Γράφει η Αδαμαντία Τριάρχη – Μακρυγιάννη
Φιλόλογος
Στα διακόσια χρόνια από την έκρηξη της Μεγάλης Ελληνικής Επανάστασης, το 1821, ο καθηγητής του ΕΚΠΑ Γιώργος Πάλλης και οι εκδόσεις ΑΜΑΡΥΣΙΑ, μας προσκαλούν να ταξιδέψουμε στο προεπαναστατικό, το επαναστατικό και στο μετά την λήξη του Αγώνα Μαρούσι της Αττικής.
Στο εισαγωγικό σημείωμά του ο εκδότης Χρήστος Ζαγκλής, μεταξύ άλλων γράφει: «… όποιος περιμένει να συναντήσει εδώ ονόματα μεγάλων ηρώων και διάσημων μαχών θα απογοητευτεί. Όταν όμως διαβάσει τις σελίδες αυτού του βιβλίου, δεν θα μπορέσει να μη συγκινηθεί από τη θέληση των απλών ανθρώπων εκείνου του μικρού τότε χωριού, που ανάλωσαν τα πάντα για την ελευθερία…».
Το επιστημονικό ήθος του συγγραφέα και η έμπρακτη εκτίμηση από τον εκδότη του, οδηγούν στο κατ’ εξοχήν γνώρισμα του βιβλίου: στο γεγονός ότι αποδίδεται η δέουσα τιμή στους απλούς, αλλά αποτελεσματικούς ανθρώπους του τότε μικρού χωριού, που συνέβαλαν στη δημιουργία ενός Αγώνα παγκόσμιας ακτινοβολίας. Ύστερα από ιστορικές, μεγάλες δοκιμασίες, έχει έλθει ο χρόνος, για να στέκεται ο υπέροχος κοινός άνθρωπος της Ελλάδας στο περίοπτο βάθρο που του αξίζει.
Αναφέρθηκαν οι τρεις άξονες του βιβλίου και εισαγωγικά παρατηρούμε το «Χρονολόγιο της επανάστασης στην Αττική». Συνοπτικά ενημερώνει, επαναφέρει κάθε πόλεμο – «βίαιο διδάσκαλο» και προξενούν βαθιά, ιδιαίτερη λύπη οι αναφορές στα σοβαρά τραύματα του Παρθενώνα και ιδίως του Ερεχθείου, που αδίστακτα συνεπέφεραν οι τουρκικοί βομβαρδισμοί. Ευτυχώς, ο πολεμιστής Μακρυγιάννης είχε προλάβει με γενναιότητα να εμποδίσει τα ακόμη χειρότερα. Πίστευε πάντοτε με αλάθητο ένστικτο, ότι οι Έλληνες είναι προστάτες της αρχαιοελληνικής κληρονομιάς. «Γι’ αυτά πολεμήσαμε!».
Πριν από το Εικοσιένα
Ο συγγραφέας, συναντήθηκε πρόσφατα με έναν σπουδαίο συμπαραστάτη: είναι το ανυπόγραφο κείμενο, δημοσιευμένο το 1838! σε περιοδικό του Εδιμβούργου, που παρείχε πολύτιμες, αποκλειστικές πληροφορίες για τον ίδιο τον οικισμό του Μαρουσιού, από τον προ του απελευθερωτικού αγώνα χρόνο μέχρι και την ένταξή του στο ελληνικό κράτος. Χωρίς αμφιβολία, ο συγγραφέας του κειμένου «A visit to a village of Attica» ήταν ο Σκωτσέζος συγγραφέας και διπλωμάτης James Henry Skene, ο οποίος, εγκατεστημένος από το 1834 σε προικώο κτήμα μεταξύ Αμαρουσίου και Κηφισιάς, συγκέντρωνε από ντόπιους, αυτόπτες μάρτυρες αφηγήσεις για την όλη κατάσταση του χωριού τους στα χρόνια που αναφέρθηκαν. Σε συνδυασμό με τις προσωπικές εντυπώσεις του, ετίμησε και το σοφό «scripta manent».
