Έχει το όρος φωνή; Κλαίει ο βράχος; Πονά η πέτρα; Μετακινούνται οι πέτρες; Γράφουν τα πουλιά κείμενα στις πέτρες; Γίνονται οι πεθαμένοι λόφοι, λίμνες και δέντρα; Γίνεται χορός στα ποτήρια;
Όλα μπορούν να συμβούν σε αυτόν τον κόσμο με την αρχαία λύρα, το ηπειρώτικο κλαρίνο, το ηπειρώτικο τραγούδι-μοιρολόϊ, τον ηπειρώτικο χορό…
«…Ο Αμφίωνας, ο μουσικός με το παίξιμο της λύρας του μετακινούσε πέτρες… Λέγεται πώς με αυτόν τον τρόπο οι σπουδαίοι τειχοποιοί, τα αδέλφια Ζήθος και Αμφίων, παιδιά της Αντιόπης, έφτιαξαν τα τείχη των Θηβών. Μόνες τους οι πέτρες έπαιρναν τη σωστή θέση, όταν άκουγαν τον ήχο της λύρας από τα μαγικά χέρια του λυράρη Αμφίωνα…».
«….Ο Ορφέας στον Άδη κρούει τη λύρα και τραγουδά, ακούν οι ψυχές και κλαίνε, κι όλα μένουν άφωνα, άπρακτα σαν μαγεμένα: ο Τάνταλος δεν κυνηγάει το τρεχούμενο νερό, και του Ιξίονος ο τροχός σταμάτησε, οι γύπες δεν τρώνε το σηκώτι του Τιτυού, οι Δαναίδες άφησαν το τρύπιο τους πιθάρι κι ο Σίσσυφος σταμάτησε τον βράχο και κάθισε επάνω του να ξαποστάσει.
Η μαγική μουσική επιδρά στο γεγονός της αιώνιας και ακατάπαυστης τιμωρίας, τη σταματά, κι οι τιμωρημένοι αναπαύονται για λίγο. Θαυμάσιες στιγμές ανακωχής των πάντων!».
«…Το νερό της Στυγός στην Αρκαδία ήταν θανατηφόρο, αλλά στην Κύναιθα της Αρκαδίας είναι ευλογημένο το νερό της πηγής Αλύσσου και αντισταθμίζει το νερό της Στυγός.
Οι αντιθέσεις των πηγών της μνήμης και της λήθης, του θανάτου και της ιάσεως, του μνήμονος και επιλήσμονος ποταμού υπενθυμίζουν την περίφημη ρήση του Ηράκλειτου πώς από τις αντιθέσεις πηγάζει η αρμονία…».
Η Τέχνη είναι που παρηγορεί, η τέχνη είναι που μας συμφιλιώνει με το πεπρωμένο μας, αλλά και με τον θάνατο, που ξορκίζει τους φόβους του θανάτου.
Καμιά φορά όμως τους νεκρούς τους χρειαζόμαστε.
Καμιά φορά ακόμα και ο θάνατος μπορεί να είναι χρήσιμος…
Οι πεθαμένοι δεν στοιχειώνουν τόπους, αλλά τη συνείδηση των ζωντανών και δεν βγαίνουν από θρύλους, αλλά από τη σύγχρονη πραγματικότητα.
Οι νεκροί δεν πάνε στον ουρανό, αλλά έρχονται από κάποια μακρινή άκρη του Ωκεανού.
Το βιβλίο αυτό είναι η ανάδυση μια δύσκολης μνήμης.
Το βιβλίο αυτό γράφτηκε αργά αργά, ήταν το καταφύγιο της πατριώτισσάς μας Γεωργίας Τάτση, το μέρος που επέστρεφε κάθε φορά που ένιωθε καλά, γιατί έτσι είναι τα ευτυχισμένα ταξίδια στη μνήμη.
