Την κλασική ταινία «Επάγγελμα ρεπόρτερ» (Professione: Reporter/ The Passenger) προβάλει το Cine-Δράση την Πέμπτη 21 Σεπτεμβρίου στις 20.15 στο ΤΥΠΕΤ.
Ιταλία, Γαλλία, ΗΠΑ, Ισπανία 1975. Διάρκεια: 123′. Σενάριο: Mark Peploe, Michelangelo Antonioni, Peter Wollen. Σκηνοθεσία:ς: Michelangelo Antonioni. Πρωταγωνιστούν: Jack Nicholson, Maria Schneider, Steven Berkoff, Ian Hendry, Jenny Runacre. Μουσική: Ivan Vandor. Φωτογραφία: Luciano Tovoli
«Αυτό που πάντα με ενδιέφερε ήταν να κοιτάξω μέσα στον άνθρωπο, ποια συναισθήματα τον κινητοποιούν, ποιες είναι οι σκέψεις του στην πορεία του προς την ευτυχία, τη δυστυχία, το θάνατο»
Michelangelo Antonioni
Ένα αληθινό έπος
Κατασκοπική ταινία καταδίωξης, φιλοσοφικό δράμα, και υπαρξιακό θρίλερ δρόμου το “Επάγγελμα Ρεπόρτερ”, είναι μια από τις σπουδαιότερες κινηματογραφικές ταινίες. Αληθινό έπος, έχει στον πυρήνα της αφήγησης του τον χρόνο και τον θάνατο, τον ρόλο του ατόμου στην κοινωνία, την περιπλάνηση και την περιπέτεια ως μορφές υπαρξιακής αναζήτησης, καθώς και τα ζητήματα της ταυτότητας, της αλλοτρίωσης, της αποξένωσης, της κενότητας και εντέλει της ματαιότητας της ανθρώπινης ύπαρξης.
Ένας, αμερικανικής καταγωγής ρεπόρτερ, ο David Locke (Jack Nicholson), βρίσκεται σε αποστολή σε χώρα της Βόρειας Αφρικής για να καλύψει δημοσιογραφικά τις πολιτικές αναταραχές και τις εμφύλιες συγκρούσεις. Επιτυχημένος δημοσιογράφος βρίσκεται σε μια κρίσιμη καμπή της ζωής και της καριέρας του. Αισθάνεται ηττημένος, μελαγχολικός, απελπισμένος, αποξενωμένος, ασταθής και μοιάζει να αναζητά στην έρημο της Αφρικής τον ίδιο του τον εαυτό που είναι θαμμένος κάτω από τις οικογενειακές συμβάσεις και την επαγγελματική ισοπέδωση. Στο ξενοδοχείο που καταλύει γνωρίζει έναν μυστηριώδη άνδρα, τον Robertson. Σύντομα, επιστρέφοντας από μια ακόμα, μάταιη, αναζήτηση των πολεμικών αναμετρήσεων, βρίσκει τον γείτονά του νεκρό από καρδιακό επεισόδιο. Χωρίς δεύτερη σκέψη, μεταφέρει το πτώμα στο δικό του δωμάτιο, φοράει τα ρούχα του νεκρού, αλλάζει τις φωτογραφίες στα διαβατήρια τους και αποφασίζει να αναζητήσει την περιπέτεια, ζώντας τη ζωή του αγνώστου. Προφανής εξήγηση για την ενέργεια του δεν υπάρχει, αλλά μάλλον εκφράζει με αυτόν τον τρόπο την απελπισμένη επιθυμία του να εξαφανιστεί, να αλλάξει ταυτότητα και να ανταλλάξει την προϋπάρχουσα πληκτική και βαλτωμένη ζωή του με μια εντελώς καινούργια.
