Στο βιβλίο αυτό συγκεντρώνονται όλα τα ποιήματα της Μαρίας Πολυδούρη, οι δυο ποιητικές συλλογές της «Τρίλλιες που σβήνουν» και «Ηχώ στο χάος», ανέκδοτα ποιήματα, ημιτελή, μεταφράσεις και πλαισιώνονται με φιλολογική επιμέλεια.
Η Πολυδούρη άνθισε ποιητικά στη δεκαετία 1920-1930. Είναι μια από τις άχαρες δεκαετίες για την ποίησή μας.
Όλοι γνωρίζουμε το ερωτικό και γεμάτο πάθος και πόνο ειδύλλιο του ποιητή Κώστα Καρυωτάκη με την ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη. Ειδύλλιο σύντομο και αδιέξοδο, σημαδεμένο από τη σύφιλη που προσβάλλει τον Καρυωτάκη.
Σε ένα γράμμα της, στον Κώστα Καρυωτάκη, η Πολυδούρη γράφει:
«Αγαπημένε μου Τάκη, έλα να ζήσουμε μαζί… να ιδείς πόσο γλυκιά, πόσο ανακουφιστική θα ΄μαι σε εσένα… Δεν θα ΄μαι η γυναίκα εκείνη που θα σου φέρει γύρω σου τις ενοχλητικές σκέψεις του νοικοκυριού, όχι θα ‘μαι η αιώνια ερωμένη σου. Έλα Τάκη μου. Παιδιά δεν θα κάνουμε, βέβαια… Εσύ, το ευγενικό εξιδανικευμένο πλάσμα με τη θεϊκή ψυχή, φέρεσαι έτσι από ανάγκη στις ελεεινές ακάθαρτες γυναίκες που σου χάλασαν την υγεία σου…»
Ο Κώστας Καρυωτάκης είναι πολύ υπερήφανος για να δεχτεί τη θυσία της Μαρίας Πολυδούρη, να παντρευτούν χωρίς να κάνουν παιδιά…
Τόσο οι ζωές τους όσο και η ποίησή τους λειτουργούν σαν αντικριστοί καθρέφτες. Η ποίηση της Πολυδούρη εμβαπτίζεται κυριολεκτικά σε αυτόν τον έρωτα. Η ζωή της καθορίζεται απ’ αυτόν τον έρωτα.
Πέρασε τα καλύτερά της χρόνια στο σανατόριο. Πεθαίνει από φυματίωση 28 χρονών, νοσηλευόμενη σε κλινική της 29 Απριλίου 1930, τρία χρόνια μετά την αυτοχειρία εκείνου (στις 21 Ιουλίου 1928, ο μόλις 32 ετών Κώστας Καρυωτάκης, στη θέση Βαθύ της Μαργαρώνας Πρέβεζας, ξάπλωσε κάτω από έναν ευκάλυπτο και αυτοκτόνησε με έναν πυροβολισμό στην καρδιά).
Χάρη στη δημιουργία του μύθου «της πονεμένης μούσας» που πεθαίνει στο σανατόριο «Σωτηρία», η ποιήτρια προβλήθηκε και αγαπήθηκε, αλλά εξαιτίας αυτού του μύθου η αξιολόγηση και η αποτίμηση του έργου της έμεινε για πολύ καιρό σε ένα ιδιότυπο περιθώριο. Οι εγκυρότεροι κριτικοί του μεσοπολέμου υποτιμήσανε και υποβαθμίσανε την ποιήτρια. Η διασημότητα που γνώρισε η σχέση της Πολυδούρη με τον Καρυωτάκη είναι ένας ακόμα λόγος που εξηγεί την παραμέληση του ποιητικού της έργου από τη φιλολογική κριτική, εξαιτίας της ισχυρής ακτινοβολίας του καρυωτακικού έργου.
Η ποιήτρια επηρεάστηκε βαθιά από τον άτυχο έρωτά της. Ο Καρυωτάκης, πέρα από το ρόλο που διαδραματίζει στην ερωτική της ζωή θα γίνει αρχικά ένα είδος μέντορα της νεαρής φοιτήτριας με τις καλλιτεχνικές φιλοδοξίες. Όμως η Πολυδούρη επικοινωνεί με την ποίησή του, αφομοιώνει τη βαθύτερη ουσία της, αλλά δεν την μιμείται, και σε αυτό διαφοροποιείται από τους ποιητές που εντάσσονται από την κριτική στην κατηγορία του «καρυωτακισμού». Η Πολυδούρη βρίσκεται πιο κοντά στην ποίηση του Βερλαίν και όχι του Λαφιόργκ, όπως ο Καρυωτάκης. Η σχέση της με τους Γάλλους παρακμιακούς είναι επιλεκτική και όχι συστηματική.
Η Μαρία Πολυδούρη ήταν η γυναίκα πλασμένη για ποίηση, μια προσωπικότητα δυνατή.
Η Μαρία Πολυδούρη ακολουθεί την δική της ανεξάρτητη ποιητική τροχιά δράσης. Εξέφραζε ποιητικά τη γυναικεία της ιδιαιτερότητα. Είναι μια σπουδαία ποιητική φωνή. Γνώρισμα της ποίησής της είναι η άμεση και γνήσια λυρική φωνή της. Επίσης κύρια χαρακτηριστικά της είναι η αίσθηση της μουσικότητας , τα έντονα συναισθήματα και η μεγάλη ευαισθησία.
Η Μαρία Πολυδούρη θεωρήθηκε μία από τις τελευταίες εμβληματικές μορφές ενός όψιμου ρομαντισμού. Η Πολυδούρη δεν είναι όμως μόνο η φωνή του ερωτικού συναισθήματος. Είναι η θαρραλέα και ανυποχώρητη φωνή, μιας χειραφετημένης γυναίκας, μέσα σε μια κλειστή και ανδροκρατούμενη κοινωνία, στην Ελλάδα του 1920. Ενδιαφέρεται έντονα για τα κοινωνικά ζητήματα και για τα ζητήματα ισότητας των δύο φύλων.