», ένα από τα λίγα (το τρίτο) θεατρικά έργα της Δάφνης Ντι Μοριέ, στο θέατρο Αμιράλ, με την Ελένη Ερήμου στο κεντρικό ρόλο και δευτεραγωνιστή τον Αλέκο Συσσοβίτη.
Πρόκειται με δυο λόγια για την ιστορία ενός απαγορευμένου έρωτα που ξέσπασε με την παλίρροια του Σεπτέμβρη στην Κορνουάλλη της Αγγλίας, 20 χρόνια μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο.
Η Στέλλα, μια όμορφη, συντηρητική και ρομαντική αγγλίδα εμπνέει τον έρωτα στον Ήβαν, τον άντρα της κόρης της, έναν ιδιόμορφο και διάσημο ζωγράφο.
Ο έρωτας είναι τόσο δυνατός όσο και αναπάντεχος, που παρασύρει τη Στέλλα σε πράξεις και σκέψεις που ποτέ δεν είχε τολμήσει να κάνει στη ζωή της. Η παλίρροια του Σεπτέμβρη για μια νύχτα σαρώνει όλα της τα ταμπού. Μπορεί όμως ένας τέτοιος έρωτας να ζήσει και στο φως της μέρας;
Η ένταση, η αγάπη για την κόρη της, οι τύψεις, η δίψα για ζωή θα τυραννήσουν τη Στέλλα και θα την οδηγήσουν σε μεγάλες αποφάσεις.
Το θέμα όμως είναι, όλα τα παραπάνω να αποδοθούν ατμοσφαιρικά, με το ανάλογο σκοτεινό ύφος της Δάφνης Ντι Μοριέ, και να μπορέσουν να πείσουν. Διότι η αγγλική ψυχραιμία και νηφαλιότητα είναι παροιμιώδη και δύσκολο να απομιμηθούν, χαρακτηριστικά. Ταυτόχρονα, το υποβόσκον πάθος και οι εσωτερικές εντάσεις πρέπει κι αυτές να αποδοθούν σωστά. Δεν είναι μόνο η παλίρροια, που τη βλέπουμε στην οθόνη πίσω από τους πρωταγωνιστές, είναι και ο εσωτερικός κόσμος των ηρώων. Ο ανταγωνιστικός φθόνος του Ρόμπερτ του φίλου της Στέλλας, που διαπιστώνει ότι χάνει το τρένο της φιλίας μαζί της από τον Ήβαν και ο ίδιος ο Ήβαν, που ενώ είναι παρορμητικός πρέπει να συγκρατήσει χωρίς να το κατορθώσει τελικά, το πάθος του.
Δυστυχώς, παρά το εξαιρετικό ντεκόρ και την υποβλητική μουσική που προσπαθεί να τονίσει τις δραματικές στιγμές, η παράσταση σε γενικές γραμμές δύσκολα κερδίζει τον θεατή.
Η νεαρή Βίκυ Καλπάκα (η κόρη), νομίζει ότι υποδύεται κάποιο κακομαθημένο αμερικανάκι στο Λος Άντζελες. Οι χειρονομίες της και το ανέβα κατέβα στη σκηνή δεν μας πείθουν ότι βρισκόμαστε στην Κορνουάλλη της Αγγλίας. Παράλληλα, ο Διονύσης Ποταμίτης αποδεικνύεται το ιδανικό ταίρι της, υποδυόμενος έναν πιτσιρικά ολίγον καθυστερημένο.
Ο Αλέκος Συσσοβίτης, με εξέπληξε δυσάρεστα με μια επιφανειακή ερμηνεία που έδειχνε ότι διεκπεραιώνει και «δεν ζει» το ρόλο του ιδιόρρυθμου ζωγράφου με τις εσωτερικές συγκρούσεις. Ο Γιώργος Ζιόβας, στο ρόλο του Ρόμπερτ, φίλου της Στέλλας είναι ο μόνος βρετανός στην παράσταση. Ψύχραιμος, κυνικός και δεικτικός απέναντι στο νεοφερμένο Ήβαν, δείχνει ότι ζει το ρόλο του και «δεν παίζει».
Τέλος, η κ. Ελένη Ερήμου, την οποία θαυμάζω χρόνια, εκφράζει ένα ρομαντισμό και μια νοσταλγία στην όλη κατάσταση, αλλά οι νεανικές της κινήσεις μαζί με την αειθαλή της εμφάνιση και τη λεπτή φωνή της, δεν της επέτρεψαν να δείξει το υποβόσκον πάθος της Στέλλας.
Θεωρώ ότι όλη την ευθύνη για την απόδοση αυτής της λάθος ατμόσφαιρας την είχε εξολοκλήρου η σκηνοθέτρια Ρούλα Πατεράκη.