Γράφει ο Πάνος Σκουρολιάκος: μέλος της Κ.Ε. του ΣΥΡΙΖΑ και βουλευτής της Περιφέρειας Αττικής
Kάποια πρόνοια θα πρέπει να ληφθεί για τα σκόρπια και κυνηγημένα ρεμπέτικα της Αντίστασης. Όπως είναι φυσικό, δεν έχουν αποτυπωθεί σε δίσκο, εξ αιτίας των κινδύνων της εποχής. Υπάρχουν και παρτιτούρες και στίχοι. Ας ασχοληθεί κάποιος με τη συστη-ματική καταγραφή και έκδοσή τους
Απόλυτα λαϊκό τραγούδι το ρεμπέτικο, γεννήθηκε στις φτωχογειτονιές του Πειραιά, του Βόλου και της Θεσσαλονίκης, εκφράζοντας τα μεράκια, τον πόνο και το παράπονο των απλών λαϊκών ανθρώπων, υμνώντας τον έρωτα, την προσφυγιά, το πάθος της μαστούρας, αλλά και την αγανάκτηση για θέματα κοινωνικά, πατριωτικά και ακόμα θέματα ελευθερίας και αντίστασης στους κατακτητές και τους συνεργάτες τους στην Κατοχή.
Στα χρόνια της Αντίστασης, το ρεμπέτικο τραγούδι, πατώντας πάνω στο αντάρτικο, συντάσσεται με το ΕΑΜ – ΕΛΑΣ ακολουθώντας την πολιτική τους ιδεολογία και εμψυχώνοντας αγωνιστές και λαό. Το φιλότιμο και η παλληκαριά του ρεμπέτη, αποκτούν νέο σχήμα και περιεχόμενο. Με πρωτοστάτη τον τυφλό ρεμπέτη Δημήτρη Γκόγκο – «Μπαγιαντέρα», πλουτίζει το ρεπερτόριό του ως «ρεμπέτικο του αγώνα» με εμβληματικά τραγούδια, όπως τα «ΕΛΑΣ να ζεις αιώνια», «Αρχηγό μου έχω τον Άρη», «Βροντάει ο Όλυμπος αστράφτει η Γκιώνα» και άλλα πολλά.
Ο Απόστολος Καλδάρας, γράφει το «Πάνω στης Πίνδου τα όρη», ο Γαβριήλ Μαρινάκης το «ΕΑΜ – ΕΛΑΣ» ο Οδυσσέας Μοσχονάς το «Άρης Βελουχιώτης», ο Μανώλης Χιώτης το «Δίχως τανκς κι αεροπλάνα». Κυκλοφορούσαν και πολλά «αδέσποτα» – άγνωστων δημιουργών τραγούδια. Υπήρχε βεβαίως και πολιτική αντίδραση γι’ αυτά τα τραγούδια. Ο Χιώτης, έπαιζε κρυφά το τραγούδι που προαναφέραμε σε φίλους του αντιστασιακούς. Δεν «χτυπήθηκε» ποτέ σε δίσκο. Κατά τη διάρκεια της κατοχής και του αγώνα, το πολιτικό πλέον ρεμπέτικο, τραγουδιόταν κρυφά, μακριά από τα αυτιά και τα μάτια των κατακτητών και των χαφιέδων συνεργατών τους.
Το ρεμπέτικο της Αντίστασης πάτησε όπως είπαμε στο αντάρτικο. Είχε όμως και άλλη μια δεξαμενή έμπνευσης. Τα ρεμπέτικα – λαϊκά που γράφτηκαν για τον πόλεμο του 1940. Ο Στέλιος Κερομύτης γράφει το «Θα πάρω το τουφέκι μου», ο Μάρκος το «Ο Μάρκος φαντάρος» και ακόμα τα «Ας φύγουμε στον πόλεμο», «Μουσολίνι άλλαξε γνώμη» και άλλα. Ο Τούντας γράφει το «Άκου Ντούτσε μου τα νέα», οι Μάτσας και Περιστέρης το «Την Αλβανία ξέγραψε».
Επιστρέφοντας όμως στους ρεμπέτες της Αντίστασης, να σημειώσουμε πως πολλοί από αυτούς χάθηκαν στον αγώνα και εξ αιτίας των διωγμών που υπέστησαν ως αγωνιστές της Αντίστασης, από τους νικητές του εμφύλιου που ακολούθησε.
Γοητευτική είναι η διαδρομή του ρεμπέτικου στην πολύχρονη εξέλιξή του. Ως γνήσια λαϊκό είδος, εξέφρασε τα λαϊκά στρώματα, είτε ως «τραγούδι των φυλακών» από τον 19ο αιώνα, είτε ως «τραγούδι των παραβατικών πράξεων» μέχρι το 1940, είτε εμπλουτίζοντας στη συνέχεια τη δημιουργική κουλτούρα του πολέμου του 1940 και την Αντίσταση. Μετά τον πόλεμο και μέχρι το 1960, οι παλιοί ρεμπέτες μένουν στην αφάνεια, είτε «αναμορφούμενοι» σε τόπους εξορίας, είτε απαξιούμενοι και εκτός μόδας από το κλίμα του ρηχού αστισμού που επέβαλε το κράτος της νικήτριας Δεξιάς.
Έρχεται όμως ο Μάνος Χατζιδάκις με την ιστορική ομιλία του για το ρεμπέτικο, το 1948 στο Θέατρο Τέχνης, να ταράξει τα νερά. Ο «Επιτάφιος» του Μίκη Θεοδωράκη, αλλάζει το κλίμα. Εμβληματικές μορφές του ρεμπέτικου όπως οι Μάρκος, Στράτος, Μπιθικώτσης και Μπέλλου ηχογραφούν ξανά. Διανοούμενοι και ερευνητές όπως οι Πετρόπουλος, Χριστιανόπουλος, Κουνάδης, Πάνος Σαββόπουλος και πολλοί άλλοι, συνεισφέρουν στο ζωντάνεμα του ρεμπέτικου με στοιχεία και εργασίες.
Στη μεταπολίτευση, πλήθος κομπανιών νέων ανθρώπων παίζουν ρεμπέτικα παντού. Τα μουσικά γυμνάσια και λύκεια κάνουν σπουδαία δουλειά. Με πρωτοβουλία του υπουργείου Πολιτισμού, το ρεμπέτικο εγγράφεται στον Αντιπροσωπευτικό Κατάλογο της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ανθρωπότητας τον Δεκέμβριο του 2017, μετά από έγκριση της αρμόδιας επιτροπής της UNESCO. Ένδοξος και άγιος ο δρόμος του ρεμπέτικου, λοιπόν, σε όλο του το πολυποίκιλο μήκος.
Κάποια πρόνοια όμως θα πρέπει να ληφθεί για τα σκόρπια και κυνηγημένα ρεμπέτικα της Αντίστασης. Όπως είναι φυσικό, δεν έχουν αποτυπωθεί σε δίσκο, εξ αιτίας των κινδύνων της εποχής που προαναφέραμε. Υπάρχουν και παρτιτούρες και στίχοι. Ας ασχοληθεί κάποιος με τη συστηματική καταγραφή και έκδοσή τους. Αποτελούν πολύτιμη περιουσία του λαού, του πολιτισμικού μας πλούτου και της πολιτιστικής, κοινωνικής και πατριωτικής ιστορίας του τόπου μας.