Ο τρόπος της έκφρασης των ποιημάτων της μπορεί να αποπνέουν έρωτα και θάνατο, όμως βαθύτερα ατενίζουν την αισιοδοξία και μέσα ακόμη στην υποβλητικότητα του μεγάλου θρήνου, που εσώψυχα αναμοχλεύεται.
Η Πολυδούρη διαθέτει ένα αναμφισβήτητα προσωπικό ύφος, δίνει μια διαχρονικότητα εντυπωσιακή στον στίχο της, μια εξεγερμένη συνείδηση, το ποιητικό χάρισμά της εξομολόγησης (μας δείχνει γυμνή την καρδιά της), μια ισχυρή αυτοσυνειδησία και μια αυθεντική θέαση του κόσμου στοιχεία που την καθιστούν την πιο συναρπαστική ποιήτρια του μεσοπολέμου και μια από τις πιο ενδιαφέρουσες ποιητικές φωνές της ελληνικής λογοτεχνίας του 20ού αιώνα.
Το λεξιλόγιο που χρησιμοποιεί για να εκφράσει ιδέες και, συναισθήματα και επιθυμίες, είναι καθημερινό, οικείο, κουβεντιαστό, ευθύβολο. Δεν αγωνιά για την πρωτοτυπία, δεν θηρεύει τη σπάνια λέξη, αδιαφορεί για τη στιχουργική τελειότητα, όμως η ποίησή της έχει πάντα κάτι να μας πει, μαρτυρά τη δική της αλήθεια, παράγει τελικά όχι μόνο συγκίνηση αλλά και αισθητική απόλαυση μέσα από την απόλυτη διεκδίκηση της προσωπικής της κατάθεσης. Στον στίχο «Δικά μου οι στίχοι και το αίμα μου παιδιά», με τον οποίο ο Καρυωτάκης δίνει στο στίγμα της ποίησής του, εκείνη θα απαντήσει με έναν στίχο που εξωθεί αυτή την ποιητική στα άκρα «μαδώ πικρά αχρείαστα τα ρόδα του αίματός μου» ή κάπου αλλού εκείνος λέει: «Μια κόρη που στοχαστικά τον ουρανό κοιτάει», εκείνη: «Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα,/γι΄αυτό η ζωή εδόθη,/στην άχαρη ζωή στην ανεκπλήρωτη/μένα η ζωή πληρώθη./Δεν τραγουδώ παρά γιατί με αγάπησες»….. Είναι το πιο δημοφιλές ποίημά της .
Στην Πολυδούρη χρωστάμε μερικά από τα ωραιότερα ερωτικά ποιήματα που έχουν γραφτεί στην ελληνική γλώσσα.
«Είμαι τρελή να σ΄ αγαπώ, αφού πια έχεις πεθάνει,/να λιώνω στη λαχτάρα των φιλιών,/να νιώθω τώρα πως αυτό που μου ΄δωσες δεν φτάνει/δε φτάνει η δρόσος των παλιών».
Συνθέτει στίχους γενναίους, ειλικρινείς, καταραμένους, τρυφερούς θυμωμένους, θρηνητικούς, όμορφους, αποτυχημένους, τσακισμένους, μελωδικούς και βραχνούς…
Ο Ηπειρώτης ποιητής Γιώργος Κοτζιούλας που είχε γράψει νεότατος μια θερμή κριτική για τη συλλογή «Οι τρίλλιες που σβήνουν», στο σονέτο «Μαρία Πολυδούρη», θεματοποιεί ειρωνικά την φιλανθρωπική επίσκεψη της «αριστοκρατίας» στην άπορη φοιτήτρια που πεθαίνει στο φτωχό καμαράκι της τρίτης θέσης του σανατορίου:
«Πολύ ακριβά πληρώσατε, Μαρία/τη φήμη-πολυτέλεια περιττή-/που σ΄ανθοδέσμες ήρθε προσφερτή / στην πιο βαριά γυναικεία καρτερία./Η αριστοκρατική παρηγορία,/που στάθηκε στην κλίνη σας κλαφτή,/δεν ήταν συγκατάβαση αρκετή/για τρίτη θέση μες στη ”Σωτηρία”».
Η ποιήτρια συγκινεί και διαβάζεται ακόμη και σήμερα και πάντοτε μέσα από την ποίησή της επιβεβαιώνει την πολύ δυναμικότητά της, την οποία μετέβαλε σε μελαγχολία γόνιμων λυρικών ποιητικών στοιχείων. Η ποίηση της μπορεί να διαβαστεί, όχι μόνο σαν μνημείο του παρελθόντος , αλλά σαν μια σύγχρονη ζωντανή τέχνη.
Η ποίηση της Μαρίας Πολυδούρη θα διαβάζεται και στα κατοπινά χρόνια.
Στο βιβλίο της Αρτινιάς Καθηγήτριας Πανεπιστημίου Χριστίνας Ντουνιά, η Πολυδούρη εμφανίζεται πλήρως απογαλακτισμένη από τη βαριά κληρονομιά του Καρυωτάκη τόσο σε βιογραφικό , όσο και στο καλλιτεχνικό επίπεδο.