Κοντά στις υπώρειες της Πεντέλης, το προεπαναστατικό Μαρούσι εκτεινόταν με όρια αυτά του σημερινού, ομώνυμου δήμου, μέχρι και τη συνολική περιοχή του Ολυμπιακού Σταδίου. Το ομαλό του έδαφος κάλυπταν πλούσιος, ωραιότατος ελαιώνας, οπωροφόρα δέντρα και αμπέλια, μεγάλα ρέματα άρδευαν τις καλλιέργειες και διέκοπταν την κυριαρχία της πράσινης όψης πολλά μικρά εξωκλήσια.
Μόνον σύμφωνα με τον Skene, πριν από το 1821 ο οικισμός αριθμούσε 1.000 κατοίκους αλβανόφωνους, από τους οποίους οι περισσότεροι μιλούσαν και ελληνικά, όπως συνέβαινε στα περίχωρα της Αθήνας – και οι οθωμανικές Αρχές χαρακτήριζαν ελληνικό το Μαρούσι συνεχώς το 16ο αιώνα. Υπήρχε γενικό ενδιαφέρον για την τοπική, απλή αυτοδιοίκηση, η δε εκλεγμένη από όλους τους υπόδουλους τριμελής δημογεροντία ήταν υπεύθυνη για τον οικονομικό, αστικό και δικαστικό τομέα του χωριού και με τη σειρά της διαδραμάτισε αποφασιστικό ρόλο στην απαρχή της εξέγερσης του Εικοσιένα στην Αττική. Μικροϊδιοκτήτες γης οι Μαρουσιώτες και σκλάβοι εργάτες στις μεγάλες τουρκικές ιδιοκτησίες, δεν είχαν δίκαιο μερίδιο από τον πλούτο του τόπου τους.
Το Μαρούσι και η επανάσταση
Σχεδόν αμέσως μετά το ξέσπασμα του μεγάλου κινήματος στο Μοριά, οι χωρικοί της Αττικής συγκεντρωμένοι στο Μενίδι, ανάμεσά τους και Μαρουσιώτες σε άγνωστο αριθμό, ήταν έτοιμοι να δράσουν. Το σώμα του Μαρουσιού, πρέπει να πολέμησε για την κατάληψη της Αθήνας, 25 Απριλίου 1821 και κατά την πολιορκία της Ακρόπολης, μέχρι την επέλαση του Ομέρ Βρυώνη, τον Ιούλιο του ίδιου έτους.
3 Νοεμβρίου η Αθήνα επανέρχεται στους Έλληνες, πολιορκητές και πάλι της Ακρόπολης. Η παράδοσή της στους εξεγερμένους, 9-6-1822, αποτέλεσε την αρχή της πρώτης περιόδου ελευθερίας στην Αττική, μέχρι το 1826. Την ελευθερία της ωστόσο διέκοπταν συνεχιζόμενες συγκρούσεις και εξαφανιζόταν κατά τις δύο εισβολές Τούρκων των 1823 και 1824 καθώς και από τη ληστρική τακτική της ελληνικής διοίκησης…
Ο Skene αναφέρεται στα δεινά των κατοίκων του Μαρουσιού μετά την εισβολή του 1823, όταν καταδιωγμένοι από Τούρκους καταφεύγουν σε μια σπηλιά της Πεντέλης επί δέκα ημέρες για να επιστρέψουν στον λεηλατημένο τόπο τους αποκομίζοντας οδυνηρές αναμνήσεις. Οι πληροφορίες προέρχονται από μοναδική μαρτυρία και συνάμα αφήγηση αβάσταχτης δραματικότητας. Με απέραντα βασανισμένο, αντιπροσωπευτικό θύμα μια νέα Μαρουσιώτισσα, σύζυγο και μητέρα τριών παιδιών, που παρά το ήθος και τον ηρωισμό της δεν είχε κατορθώσει να σώσει ούτε ένα μέλος της οικογένειάς της. Ο δρόμος προς τη σπηλιά της