Επιμέλεια: Λία Βαλάτα – Τσιάμα Ιστορικός – Ερευνήτρια.
Bρέθηκε στην πρώτη γραμμή του πυρός και στο ζωγραφικό της ημερολόγιο κατέγραψε τους ανώνυμους ήρωες. Από την αυγή του περασμένου αιώνα και στις μεγάλες στιγμές του Ελληνισμού, η Θάλεια Φλωρά – Καραβία κατάφερε να σταθεί σε χώρους αφιλόξενους για τις γυναίκες της εποχής και, κυρίως, να δείξει μια δύναμη που μόνο οι αληθινοί καλλιτέχνες διαθέτουν. Στο γύρισμα ενός αιώνα από τη Μικρασιατική Καταστροφή, το Εθνικό Ιστορικό Μουσείο αναμοχλεύει τα γεγονότα της εποχής, αναδεικνύοντας μαζί τους μια σπάνια μορφή κι αποδίδοντας το βάρος που της πρέπει.
Γεννημένη το 1871 στη Σιάτιστα, η Θάλεια Φλωρά – Καραβία μεγάλωσε στην Κωνσταντινούπολη. Έλαβε μια στέρεη παιδεία στο Ζάππειο Παρθεναγωγείο και ονειρεύτηκε να γίνει ζωγράφος. Όμως, το Σχολείο των Τεχνών (μετέπειτα Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών) δεν την δέχθηκε καθώς ήταν γυναίκα. Δεν τα παράτησε. Έφυγε στο Μόναχο για να σπουδάσει κοντά στον Γύζη, μετεκπαιδεύτηκε στο Παρίσι, που ήταν κέντρο τότε της διεθνούς καλλιτεχνικής ζωής κι όταν αργότερα έζησε στην Αλεξάνδρεια, διηύθυνε η ίδια σχολή ζωγραφικής, μοιραζόμενη με την ελληνική παροικία την αγάπη της για την τέχνη. Το ζωγραφικό της έργο, όπως μας έδειξε η ιστορικός τέχνης Δέσποινα Τσούργιαννη, είναι τεράστιο σε έκταση και κλείνει κυριολεκτικά μια εποχή του οικουμενικού Ελληνισμού.
Υπάρχει όμως μία πτυχή που φωτίζεται αυτήν την περίοδο κι έχει νόημα να την ανακαλύψουμε. Με την πολύτιμη συνδρομή της οικογένειας Φλωρά, το Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, στο κτίριο της Παλαιάς Βουλής, παρουσιάζει την έκθεση «Θάλεια Φλωρά – Καραβία. Μικρά Ασία 1921». Εκεί, ξετυλίγονται άγνωστες σελίδες από το ζωγραφικό της ημερολόγιο, δίνοντας δεύτερη ζωή στους Έλληνες της Μικρασιατικής Εκστρατείας. Τα πολύτιμα σχέδιά της «χρωματίζουν» επιλεγμένα ιστορικά κειμήλια του μουσείου από το κρίσιμο 1921.
Πώς βρέθηκε η ζωγράφος στα χώματα της Ιωνίας; Αρχικά, κατά την περίοδο των Βαλκανικών Πολέμων, ακολούθησε τον ελληνικό στρατό στις εκστρατείες του, ως ανταποκρίτρια της εφημερίδας που εξέδιδε ο σύζυγός της, και απεικόνισε πολεμικά στιγμιότυπα σε σχέδια με κάρβουνο, κιμωλία και παστέλ. Τις εμπειρίες της από τα γεγονότα εκείνης της εποχής τις περιέγραψε αργότερα στο βιβλίο της «Εντυπώσεις από τον πόλεμο του 1912-1913: Μακεδονία – Ήπειρος» (από εκεί και η φωτογραφία όπου εμφανίζεται με τα πινέλα της).
Δεύτερη φορά στο θέατρο του πολέμου θα βρεθεί κοντά στο πλευρό του στρατηλάτη των Βαλκανικών Πολέμων, βασιλιά Κωνσταντίνου Α’, ο οποίος, ως επικεφαλής της νέας στρατιωτικής διοίκησης μετά την εκλογική ήττα του Βενιζέλου, επιστρατεύεται στη Μικρασία για να ανορθώσει το ηθικό του στρατεύματος. Η Φλωρά κάνει αυτό που γνωρίζει καλά. Σχεδιάζει και στέλνει φλογερές όσο και βαθιά λογοτεχνικές ανταποκρίσεις από την Αθήνα, τη Σμύρνη, την Προύσα και τα Μουδανιά.
Το υλικό δημοσιεύεται στην ελληνική «Εφημερίδα» της Αλεξάνδρειας που εκδίδει ο σύζυγός της Νίκος Καραβίας. Επικεντρώνεται στον υγειονομικό αγώνα που εξελίσσεται στην πιο κρίσιμη φάση του πολέμου, ένα θαυμαστό αγώνα για τη διάσωση της ζωής, όχι μόνο του τραυματισμένου στρατιώτη αλλά του συνόλου των πληθυσμών υπό ελληνική διοίκηση. Σχεδιάζει με μολύβι, κάρβουνο και παστέλ νοσοκόμες, τραυματίες και επισκέπτες των νοσοκομείων, επωνύμους όσο και αγνώστους σε εμάς.
