Όμως οι πραγματικοί, κεντρικοί ήρωες της συγγραφέως δεν είναι μόνο οι παραπάνω, αλλά είναι και ο γενέθλιος τόπος της, το Κλειστό, η Άρτα, η Ηπειρωτική μάνα-γη, ο ποταμός Άραχθος(το σύνορο της αδελφοσφαγής), τα γλέντια τα ηπειρώτικα, τα παυσίπονα τραγούδια, το κέφι, το μεράκι, ο ρυθμός του κλαρίνου, ο ήχος του κλαρίνου, το σπάραγμα του κλαρίνου, το κλαρίνο στο αυτί, το βιολί, το ντέφι, το νταούλι, το τουμπελέκι, η παραγγελιά, η σιωπή, ο κλαυθμός, η λεβεντιά, η αλήθεια, η χορωδία των νεκρών, ο χρησμός των νεκρών, ο χορός του θανάτου, οι χορευτικές φιγούρες του αετού, το πόδι που πατάει στο ποτήρι ,τα αναποδογυρισμένα ποτήρια του κρασιού στο χώμα, ο πάνω και ο κάτω κόσμος, ο πρώτος χορευτής που όχι μόνο ηγείται του χορού, αλλά ορίζει και τον ρυθμό και τα βήματα, ο νταουλιτζής που περπατά μαζί με τον πρώτο χορευτή, τα βήματα του αέρινου χορευτή, ο μερακλωμένος χορευτής των λεβέντικων χορών με το μουσκεμένο πουκάμισο, τα κλειστά μάτια και το γερμένο πίσω κεφάλι, το σκύψιμο του χορευτή μέχρι το χώμα, τα τσαλακωμένα χαρτονομίσματα, οι ζαγορίσιοι και πωγωνίσιοι χοροί, τα ηπειρώτικα τραγούδια: τα «Κλάματα», η «Δεροπολίτισσα» και η «Παπαδιά», τα σαλιομένα χαρτονομίσματα στο μέτωπο του κλαριντζή, η μικρο-ιστορία, η μεγα-ιστορία, η ιστορία που γράφεται από τους νικητές, η αληθινή ιστορία των ανθρώπων, ο επιθανάτιος ρόγχος, οι νεκροί που μιλάνε, η λύπη της απώλειας, το μοιρολόι, η κουβέντα με τους πεθαμένους, η θέα που ανοίγει από μέσα μας, ο ακατάληπτος θρήνος, ο φόβος του θανάτου, ο φόβος να παραμείνει κανείς ζωντανός, οι Ερινύες, ο χορός μεταμφιεσμένων, οι τραγουδίστριες της όπερας, τα ανοιχτά μάτια του λαγού στιφάδο -τα μάτια του φοιτητή Ράμμου, ο λιανισμένος φοιτητής στην ταράτσα της Μπουμπουλίνας, τα ανοιχτά μάτια του λαγού στιφάδο-τα μάτια του Αλέξανδρου πριν ξεψυχήσει, ο λαγός που βλέπει τον θάνατό του, η φασολάδα της αμερικανικής βοήθειας, το πρωινό συσσίτιο, η γάλα σκόνη που δεν το έπινε κανείς, τα δέματα της UNRRA, οι σκοτωμένοι που έγιναν κοράκια, τα μαυροπούλια που έγραψαν στην πέτρα το ξεθωριασμένο σύνθημα «ΕΑΜ-ΕΛΑΣ», τα κοράκια που έφαγαν τα καρπούζια στο μποστάνι, το «αίσιμον ήμαρ» η μοιραία ημέρα του Δεκαπενταύγουστου, η οχιά η κουλουριασμένη, ο τρόμος της θηλειάς και ο παιδικός πόνος του ζωστήρα, τα τσαμπιά της ζαμπέλας, ο ίσκιος της κληματαριάς, ο αεροβαπτισμένος, η ψυχή του αυτόχειρα που φτερουγίζει, ο κίτρινος θάνατος, ο κόκκινος θάνατος, οι ασκήσεις μνήμης, ο τζούφιος και άσφαιρος ασφαλίτης, το εργοστάσιο του Φιξ, τα επιβλητικά Τζουμέρκα, η γέφυρα Καλογήρου, το ιστορικό