Στο βιβλίο αυτό η συγγραφέας Γεωργία Τάτση αποκαλύπτει τον ηδονοβλεπτικό εαυτό, που βλέπει τη μέσα μνήμη και τη μέσα σιωπή. Από τον συγγραφικό της εξώστη που κοιτάζει τον κόσμο, η θέα ανοίγει από μέσα της. Δανείζει τα όνειρά της, τα πιστεύω της και τα φαντάσματά της στους ήρωες της. Προσπαθεί να τιθασεύσει τις σκέψεις στο χαρτί και γίνεται αλεξικέραυνο, όπου πέφτουν οι κεραυνοί στο Αστραποκαμμένο…
Το βιβλίο της Γεωργίας Τάτση είναι ένα βιβλίο περιπλάνησης και διαλόγου: με τον χρόνο, τη μνήμη, τους δικούς της νεκρούς του εμφυλίου, τους νεκρούς και τους βασανισμένους από τη χούντα και τον ίδιο της τον εαυτό.
Το βιβλίο «Χορός στα ποτήρια» είναι οι ιστορίες των νεκρών της.
Η μνήμη ανακαλεί θύμησες που παραπέμπουν με τη σειρά τους σε άλλες…
Μπορούν να χαθούν οι άνθρωποι στις μνήμες τους…
Μνήμες από τη φθορά του σώματος και της ψυχής. Μια καταβύθιση στα σκοτεινά και δυσερμήνευτα του Θανάτου. Τα όρια μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας είναι ρευστά…
Υπάρχουν στη γη χαραγμένες γραμμές, λεπτές γραμμές, αόρατες για τα μάτια νεκρών και ζωντανών, όπου συναντιούνται και επικοινωνούν οι ζωντανοί με τους πεθαμένους…
Όλα μέσα στο βιβλίο εγκλωβίζονται στα όρια του θανάτου. Όχι μόνο δεν διαφαίνεται καμία διέξοδος, αλλά ο θάνατος, όντας αναγκαία προϋπόθεση της ανάμνησης, είναι το μοναδικό πεδίο όπου οι άνθρωποι μπορούν να ακούσουν ο ένας τον άλλο και να ακουστούν.
Ο θάνατος ταυτίζεται με τον λόγο.
Τα πρόσωπα του βιβλίου έχουν λόγο, ακριβώς γιατί είναι νεκρά.
Η συγγραφέας Γεωργία Τάτση μπολιάζει πρόσφορα τον πεζό λόγο με τον ρυθμό και τη μουσικότητα της δημώδους ποίησης και στην αφήγησή της δανείζεται τη ζωντανή ηπειρώτικη γλώσσα.
Γλώσσα λιτή και πυκνή, που ξέρει να σωπαίνει εκεί που το σώμα μιλά.
Η συγγραφέας συνομιλεί με τους ήρωες των βιβλίων της, αυτά τα πλάσματα της συγγραφικής έμπνευσης.
Τα πρόσωπα αυτού του βιβλίου (ο Αλέξανδρος, ο Τάσος , η θεία Αντριάνα, ο θείος Νίκος, ο Δημήτρης, η Ελένη, η Σεσίλια, η Κιμ κ.ά.) αποτελούν την πρώτη ύλη για τους ήρωες και τις ηρωίδες του έργου της Γεωργίας Τάτση, με μόνιμο σκηνικό το αγαπημένο της χωριό, το Κλειστό Άρτας και την πόλη της Άρτας της δεκαετίας του ΄50.
Και η διαδρομή της πορείας των δύο κεντρικών φανταστικών προσώπων διανύει τον ίδιο χρόνο και τόπο όπου κινούνται τα πραγματικά πρόσωπα και συμμετέχουν στα ίδια πολιτικο-κοινωνικά γεγονότα που συμβαίνουν στην Ελλάδα από τη δεκαετία του ΄40 μέχρι τη δεκαετία του ΄70.
Στη Νουβέλα «Χορός στα ποτήρια» πρωταγωνιστούν επίσης ο Χορός, το Ηπειρώτικο Τραγούδι και ο Θάνατος.