Πεντέλης, η σπηλιά και το Μαρούσι ήταν τόποι θανάτου και οδύνης, για να βρεθεί τελικά εργαζόμενη στην οικία του Skene. Όπως η ίδια του μίλησε, μετέφερε εκτενή την ιστορία της στο γνωστό κείμενο και μεταφρασμένη σε περιοδικά της Ευρώπης, το 1838 και το 1839, είχε δώσει την εικόνα του αίματος και των δακρύων, που κάθε φορά επαναφέρουν στη ζωή την τόσο αγαπημένη, αλλά και τόσο ενωμένη με απερίγραπτες θυσίες Ελευθερία…
Κατά το παραπάνω διάστημα οι χωρικοί της Αττικής -προφανώς και οι Μαρουσιώτες- καταντούν έρμαια ενός Ιωάννη Μαμούρη, χειρότερου από Τούρκο κατακτητή. Αρμόδιος να συλλέγει τρόφιμα από την ύπαιθρο για τη συντήρηση της φρουράς στην Ακρόπολη, προχωρεί και σε προσωπικό πλουτισμό, για να τον γνωρίσουμε από τον Μακρυγιάννη: «… τζάκιζε κι ο Μαμούρης τους χωργιάτες… Και γύμνωναν του Κάστρου το βιον…». Δυστυχώς πολλοί χωρικοί προσκυνούν σαν σωτήρα τον νέο επιδρομέα, τον Κιουταχή, που, με εξασφαλισμένα τα νώτα του από έναν Έλληνα, διορισμένο ληστή, πολιορκεί την Ακρόπολη, από τις 3 Αυγούστου 1826…
Οι άμαχοι Μαρουσιώτες εγκαταλείπουν αναγκαστικά έρημο το χωριό τους και υπομένουν βαριά την προσφυγιά στην Αίγινα και στη Σαλαμίνα. Συγχρόνως οι μάχιμοι του οικισμού, καταβάλλουν ιερό φόρο αίματος έγκλειστοι στην Ακρόπολη, σύμφωνα με το σπουδαίο ημερολόγιο του δημογέροντα Νικολάου Καρώρη. Αλλά και έξω από τον πολύπαθο Ιερό Βράχο, Μαρουσιώτες πολεμούν μαζί με τον Μακρυγιάννη, όπως αποδεικνύει σχετική έρευνα στα Γενικά Αρχεία του Κράτους. Η Ακρόπολη παραδίδεται στον Κιουταχή τον Μάιο του 1827 και στον βαυαρικό στρατό 31 Μαρτίου του 1833. Τότε λήγει οριστικά η οθωμανική κυριαρχία, αλλά όπως γνωρίζουμε η Ελληνική Επανάσταση απέμεινε ανολοκλήρωτη.
Προς το έτος 1831 και μετά
Κάθε Μαρουσιώτης που «ημπορεί να πολεμεί» είναι ολοψύχως παρών κατά την εξέγερση της Αττικής. Θάνατοι, αιχμαλωσίες, ασθένειες, προσφυγιά, καταστροφές, συνθέτουν το τίμημα των αγώνων. Επιτακτική όμως η ολοκλήρωση του Μεγάλου Χρέους: Η Αναγέννηση του Μαρουσιού από τις στάχτες του. Μετά το καταληκτικό απελευθερωτικό Πρωτόκολλο του Λονδίνου, 3 Φεβρουαρίου 1830, επιστρέφοντας στον τόπο τους οι πρόσφυγες Μαρουσιώτες, πολίτες τώρα του ελληνικού κράτους, χωρίς μοιρολατρία αντιμετωπίζουν όσα περιγράφει και πάλι ο Skene: «… το χωριό του Αμαρουσίου έχασε τουλάχιστον τα 2/3 του πληθυσμού και κάηκαν πολλά από τα σπίτια του. Οι αμπελώνες καταστράφηκαν … ένα μεγάλο μέρος των ελαιοδένδρων κάηκαν… «ήταν πολύ αδύναμοι να αντισταθούν στις αρπακτικές επιδρομές των τρομερών ορδών ληστών…».