γεφύρι της Άρτας, η ξυπόλητη πορεία, το ξυπόλυτο τάγμα των παιδιών του Κλειστού, η βρώμα στα σφαγεία, οι εκδοροσφαγείς της Άρτας, το γκαράζ του Καρατζένη, ο αλευρόμυλος του Γεωργάκη, η συνοικία της Άρτας τα «Ραμέϊκα», το χάνι της Φλώραινας, ο καρνάβαλος του Ράκια, τα ζουμερά πορτοκάλια από το Γλυκόρριζο, η κλημεντίνη μανταρινιά, οι Αρτινιές στο νυφοπάζαρο της οδό Σκουφά, η πνιγμένη στον Άραχθο, το μπουρδέλο στα σφαγεία, ο «Γόρης» με τον καυτερό πατσιά και τα λαϊκά του Καζαντζίδη και της Γιώτα Λύδια, η Πλατεία Κιλκίς, η Παρηγορήτισσα, η Άνω Πέτρα και το Κλειστό, το Πέτα, τα γελαστά μάτια των παιδιών, η αστραποκαμμένη μάνα, το Πρώτο Γυμνάσιο Αρρένων Άρτης, τα κοκοράκια στο καλάμι και τα καραμελωμένα μήλα της χοντρής Κυριάκω, το γάλα της συκιάς, το νερατζολέμονο, η ποτοποιεία Ψαθά, ο σφαγμένος κόκορας, οι κοριοί στα ξύλινα κρεβάτια, τα ξινά και τα ομφαλοφόρα του αρτινού κάμπου, οι ασπρόμαυρες φωτογραφίες, η ερημιά στα ξένα χέρια, το βλέμμα των άλλων, η αποδημία, η εσωτερική και εξωτερική εξορία, η μετανάστευση, οι μάσκες και οι μαύρες κάπες, ο χορός των μεταμφιεσμένων, το παραμύθι της Φακοδομύτας, ο πυροβολισμός που άλλαξε την ιστορία της Σουηδίας, οι παιδουπόλεις της Φρειδερίκης, τα δάκρυα της βασίλισσας, οι βιασμένες ψυχές των παιδιών της παιδούπολης Ζηρού, η Κοιμωμένη του Ζαλόγγου, ο θάνατος που δεν φόβιζε παλιά, η Άνοιξη που δεν έφτανε στις ψυχές των ανθρώπων, οι ηττημένοι του εμφυλίου που αναζητούσαν το βλέμμα των άλλων στις ξένες χώρες , η εποχή της δικτατορίας που ήσουν ξένος ανάμεσα σε ξένους, τα παράλυτα πόδια από τα βασανιστήρια, τα λησμονημένα πρόσωπα , τα χρόνια που ήμασταν όλοι μετανάστες, το φονικό δια ασήμαντον αφορμή, η γλύκα των μικρών πραγμάτων, ο θεός των μικρών πραγμάτων, το μπλε του κοβαλτίου, οι στυλίτες έρωτες, η ζωή και ο θάνατος, η προδοσία των Μελισσουργιωτών, ο θάνατος του παλικαριού το 1946, ο σκοτωμένος θείος, το κομμένο κεφάλι του πανέμορφου Νίκου Μπαλαδήμα, η γενική πρόβα θανάτου, το μίσος, η εκδίκηση, η αιτία του θανάτου που έχει μεγαλύτερη σημασία από τον ίδιο τον θάνατο, η ανάγκη να κρατήσουμε τους νεκρούς στη ζωή, η αντιστροφή του χρόνου, το βιβλίο βυζαντινής μουσικής του θείου Νίκου, οι πεθαμένοι που κοιμούνται και γίνονται λόφοι, βουνά, λίμνες και δέντρα, το μαύρο ύφασμα στον καθρέφτη, το μαύρο περιβραχιόνιο στο μανίκι, οι στεγνωμένες από τον θάνατο γυναίκες του Κλειστού, ο χορός των μαυροφόρων γυναικών, που σαν χορός αρχαίας τραγωδίας έφερναν στο νεκρό: μήλο, ρόδι, κυδώνι και χαιρετίσματα στον δικό τους νεκρό, το βασανιστικό ώχουουου, τα