Ο κόσμος της Αθήνας
Η γνωριμία του 007 με την Αριάδνη, θα γίνει στο κυρίως σαλόνι του ξενοδοχείου, που περιγράφεται ως «ένα μέρος γεμάτο από συμβατικούς τύπους επιχειρηματιών και επαγγελματιών με τις γυναίκες τους. Αθηναίους τραπεζικούς, εφοπλιστές από τα νησιά, πολιτικούς από τη Θεσσαλονίκη, λιγότερο αναγνωρίσιμους από την Κωνσταντινούπολη, τη Σόφια και το Βουκουρέστι –να μη ξεχνάμε και τους τουρίστες- όλοι με άψογες αξιοσέβαστες εμφανίσεις».
Αξίζει επίσης, και η ανάλυση του λόγου, για τον οποίο ο Μποντ το είχε επιλέξει για να μείνει: «Ο Μποντ είχε διαλέξει το ξενοδοχείο Μεγάλη Βρετανία, επειδή ήταν όσο το ήθελε δημοφιλές και επειδή ήταν του γούστου του αυτή η φθαρμένη μεγαλοπρέπεια της περιόδου του μεσοπολέμου, συνδυασμένη με μια λεπτή επίστρωση μοντερνισμού. Απολάμβανε το ελαφρά διακοσμημένο φουαγιέ, με τα κρύσταλλά του, τα πράσινα μάρμαρα και τη γοητευτική Γκομπελίν ταπετσαρία, ένα πιστό αντίγραφο του πρωτότυπου που βρισκόταν στο Λούβρο και παρίστανε τον Μέγα Αλέξανδρο να μπαίνει στη Βαβυλώνα, καβάλα σ’ ένα παχύ, μυώδες άλογο. Μια επιβλητική φιγούρα επικεφαλής της ακολουθίας του, αλλά λίγο μπλαζέ, θυμίζοντας περισσότερο την Κλεοπάτρα παρά έναν Μακεδόνα πρίγκιπα. Στον Μποντ άρεσε και το -περισσότερο γαλλικού στυλ- μπαρ, τα σπασμένα αετώματα, οι κεραμικοί αμφορείς και οι βαριές, από ακριβό μετάξι, κουρτίνες και επιπλέον οι σερβιτόροι με την -όχι όμως γαλλική- ήρεμη ευγένειά τους».
Στην πλατεία Συντάγματος
Δεν παύει δε, να έχει ενδιαφέρον και ο τρόπος που βλέπει ο Μποντ τη ζωή στην Ελλάδα, ενώ περιμένει την Αριάδνη να τον πάει για δείπνο στην Πλάκα: «Τρία λεπτά αργότερα, βρίσκονταν στα σκαλιά του ξενοδοχείου ανάμεσα στους Ιωνικούς κίονες. Η πλατεία Συντάγματος φάνταζε όμορφα με τα φώτα της, τα γραφεία της ΒΕΑ, της Ολυμπιακής Αεροπορίας, της TWA απέναντι και πίσω από τις γραμμές των δέντρων, η Αμέρικαν Εξπρές στα δεξιά, ο απαλός φωτισμός του Μνημείου του Αγνώστου Στρατιώτου στα αριστερά. Στο μυαλό του Μποντ ήλθε αυτό που είχε πει η Αριάδνη Αλεξάνδρου νωρίτερα για την ελληνικότητα της Ελλάδας. Σε τριάντα χρόνια, σκέφτηκε, ή ίσως και πιο σύντομα θα υπάρχει μια απέραντη και ομοιόμορφη κουλτούρα, ένα σύμπλεγμα μεγάλων αυτοκινητόδρομων, φαστφουντάδικων και φωτιστικών νέον, που θα διακόπτονται μόνον από τον Ατλαντικό και θα επεκτείνονται από το Λος Άντζελες στην Ιερουσαλήμ και μέχρι τότε στην Καλκούτα καλύπτοντας τα τρία τέταρτα του κόσμου. Εκεί που υπήρχαν Αμερικανοί και Βρετανοί και Γάλλοι και Ιταλοί και Έλληνες και άλλοι, τότε θα υπάρχουν μόνον πολίτες της Δύσης, ομοιόμορφα εύποροι, ομοιόμορφα κυριευμένοι από ενοχές και νευρώσεις, ομοιόμορφα αλκοολικοί και με τάσεις αυτοκτονίας, ομοιόμορφοι σε όλα. Αλλά, θα ήταν αυτή η προοπτική τόσο απελπιστικά κακή; Αναρωτήθηκε ο Μποντ. Ακόμα και στη χειρότερη των περιπτώσεων, δεν θα ήταν τόσο κακή όσο αυτή που προσφέρεται από την Ανατολή, όπου ο συντηρητισμός δεν αναπτύσσονταν τυχαία, αλλά τον καλλιεργούσε συνειδητά και χωρίς αντιδράσεις, η κρατική εξουσία. Υπήρχαν ακόμα δύο πλευρές, μια αναμφίβολα σωστή υπό όρους και μια ανυπερθέτως λάθος χωρίς όρους».
Δείπνο στην Πλάκα…
Στο δείπνο, ο Μποντ απολαμβάνει «τις μυρωδιές των εξωτικών φαγητών, του φρέσκου Μεσογειακού αέρα, την απαλή ατμόσφαιρα που τους περιέβαλε, την ευγενική απόλαυση, την ήρεμη παρουσία των αρχαίων μνημείων που βρίσκονταν εκεί κοντά, όχι σε μεγάλη απόσταση και πάνω απ’ όλα, το κορίτσι που καθόταν απέναντί του τρώγοντας χωρίς βιασύνη και με ευχαρίστηση».
…και καταδίωξη στο Ηρώδειο
Κατά τη διάρκεια του δέιπνου, θα συζητήσουν θέματα Ελληνικής ιστορίας και μυθολογίας, καθώς και πολιτικά για τις σχέσεις Άγγλων και Ελλήνων κατά τον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο (μέχρι και για το Κυπριακό θα γίνει λόγος) και η βραδιά θα ολοκληρωθεί από την εμφάνιση για πρώτη φορά των «κακών», που θα τους καταδιώξουν με συνέπεια, διώκτες και διωκόμενοι να καταστρέψουν την ήρεμη αναχώρηση των θεατών, από μια παράσταση του Ηρώδειου.