«Ποτέ δεν χρειάζεται να αλλάξεις τίποτα σε κάτι που σηκώθηκες στη
μέση της νύχτας για να γράψεις» έλεγε ο βραβευμένος με Νόμπελ Καναδός συγγραφέας Σολ Μπέλοου.
Μια τέτοια νύχτα γύρω στα 40 του στάθηκε το εφαλτήριο της συγγραφικής δραστηριότητας για τον Μάρκο Κρητικό, καθώς μέχρι τότε το «γράφειν» δεν τον είχε απασχολήσει.
Με αφορμή το νέο του μυθιστόρημα «Ο αναρχικός τραπεζικός» (κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ) το οποίο παρουσιάζεται το Σάββατο 28 Σεπτεμβρίου στο στέκι της «ΔΡΑΣΗΣ» (Πάρνηθος 21, Βριλήσσια) η ΑΜΑΡΥΣΙΑ συνομίλησε με τον συγγραφέα για την αστυνομική λογοτεχνία, τις πηγές έμπνευσης αλλά και για τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι εκπρόσωποι του γραπτού λόγου στην Ελλάδα σήμερα.
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ: ΤΑΣΟΣ ΜΕΡΓΙΑΝΝΗΣ
Τι σας προκάλεσε την επιθυμία και σας οδήγησε στην απόφαση να γίνετε συγγραφέας;
Η συγγραφή δεν με είχε απασχολήσει, μέχρι που κάποιο βράδυ, σε ηλικία περίπου σαράντα ετών, άρχισα να γράφω το πρώτο μου μυθιστόρημα. Ήταν περισσότερο μια αυθόρμητη εσωτερική ανάγκη πάρα μια υπό επεξεργασία σκέψη, η οποία έτυχε να ωριμάσει εκείνη τη δεδομένη στιγμή. Μέχρι τότε ήμουν πολλά χρόνια συστηματικός αναγνώστης διαφόρων λογοτεχνικών ειδών, συνθήκη την οποία θεωρώ αναγκαία –αλλά όχι ικανή– για να ασχοληθεί κάποιος με τη συγγραφή.
Και τι να ασχοληθείτε συγκεκριμένα με την αστυνομική λογοτεχνία;
Εκτός από την αγάπη μου για το αστυνομικό, το επέλεξα για την αίσθηση της τάξης που διακρίνει το είδος μέσα στο χάος της λογοτεχνίας, όπως πολύ εύστοχα έχει πει ο Μπόρχες. Ήθελα δηλαδή, μια υπόθεση εργασίας προς διεκπεραίωση, ένα έγκλημα που θα οδηγούσα με λογικά βήματα στην εξιχνίασή του.
Ποιες ήταν οι πηγές πρωταρχικής έμπνευσης σας και ποιες οι πηγές έμπνευσης του τελευταίου σας βιβλίου; Ο τίτλος «Αναρχικός τραπεζικός» συνδέεται με την ελληνική ή τη διεθνή κοινωνική επικαιρότητα;
Πηγή έμπνευσης σε όλα τα βιβλία μου αποτελεί οτιδήποτε μου δίνει την αφορμή για σκέψη και προβληματισμό. Μπορεί να είναι βιωματικά στοιχεία, ιστορίες που έχω διαβάσει ή μου έχουν αφηγηθεί, γεγονότα που έχουν επηρεάσει τον μικρόκοσμό μου ή έχουν απασχολήσει την κοινή γνώμη. Ο «Αναρχικός τραπεζικός» είναι ένα κοινωνικό μυθιστόρημα αστυνομικής πλοκής ή αφορμής. Το κοινωνικό σχόλιο δεν προέκυψε από την ανάγκη να αναδείξω επίκαιρα θέματα που καθορίζουν το κοινωνικό πλαίσιο της εποχής μας. Προέκυψε κυρίως από μια προσπάθεια ηθογραφικής προσέγγισης των παραδοσιακών κανόνων κοινωνικής διαβίωσης προκειμένου να καυτηριάσω διαχρονικές αξίες και θεσμούς όπως η ηθική, η φιλία, η εργασία ο γάμος και η οικογένεια και κυρίως, το πώς αυτά επιδρούν στις συμπεριφορές και στις σχέσεις των ανθρώπων.
Πόσο δύσκολο είναι να είσαι σήμερα συγγραφέας στην Ελλάδα; Ποιες οι σχέσεις σας με το «κύκλωμα» έκδοσης και διακίνησης;
Εξαρτάται από το τι αναμένεις από τη συγγραφή. Αν αναμένεις να βιοποριστείς στην μικρή αγορά της χώρας μας με τους χαμηλούς δείκτες ανάγνωσης και αναλογικά την πληθώρα των βιβλίων που εκδίδονται είναι εξαιρετικά δύσκολο έως αδύνατο. Αν πάλι, αναμένεις να ικανοποιήσεις το υπερεγώ και την ματαιοδοξία σου είναι επικίνδυνο να εκτεθείς. Αν όμως νιώθεις ικανοποιημένος γιατί κάνεις κάτι δημιουργικό που σου αρέσει, το «ταξίδι» είναι απολαυστικό. Οι σχέσεις μου με το «κύκλωμα» είναι τυπικές. Απολαμβάνω τα οφέλη της εμπιστοσύνης ενός μεγάλου εκδοτικού οίκου, κυρίως ως προς τη διαφήμιση και διακίνηση των βιβλίων μου και τηρώ τις συμβατικές υποχρεώσεις μου για μια καλή συνεργασία προς όφελος και των δύο μερών.