Ο αναγνώστης θα παρακολουθήσει τη σταδιακή εξέλιξη του Μαρουσιού σε ένα χωριό σπάνιας ευημερίας, με τη συνδρομή τύχης αγαθής (οι μεγάλες οθωμανικές ιδιοκτησίες πωλούνται σε εύπορους έμπορους Έλληνες ή κεφαλαιούχους αλλοδαπούς, τα έτη 1830 και 1831). Αυτή τη μεγάλη ευκαιρία αξιοποίησαν η εργατικότητα και η σύνεση των εργαζόμενων στα κτήματα κατοίκων. Στην πορεία του χρόνου πολλά συνέβαλαν, ώστε στον σημερινό, ισχυρό Δήμο Αμαρουσίου ο παλαιός οικισμός του αποτελεί παρελθόν.
Για να μας εμπνέει το παρελθόν
Ο συγγραφέας της μελέτης έδωσε ολοκληρωμένη την πολύμορφη εικόνα του Αμαρουσίου, κατά τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα. Και η αγωνιστική ιστορία του δεν είχε καταγραφεί με πληρότητα, διότι δεν συνδεόταν με ονομαστά γεγονότα και πρόσωπα. Ίδια η τύχη και σε άλλες περιοχές. Σημασία όμως, δεν είχε η βαθμολόγηση πράξεων, αλλά αυτή καθ’ εαυτή η συνεισφορά στον Αγώνα και την ανέδειξαν ο Γ. Πάλλης και η Αμαρυσία. Ο υπογράφων το κείμενο του βιβλίου αξιοποίησε κάθε σχετική πληροφορία από πλήθος γραπτών πηγών της εποχής, ελληνικής ή αλλοδαπής προέλευσης, καθώς και μεταγενέστερα έργα της τοπικής γραμματείας.
Με επιστημονική χροιά, η προσιτή γλώσσα του βιβλίου παρουσιάζει τις καταστάσεις του χωριού όπως ήταν και τα γεγονότα όπως συνέβαιναν, χτίζοντας την κεντρική αλήθεια της παρούσας έκδοσης: Την μέχρι και το θάνατο αγάπη για την Ελευθερία των απλών ανθρώπων ενός μικρού χωριού.
Η γνώση της συγκινεί!… Σωστά είχε προβλέψει ο εκδότης του έργου, όπως αναφέρεται στην αρχή της παρούσας προσπάθειας.
Οι συντελεστές της πρόσφατης έκδοσης, Μαρουσιώτες αμφότεροι, καταθέτουν στην πόλη τους -αλλά και ευρύτερα- την πρέπουσα προσφορά αξιώσεων από κάθε άποψη.
Και τελευταίο, αλλά όχι έσχατο: Εν αρχή ην… η εικόνα του βιβλίου – κοσμήματος. Το εμβληματικό του εξώφυλλο -σε σκληρή τυπογραφική μορφή όπως το οπισθόφυλλο- εισάγει ένα περιεχόμενο προσοχής και σεβασμού με το εξαιρετικό του σύνθετο ένδυμα: Από ωραίας ποιότητας χαρτί, ευκρινή γραμματοσειρά, πλήρη και αριστοτεχνική φωτογραφική πλαισίωση. Τα πάντα του βιβλίου ανταποκρίνονται στον όρο εκδοτική αξιοπρέπεια, όπως επιβάλλει η θεματική του.
«Άρτος του πνεύματος» γενικά το βιβλίο, σύμφωνα με τον Βικτόρ Ουγκό του μακρινού 1849.
Ας ευχηθούμε αυτός ο πολύτιμος άρτος να πολλαπλασιάζεται και να φτάνει σε πολλούς, διότι δεν έχουμε ανάγκη μόνον από τον άρτο του σώματος.