Με στοιχεία που βρίσκει στην ατζέντα του νεκρού, κλείνει ραντεβού και βρίσκεται αρχικά στο Λονδίνο και το Μόναχο, όπου ανακαλύπτει πως ο άνθρωπος του οποίου οικειοποιήθηκε την ταυτότητα, άρα και ο καινούριος του εαυτός, ασκεί το επικίνδυνο επάγγελμα του εμπόρου όπλων για λογαριασμό μιας αφρικανικής επαναστατικής οργάνωσης. Στη συνέχεια, ο ανήσυχος ήρωας μας, μεταφέρεται στη Βαρκελώνη όπου στο εσωτερικό ενός από τα περίεργα και αινιγματικά κτίρια του αρχιτέκτονα Antoniο Gaudí, γνωρίζει την Daisy, μια όμορφη φοιτήτρια αρχιτεκτονικής (Maria Schneider) και συνεχίζει μαζί της τον αυτοκαταστροφικό του μονόδρομο που θα τον οδηγήσει από την προηγούμενη φυλακή του σε μια άλλη από την οποία δεν θα μπορέσει ποτέ να δραπετεύσει. Γιατί σύντομα διαπιστώνει ότι και ο νέος του εαυτός είναι επίσης καταδιωκόμενος. Ακόμα και αν ξεφύγει από το δικό του παρελθόν, τη γυναίκα του και έναν συνάδελφο που αναζητώντας τον έφτασαν στα ίχνη του Robertson, τον οποίο και νομίζουν ότι ακολουθούν, δύσκολα θα αποφύγει τις σφαίρες των καθεστωτικών πρακτόρων και της αστυνομίας που τον θεωρούν συνεργάτη των επαναστατών και έχουν βαλθεί να τον εξοντώσουν. Κυρίως όμως δεν θα μπορέσει ποτέ να ξεφύγει από τον ίδιο του τον εαυτό και τις δικές του αγωνίες και σε αυτό δεν θα μπορέσει να τον βοηθήσει ούτε η Daisy με τα νιάτα της και τον έρωτά της. Άτομο μιας γενιάς περισσότερο διαθέσιμης, αλλά και απαιτητικής θα του δηλώσει ότι δεν αποδέχεται τους «παραιτημένους» και θα ετοιμαστεί να τον εγκαταλείψει.
Στην ουσία είναι ο ίδιος που την έχει διώξει, θεωρώντας ότι η σχέση τους, όπως άλλωστε και το οτιδήποτε, δεν μπορούν να του προσφέρουν την προοπτική μιας ουσιαστικής ανανέωσης. Δεν πιστεύει σε τίποτα, δεν ανήκει σε τίποτα, δεν ταυτίζεται με τίποτα. Ο αυτοκαταστροφικός μονόδρομος που ακολουθεί θα τελειώσει σε ένα δωμάτιο φτηνού ξενοδοχείου, σε μια πλατεία της επαρχίας της Σεβίλλης σε ένα φινάλε που θεωρείται το πιο εμπνευσμένο, ίσως, στην κινηματογραφική ιστορία. Η διάρκειας επτά λεπτών τελευταία σκηνή της ταινίας, γυρισμένη σε μονόπλανο είναι ένα αληθινό κινηματογραφικό επίτευγμα.
Το backstage του φιλμ
Το φιλμ γυρίστηκε το 1975, στο αποκορύφωμα της διεθνούς καριέρας του σκηνοθέτη, και θεωρείται μέρος μιας περιπλάνησης του σε τόπους εμβληματικούς της εποχής. Έχουν προηγηθεί οι ταινίες Blowup (1966), το Zabriskie Point (1970), με τις οποίες θεωρείται ότι το φιλμ αποτελεί μια χαλαρή τριλογία, την τριλογία της «αλλοτρίωσης» και το Chung Kuo, Cina (1972) που γυρίστηκε στη μαοϊκή Κίνα. Σε κάθε πλάνο της διακρίνουμε το ενδιαφέρον του σκηνοθέτη για τους χώρους και τη σχέση τους με τις προσωπικότητες των ανθρώπων. Αλλά το βάρος πέφτει κυρίως στην αφρικάνικη έρημο και την πλατεία του μικρού ισπανικού χωριού στην τελευταία σκηνή της ταινίας, όπου ο χώρος μοιάζει σαν αντανάκλαση της ψυχής του ήρωα, της πνευματικής και ψυχολογικής κατάστασης του.
Ο Jack Nicholson είναι ιδανικός και απολαυστικός στην ενσάρκωση ενός ήρωα που πασχίζει να απαλλαγεί από το βάρος της ίδιας του της ταυτότητας. Ο ηθοποιός αγάπησε το «Επάγγελμα Ρεπόρτερ» περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη ταινία της πλούσιας φιλμογραφίας του. Όταν στη δεκαετία του ‘80 αντιλήφθηκε ότι κυκλοφορούσε κακοποιημένο και περιορισμένο στη διάρκεια και τις διαστάσεις του κάδρου, απέκτησε τα δικαιώματά του, το απέσυρε από την αγορά και φρόντισε να κυκλοφορήσει ξανά στην αυθεντική του μορφή. Η φωτογραφία του Luciano Tovoli δίνει εικόνες σε ζεστές αποχρώσεις, τόσο εκφραστικές που ο θεατής βιώνει την κάθε μία από αυτές σαν πίνακα ζωγραφικής.