(Κριτική – παρουσίαση του βιβλίου από τον Κώστα Τραχανά)
Ο γιατρός Παυσανίας Ανκίτε γνώρισε στο Αγκριτζέντο, την Μπιάνκα Τιμοκρέι. Έζησαν μαζί μόλις τέσσερα χρόνια. Ο θάνατος της Μπιάνκα βύθισε το γιατρό στη θλίψη, ενώ τη μικρή τους κόρη την Ισαβέλλα, μονάχα δυο χρονών, την πήρε για να την μεγαλώσει μια θεία της στο Παλέρμο. Λίγα χρόνια αργότερα, την έστειλαν εσώκλειστη σε ένα κολέγιο στην Ελβετία.
Ο γιατρός Ανκίτε παράμεινε στο Αγκριτζέντο, για πολλά χρόνια, μετά τον ξαφνικό θάνατο της Μπιάνκας, γιατί συντηρούσε μια κρυφή ελπίδα πώς κάποτε η κόρη του, η Ισαβέλλα θα επέστρεφε. Οι μέρες του κυλούσαν με ελάχιστους φίλους και ασθενείς πιστούς, που συνέχιζαν να ζητούν τις συμβουλές του, ακόμη και μετά τη συνταξιοδότησή του.
Αυτή την ήσυχη και σταθερή ζωή του γιατρού Ανκίτε, ήρθανε να ταράξουν τους τελευταίους μήνες απρόβλεπτα γεγονότα και μέριμνες καινούργιες.
Το σημαντικότερο ήταν ο κλονισμός της δικής του υγείας.
Κρύβει σε ένα κρησφύγετο τον νεαρό Γκαετάνο, μέλος της επαναστατικής οργάνωσης Πλοτόνε Ρόσσο.
Τριάντα έξι χρονών ,επιστρέφει, η κόρη του Ισαβέλλα, στη γενέθλια γη, φέρνοντας μαζί και τον Έλληνα φίλο της Λίνο Κροκίδη.
Τέλος, ο γιατρός έπεσε με τα μούτρα σε μια νέα, επίπονη ενασχόληση. Άρχισε να γράφει. Έμοιαζε ιστορική αναδίφηση μα πήγαζε από μια πολύ βαθύτερη ανάγκη. Ένιωθε το βάρος μιας κληρονομιάς. Μελετούσε τις ζωές και τα πάθη αρχαίων ηρώων. Οδηγό και δάσκαλο έχει λόγια άνδρα σοφού, που έζησε σε αυτά τα χώματα πριν από εικοσιπέντε αιώνες, του Εμπεδοκλή. Άρχισε να ζητά τον κατάλληλο τρόπο για να ιστορήσει μια περιπέτεια που ένιωθε απαρχή της ύπαρξής του.
Η μοναξιά που τόσα χρόνια τον είχε πείσει πως η πιο τολμηρή ενέργεια είναι η αδράνεια, η ίδια θα τον βοηθούσε τώρα να μην εγκατάλειψη μια προσπάθεια που έμοιαζε απόπειρα να ξαναβρεί μια πίστη. Την πίστη που έχασε από τότε που χάθηκε η Μπιάνκα.
Δεν φιλοδοξούσε να φτιάξει με τις λέξεις ακόμη ένα καλύβι από άχυρα, πλάι σε όσα καθημερινά υψώνονται και σαρώνονται στο πρώτο φύσημα του αέρα.
Δεν είχε ως κίνητρο τη γνώση ή κάποια επιθυμία συγγραφικής καταξίωσης.
Κι όπως δεν ζητούσε επιστημονικά τεκμήρια συνέχειας, δεν γύρευε στο χτες ένα καταφύγιο σπρωγμένος από φόβο ή νοσταλγία.
Τη ζωή του ήθελε να φωτίσει, με τη συγκίνηση όσων κινήσανε για το Αγκριτζέντο από το Αιγαίο. Το στερνό δειλινό εκείνων που αν και η γη τους ήταν ποτισμένη ολόκληρη από την Ανατολή -μύθοι, ήθη, φυλές- αυτοί έφευγαν προς τη Δύση ζητώντας κάτι άλλο. Αυτό ήθελε να νιώσει. Το ταξίδι που έκανε ο άγνωστος πρόγονός του ποθούσε. Που για τόπο ζωής αστραφτερή διψούσε. Που ελεύθερος από όλα ήθελε να είναι. Να πλανηθεί ποθούσε. Το ταξίδι αυτό ήταν μέσα του για χρόνια μια αγκίδα. Στο ταξίδι αυτό ήταν ανάγκη του,να προβάλει όνειρα αξεδιάλυτα, βαθιά απωθημένα. Ξέρει πως δεν υπάρχει άλλο ταξίδι παρά μονάχα αυτό που τραβάει βαθιά εντός μας….
«…Το μίσος και ο έρωτας. Τη ζωή του την οριοθέτησαν από πολύ νωρίς αυτές οι δυο δυνάμεις. Η ενωτική της Φιλότητας και η χωριστική του Νείκους. Συνέλαβε με όργανο την ίδια τη ζωή του πως αυτές συγκροτούν την αέναη εναλλαγή και του ενός και των πολλών. Η Φιλότητα και το Νείκος, αυτές ήταν η Δίκη , αυτός ήταν ο Νόμος…»
Το βιβλίο αυτό, είναι ένας ύμνος για τη Σικελία και τον αρχαίο Ακράγαντα, το σημερινό Αγκριτζέντο. Ένας ύμνος στην πόλη. Ένα εγκώμιο στον φιλόσοφο Εμπεδοκλή και μια αναπόληση της Μεγάλης Ελλάδας. Επίσης είναι ένα μεγάλος ύμνος για την πραγματική ζωή.