Έμμεσα και με τον τρόπο της, η ζωγράφος συμμετέχει στον αγώνα ανάδειξης της συμβολής των γυναικών σε αυτά που μέχρι τότε λογίζονταν ως «ανδρικές υποθέσεις». Συμμετέχει σε αυτή την αλληλουχία γυναικών που θυσιάζουν την οικογενειακή τάξη και θαλπωρή για να βοηθήσουν όσο μπορούν και όσο τους επιτρέπεται στον εθνικό αγώνα. Τα έργα της, όσο και η ίδια της η παρουσία, αποτελούν ύμνο για τη γυναίκα, στην εποχή που οι αλλεπάλληλοι πόλεμοι αναγκαστικά κάνουν τους κανόνες του ανδροκρατούμενου κόσμου να τρίζουν.
Τα πρωτότυπα έργα της Φλωρά, καθώς και κάποια αποσπάσματα ανταποκρίσεών της που τα συνοδεύουν, παρουσιάζονται μαζί με χαρακτηριστικά δείγματα στρατιωτικών εμπειριών, μέσα από τα – δημοσιευμένα και αδημοσίευτα- στρατιωτικά ημερολόγια του λοχία Ιωάννη Γιαννόπουλου και του φαντάρου Δημήτρη Γεώργαρη. Αυτά αντανακλούν το αίμα και τη βία, την πραγματική φρίκη του πολέμου, που η Φλωρά αντιμετωπίζει δευτερογενώς στα νοσοκομεία. Σήμερα είναι σημαντικό η μελέτη μιας εποχής να λαμβάνει υπόψη και τις εμπειρίες αυτών που δεν χώρεσαν στην «επίσημη» αφήγηση της ιστορίας. Πρόκειται για το έργο της πρώτης Ελληνίδας πολεμικής ανταποκρίτριας που με ευαισθησία απαθανάτισε τους στρατιώτες μας από το μέτωπο, αλλά και τις νοσοκόμες που πάλεψαν για τη ζωή των Ελλήνων τραυματιών.
Μέρος των εκτεθειμένων έργων δημοσιεύεται σε in folio φάκελο, σχεδιασμένο από την Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία της Ελλάδος σε συνεργασία με τις πάντα φροντισμένες Εκδόσεις Καπόν.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΥΛΩΝΑΣ
INFO
Διάρκεια έκθεσης:
έως 15 Οκτωβρίου.
Ώρες λειτουργίας:
Τρίτη – Κυριακή,
10:00 – 16:00
Είσοδος ελεύθερη
Εθνικό Ιστορικό Μουσείο: Η πολύνεκρος μάχη προ της Αγκύρας
Οι νίκες του ελληνικού στρατού τον Ιούνιο του 1921 οδήγησαν στην απόφαση προέλασης προς την Άγκυρα, η οποία ξεκίνησε στις αρχές Αυγούστου 1921. Στόχος η αναμέτρηση με τον στρατό του Κεμάλ, στα δυτικά του Σαγγαρίου, η οριστική νίκη και η κατάκτηση της Άγκυρας. Παρά τις προσδοκίες του ελληνικού επιτελείου, οι Τούρκοι είχαν οχυρωθεί στα ανατολικά του ποταμού. Οι Έλληνες πέρασαν τον Σαγγάριο, αντιμετωπίζοντας αρχικά περιορισμένη αντίσταση, αλλά σημαντικά προβλήματα κίνησης και ανεφοδιασμού. Έως τις 23 Αυγούστου 1921 επιχειρούσαν να σταθεροποιήσουν τις θέσεις τους στην ανατολική όχθη. Στις 28 Αυγούστου οι Τούρκοι πραγματοποίησαν σφοδρή επίθεση, που αποκρούστηκε αποτελεσματικά. Ωστόσο και πάλι ο τουρκικός στρατός απέφυγε τη συντριβή και ανασυντάχθηκε. Στο πεδίο της μάχης κανείς δεν υπήρξε νικητής.

Στις 31 Αυγούστου αποφασίστηκε η υποχώρηση των Ελλήνων στα δυτικά του ποταμού και λίγο αργότερα οι ελληνικές δυνάμεις ολοκλήρωσαν τη σύμπτυξή τους στην αμυντική γραμμή Εσκί Σεχίρ – Αφιόν Καραχισάρ, παγώνοντας το στρατιωτικό μέτωπο.
Η μάχη του Σαγγάριου σήμανε το τέλος των επιθετικών επιχειρήσεων για τον ελληνικό στρατό στην Μικρά Ασία και την μετάπτωσή του σε αμυντική κατάσταση. Η πρωτοβουλία των κινήσεων έκτοτε μετατέθηκε στην πλευρά του Κεμάλ και του τουρκικού στρατού, αποτέλεσμα των οποίων ήταν η αντεπίθεση του 1922, η ήττα των Ελλήνων και η Μικρασιατική Καταστροφή.
Η μεγάλη επιχείρηση, που έληξε άδοξα για τις ελληνικές δυνάμεις, έθεσε εκτός μάχης 23.000 στρατιώτες και αξιωματικούς (4.000 νεκρούς και 19.000 τραυματίες), κενά τα οποία, ιδιαίτερα στους αξιωματικούς, δεν αναπληρώθηκαν ποτέ.
Οι απώλειες της τουρκικής πλευράς ανήλθαν γύρω στους 38.500 νεκρούς και τραυματίες.