κοφίνια που δεν βάζανε μόνο πορτοκάλια, αλλά και νεκρούς, το οδυνηρό «μετά» της πράξεως, ο μετανάστης και ο βασανιστής, οι γοερές κραυγές της αδελφής, που ντύθηκε νύφη σε γάμους φθινοπωρινούς, η κατάρα τη αδελφής: «φονιά… φονιά , να μην λιώσεις… να μην σου βγει η ψυχή φονιά…», οι φτηνές δικαιολογίες του θρασύδειλου Αρτινού βασανιστή της χούντας: «εγώ τη δουλειά μου έκανα, αστυνομικός ήμουν, δεν φταίω εγώ», η προτροπή : «μη ρίπτεται… τους μαργαρίτας… εις τους χοίρους», η πτήση και η πτώση, η άνοδος και η κάθοδος, ο πάνω κόσμος και η κάθοδος στον Άδη, το ένα πόδι που πατούσε γερά στη γη και το άλλο που ζυγιζόταν στον αέρα, το άλογο και ο αναβάτης, το πέταγμα στον ουρανό του Βελλερεφόντη, στη ράχη του φτερωτού του αλόγου, τον Πήγασο και το γκρέμισμα του τολμηρού καβαλάρη στην πεδιάδα Αλήιον της Μικρασίας, στην «πεδιάδα του περιπλανώμενου», για την τόλμη του και την ύβρη του να αμφισβητήσει τους θεούς, η ύβρις που επισύρει την τιμωρία, οι ασεβείς που πλήττονται κι αυτό λέγεται δικαιοσύνη, η ψυχή του χορευτή που στεκόταν στον αέρα σαν κολιμπρί, το παλλόμενο χρώμα της ψυχής, η «Παπαδιά» στα ποτήρια, η μικροιστορία του Μπαλαδήμα που κρεμάστηκε στον τοίχο, ο θάνατος του παλικαριού, που ήταν ο κόπρος που τρέφει τα μεγάλα γεγονότα στο σώμα της ιστορίας, το παρελθόν που επιστρέφει, το παρελθόν που είναι πάντα εδώ, το χιλιοβασανισμένο Κλειστό Άρτας, που γεννάει παλικάρια για κάθε λογής αγώνες, η μπάντα της θείας Αντριάνας, το κιτρολέμονο, η νερατζόφλουδα και το κρύο καρυδάκι της θείας Αντριάνας, η Αντριάνα η μάνα –ηρωίδα, η Αντριάνα η αντάρτισσα, η θεία Αντριάνα που ήξερε να διαβάζει το βλέμμα των ζώων και των ανθρώπων, η Μάνα-Κουράγιο Αντριάνα, που ήξερε ότι από μάνα ορφανεύουν τα παιδιά του κόσμου, η πίκρα στο χαμόγελο της θείας Αντριάνας Μπαλαδήμα, η Αγέλαστη πέτρα Αντριάνα Ράμμου, η Μάνα-Γη Αντριάνα που αγαπούσε υπερβολικά τα παιδιά της, τον Τάκη, τον Γιάννη, την Λαμπρινή , τα εγγόνια της και όλο της το σόι, τα αιώνια θλιμμένα μάτια της κυρά-Αντριάνας Μπαλαδήμα -Ράμμου (δεν θα τα ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου) για τον αδικοχαμένο αδελφό της, τη λησμονημένη επανάσταση που χάθηκε, το όραμα που έμεινε λειψό, την προσδοκία για ένα δίκαιο κόσμο…
«…Ο ρυθμός του κλαρίνου εναρμονίζεται γρήγορα με την κίνηση του φωτογραφημένου ποδιού στον τοίχο. Τρέχει το μάτι της με τον ρυθμό, από φωτογραφία σε φωτογραφία. Στο γύρισμα της μουσικής, το πόδι πατάει στο ποτήρι, στην επόμενη πόζα το σώμα κατεβαίνει αργά-Τρίτη-στηρίζεται στις φτέρνες-Τετάρτη-όλο το σώμα σε στροβιλισμό…».