Θα θέλατε να μας περιγράψετε το προφίλ του Έλληνα αναγνώστη αστυνομικής λογοτεχνίας; Τον έχετε κατά νου όταν γράφετε τα βιβλία σας;
Η αυξανόμενη κοινωνική διάσταση του αστυνομικού αναβάθμισε το είδος και προσέλκυσε πιο απαιτητικούς αναγνώστες που επιθυμούν πέραν του σασπένς που τους προσφέρει η λύση ενός αστυνομικού γρίφου να προβληματιστούν για επίκαιρα πολιτικά και κοινωνικά θέματα. Όμως δεν πρέπει να λησμονούμε ότι το αστυνομικό ανήκει στην εμπορική λογοτεχνία και ως τέτοια, απευθύνεται σε ένα ευρύ πολυσυλλεκτικό κοινό, συνήθως χωρίς ιδιαίτερα αναπτυγμένο λογοτεχνικό κριτήριο και με την αντίστροφη σχέση μεταξύ ποιότητας και αναγνωσιμότητας να παραμένει ένας κανόνας με λίγες εξαιρέσεις.
Έτσι η πλειονότητα των αναγνωστών επιλέγει κυρίως νέα, ευπώλητα βιβλία χωρίς ιδιαίτερη διάθεση να αποκτήσει σφαιρική άποψη για τη δυναμική της αστυνομικής λογοτεχνίας μέσα από εμβληματικά βιβλία τα οποία καθόρισαν την εξέλιξή της και διεύρυναν τα όριά της. Πάντα γράφω για τον εαυτό μου και όχι για τον αναγνώστη. Νομίζω ότι αυτός είναι ο πιο υγιής τρόπος έκφρασης στη λογοτεχνία και στην τέχνη γενικότερα. Γράφω για να ικανοποιήσω τον εαυτό μου και προσδοκώ σε αναγνώστες που θα ταυτιστούν με το έργο μου.
Τελικά ο αναγνώστης είναι ο τελικός κριτής του βιβλίου σας. Εσείς πως τον κρίνετε;
Σίγουρα ο αναγνώστης είναι δικαιωματικά ο τελικός κριτής, αφού σε αυτόν απευθύνεται κάθε βιβλίο που εκδίδεται. Όμως δεν θεωρώ τη σχέση συγγραφέα και αναγνώστη πελατειακή γι’ αυτό δεν πιστεύω ότι ο αναγνώστης έχει πάντα δίκιο. Κάθε βιβλίο δεν είναι κατάλληλο για όλους. Άλλο θα ενθουσιάσει τον πιο απαίδευτο αναγνώστη και άλλο τον πιο έμπειρο και υποψιασμένο. Πότε δεν κρίνω έναν αναγνώστη από τις εντυπώσεις του για τα βιβλία μου. Όμως, αν έχω εικόνα για την αναγνωστική του εμπειρία θα τη λάβω σοβαρά υπόψη μου είτε στη θετική είτε στην αρνητική κριτική του.
Ποια είναι η σχέση σας γενικά με το βιβλίο; Είναι τα βιβλία άλλων συγγραφέων πηγή έμπνευσης για τις δικές σας αναφορές; Ή οι τεχνικές άλλων συγγραφέων;
Η σχέση μου με το βιβλίο είναι στενή από την εφηβεία μου. Τα πρώτα μου αναγνώσματα ήταν μυθιστορήματα νεοελληνικής λογοτεχνίας των δεκαετιών του ΄80 και του ΄90 και κάποια κλασικά της παγκόσμιας λογοτεχνίας, που υπήρχαν στην πατρική βιβλιοθήκη. Παράλληλα άρχισα να αγοράζω τα γνωστά βιβλία περιπτέρου (βίπερ) που αργότερα ανακάλυψα ότι είχαν στον κατάλογό τους, πολύ σπουδαίους συγγραφείς της παγκόσμιας αστυνομικής λογοτεχνίας. Κινούμενος λοιπόν στα πρώτα μου βήματα σε δυο παράλληλους αναγνωστικούς δρόμους, είχα την ευκαιρία να γνωρίσω, εμβληματικά βιβλία από όλα τα είδη της λογοτεχνίας. που καθόρισαν τις αναγνωστικές κατευθύνσεις μου. Αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης για μένα όταν ασχολήθηκα με τη συγγραφή και με διακειμενικές λογοτεχνικές αναφορές σε αυτά, αισθάνομαι ότι αποτίνω φόρο τιμής στους δημιουργούς τους για τις σπουδαίες αφηγηματικές τεχνικές τους, στοιχεία των οποίων προσπαθώ να αφομοιώσω στο προσωπικό αφηγηματικό ύφος μου.