Η Σικελία είναι το νησί που υπέστη τόσες κατακτήσεις και είχε τόσους νεκρούς από τις πλημμύρες και από τους σεισμούς. Τους 1.000.000 μετανάστες που η ανέχεια έδιωξε. Την Αίτνα που ακατάπαυστα καίει.
Η Σικελία με την άγρια ομορφιά, τα λατομεία και τα θειωρυχεία της.
Η Σικελία με τη Σκύλλα και Χάρυβδι.
Η Σικελία των τυράννων.
Είναι η πατρίδα του Εμπεδοκλή, του Φραντσέσκο Κρίσπι, του Λάκη Λουτσιάνο, του Τζοβάννι Φαλκόνε, του Λεονάρντο Σάσα, του Πιραντέλο, του Κουαζίμοντο, του Βέργκα, του Ντε Ρομπέρτο, του «Γατόπαρδου» του Λαμπεντούζα και του Βισκόντι, της Καβαλλερία Ρουστικάνα του Μασκάνι ,του Σικελικού Εσπερινού, της Σικελικής εκστρατείας, της «Υπόθεσης» (Κόζα Νόστρα-Μαφίας), του…
Είναι το νησί με την κοιλάδα των αρχαίων ναών, της μακρινής ξεχασμένης πατρίδας.
Είναι το νησί με τη ανυπότακτη σικελική ψυχή, με το περήφανο ήθος των κατοίκων, με τη σικελική ανδροπρέπεια, με το αίσθημα περηφάνιας, τιμής και ανυπακοής κάθε Σικελού απέναντι σε κάθε ισχυρό, ενάντια σε κάθε άδικο νόμο.
Ο αρχαίος Ακράγαντας είναι μια όψη του μυθιστορήματος. Πεδίο ζωής των ηρώων και εξέλιξης του βιβλίου είναι ο σύγχρονος Ακράγαντας, το Αγκριτζέντο.
Χωρίς να είναι ιστορικό μυθιστόρημα, το βιβλίο αυτό, επεξεργάζεται το υλικό της Ιστορίας και εγκιβωτίζει τις δύο εμπεδόκλειες κοσμογονικές αρχές του Νείκους και της Φιλότητας, (του μίσους και του έρωτα), για να μιλήσει για την ορμή του έρωτα, την ομορφιά και το μεγαλείο της ζωής και για το γεγονός του θανάτου.
Αν ο φυγόδικος Γκαετάνο συμβολίζει τις δυνάμεις του μίσους, το ερωτικό ζευγάρι, η Ισαβέλλα και ο Λίνος, επιτελεί όχι μόνον μιαν αναγκαία ερωτική εξισορρόπηση, αλλά συνιστά και τη μόνη δυνατότητα να βγούμε από τον φαύλο κύκλο της αντιμαχίας αυτής.
Ο έρωτας δεν απαντά μόνο στο μίσος, είναι και η μόνη απάντηση στο θάνατο…
«…Στους προδομένους απ΄ όλους -θεούς, συμμάχους και μισθοφόρους- Ακραγαντίνους δεν έμεινε άλλη λύση από την εκκένωση της αγαπημένης πόλης…
Την αυγή ο διάδοχος του Αννίβα, ο Ιμίλκων, μπήκε στην πόλη και σκότωσε όσους είχαν μείνει μέσα στα σπίτια και στα ιερά.
Ήταν Δεκέμβρης του 406 προ Χριστού, τότε που κάηκε ο Ακράγαντας. Ξανακτίστηκε. Μα δεν ήταν πια ποτέ εκείνος ο παλιός Ακράγας. Κι αργότερα έγινε Αγκριτζέντουμ, Τζιρτζέντι και Αγκριτζέντο.
…Εδώ τελειώνει μια ιστορία που δεν ήταν καν πρωτότυπη. Κι άλλοτε έχουν ειπωθεί αυτά. Γιατί θέλησα εγώ να τα θυμίσω; Ρωτώ τον εαυτό μου. Δεν είναι τόσο που έτυχε εδώ να ζήσω, απαντώ. Είναι γιατί ένιωσα ότι στις ημέρες μας ο Ακράγας πολιορκείται ξανά. Και θα είναι ακόμη πιο μεγάλη η απώλεια.
Γιατί οι Καρχηδόνιοι τώρα απειλούν τον μέσα μας Ακράγαντα»…
Το Αριστούργημα του 2011.
Ο Κώστας Χατζηαντωνίου γεννήθηκε το 1965 στη Ρόδο. Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών Πολιτικές Επιστήμες και Δημόσια Διοίκηση. Το συγγραφικό του έργο περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, αφηγήματα, ιστορικές μελέτες για τον Ελληνισμό της Μικράς Ασίας, της Κύπρου και της Χειμάρρας, δοκίμια στοχασμού, εθνικής θεωρίας και ελληνικής ιστορίας, καθώς και δύο βιογραφίες (του Ν.Πλαστήρα και του Θ.Πάγκαλου). Από το 2006 είναι μέλος του Δ.Σ. της Εθνικής Εταιρείας των Ελλήνων Λογοτεχνών, ενώ από το 2008 έως το 2010 υπήρξε μέλος της κριτικής επιτροπής του Υπουργείου Πολιτισμού για τα Κρατικά Λογοτεχνικά Βραβεία.
Εκδόσεις: Λιβάνη (2011)
Συγγραφέας: Κ. Χατζηαντωνίου
Ευρωπαϊκό Βραβείο Μυθιστορήματος 2011
Σελίδες:.380