Οι Ηπειρώτες έζησαν και μεγαλούργησαν στο μακροχρόνιο περπάτημά τους πάνω σε αυτή τη γη γιατί τραγούδησαν. Αγάπησαν το χώμα που πατούσαν και τη φύση που την αγκάλιαζε και τραγουδούσαν. Χαίρονταν τη ζωή και τη νιότη, ευφραίνονταν από τις χαρές και τους πόθους και τραγουδούσαν και χόρευαν.
Απέραντες πράσινες χιλιοτραγουδισμένες οροσειρές και φαράγγια, με μοναχικές πινελιές γαλάζιου από τον ουρανό και τα ποτάμια της Ηπείρου. Μικρά χωριά, που τα περισσότερα γλίτωσαν από τους πολέμους, αλλά ερήμωσαν από τη μετανάστευση, σχολεία έκλεισαν, γειτονιές ολόκληρες σιώπησαν, φάρες σκόρπισαν στα πέρατα της γης. Έβραζαν τα σπλάχνα του Ηπειρώτικου λαού από πόνους, λύπες, θυμό, μίσος, συμφορές, αγωνίες και θρηνολογούσε τραγουδώντας και χορεύοντας. Τραγουδούσε για να παρηγοριέται και να παρηγορεί, για να χαίρεται και να χαροποιεί, για να ανακουφίζεται και να ανακουφίζει, απάλυνε τους πόνους ξεθύμαινε και χάιδευε τους καημούς του.
Τα ηπειρώτικα τραγούδια είναι αργά και παραπονιάρικα και άλλα πιο γρήγορα και χαρούμενα, ευφραίνουν την καρδιά σου, ματώνουν τα σωθικά σου, σε κάνουν να πονάς και την ίδια ώρα να χαίρεσαι. Είναι τραγούδια σαν μοιρολόι, αργόσυρτο και σισυφικό…
Η Γεωργία Τάτση πέτυχε το ακατόρθωτο. Να διαβάζεις και:
…να ακούς μέσα από τις σελίδες του βιβλίου δημοτική μουσική και τραγούδια,
…να βλέπεις την ταινία Underground, που σκηνοθέτησε ο Εμίρ Κουστορίτσα και να ακούς τη μουσική του Μπρέγκοβιτς,
… να απολαμβάνεις τον χορό στα ποτήρια του Σπύρου Νεραϊδιώτη.
Το βιβλίο αυτό εκφράζει την απόλυτη ώσμωση μεταξύ της μουσικής, των ηπειρώτικων τραγουδιών – χορών και του γραπτού λόγου.
Η Γεωργία Τάτση μας σοκάρει, μας κτυπά κλωτσιά στο στομάχι. Μια πολύ σκληρή ιστορία, μια ακριβής, ειλικρινής και διεισδυτική εξιστόρηση προσωπικής φρίκης και θρήνου. Μια ελεγεία στα θύματα του εμφυλίου και της δικτατορίας. Ένα βιβλίο για γερά νεύρα.
Ένα από τα καλύτερα βιβλία των τελευταίων ετών.
Ένα βιβλίο ύμνος στη Γραφή και την Τέχνη. Ένα βιβλίο που δείχνει τη συγγραφική ωριμότητα της Γεωργία Τάτση.
Ένα εξαιρετικό ποιητικό αριστούργημα, που πρέπει να διαβαστεί από όλους τους Άρτινούς.
●●●
Η Γεωργία Τάτση γεννήθηκε το 1952 στο Κλειστό Άρτας. Από το 1965 ζει στην Αθήνα. Εργάστηκε σε διαφημιστικές εταιρείες, στο κρατικό ραδιόφωνο και στην κρατική τηλεόραση. Σκηνοθέτησε ντοκιμαντέρ και σειρές ντοκιμαντέρ (Η Βουλή στο χακί, Σαν παλιά φωτογραφία, Σήμερα έχεις εφημερία κ.ά.).
Το διήγημά της «Κολοκύθα « δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Τα Δέκατα»”.