Θα θέλατε να μας μιλήσετε για κάποιο βιβλίο που διαβάσατε και σας έκανε ιδιαίτερη εντύπωση; Ποιο και γιατί;
Μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση o «Κανίβαλος» του σπουδαίου Γάλλου συγγραφέα Ντιντιέ Ντενένξ, (μτφρ. Μαρία Θεοχάρη, εκδόσεις Oposito) που φέρνει στο φως μια άγνωστη ιστορία, θλιβερή και ντροπιαστική για το ανθρώπινο είδος. Τη δεκαετία του 1930, στον ζωολογικό κήπο της Διεθνούς Αποικιακής Έκθεσης του Παρισιού, εκτίθεντο σε κλουβιά με την επιγραφή «ανθρωποφάγοι», ιθαγενείς των γαλλικών αποικιών(!) Πρόκειται για μια αντιρατσιστική νουβέλα που η υπόθεσή της βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα, τα οποία, παρότι σήμερα φαντάζουν αδιανόητα, συνέβησαν μόλις πριν ενενήντα χρόνια, στον «πολιτισμένο» δυτικό κόσμο.
Παρακολουθώντας σας, βλέπουμε ότι έχετε μια πολύπλευρη δραστηριότητα: αρθρογραφείτε στο ηλεκτρονικό περιοδικό «Ο Αναγνώστης», όπου είστε συντάκτης της στήλης για την αστυνομική λογοτεχνία. Παράλληλα, συγγράφετε τον Παγκόσμιο αναγνωστικό οδηγό αστυνομικού μυθιστορήματος. Πόσο αυτές οι δραστηριότητες ασκούν ανασταλτικό ρόλο για την αφοσίωση σας στο βασικό σας αντικείμενο, τη συγγραφή;
Δεν ασκούν ανασταλτικό ρόλο γιατί έχω εντάξει τις δραστηριότητες αυτές στο αντικείμενο της συγγραφής. Άλλωστε είναι συχνό φαινόμενο οι συγγραφείς να δημοσιογραφούν σε έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα. Μπορεί η διαδικασία αυτή να απαιτεί χρόνο λειτουργεί όμως για τον συγγραφέα ως «εκγύμναση» γραφής η οποία τον κρατά σε δημιουργική εγρήγορση και καθιστά αποδοτικότερο τον χρόνο που του απομένει για την συγγραφή του νέου βιβλίου μου.
Σας ενδιαφέρει η μεταφορά του τελευταίου ή κάποιου άλλου βιβλίου σας στον κινηματογράφο ή την τηλεόραση. Μια τέτοια εξέλιξη θα σας χαροποιούσε ή θα σας φόβιζε;
Φυσικά και θα με χαροποιούσε. Δεν νομίζω ότι υπάρχει συγγραφέας, που να μην τον γοητεύει η ιδέα της μεταφοράς ενός μυθιστορήματός του, στην μικρή ή την μεγάλη οθόνη. Το μόνο που με προβληματίζει είναι ότι κάποιες φορές αντιλαμβάνομαι ότι η προοπτική μιας τέτοιας εξέλιξης, -παρότι στη χώρα μας συγκεντρώνει ελάχιστες πιθανότητες- με παρασύρει σε σκηνοθετικά τεχνάσματα και ευκολίες, που θεωρητικά θα διευκόλυναν μια μελλοντική διασκευή του έργου μου. Όμως μια τέτοια σεναριακού τύπου γραφή λειτουργεί δεδομένα σε βάρος της αφηγηματικής οικονομίας και της λογοτεχνικότητας ενός κειμένου.
Τα σχέδια σας για το μέλλον;
Την έκδοση ενός νέου βιβλίου μου ακολουθεί πάντα μια περίοδος αποφόρτιση λίγων μηνών από τη συγγραφή που εξυπηρετεί και τις διαδικασίες της προώθησής του. Στη φάση αυτή βρίσκομαι τώρα. Κάνω κάποιες σκέψεις για ένα νέο αστυνομικό μυθιστόρημα που θα διαδραματίζεται εξολοκλήρου στην Αθήνα αλλά δεν είναι οριστικές ούτε δεσμευτικές για το μέλλον. Επίσης σχεδιάζω να εμπλουτίσω μέχρι το τέλος του χρόνου τον Οδηγό παγκόσμιου αστυνομικού μυθιστορήματος στο περιοδικό Ο Αναγνώστης, με νέα αξιόλογα βιβλία από την πρόσφατη εκδοτική παραγωγή. Παράλληλα ετοιμάζω δυο διηγήματα, ένα αστυνομικό και ένα επετειακό για τα 100 χρόνια του Ολυμπιακού που θα εκδοθούν σε συλλογικούς τόμους στις αρχές του επόμενου χρόνου.