Στο μικρό Μαρούσι του 19ου αιώνα οι περισσότεροι μαθητές φοιτούσαν στις πρώτες τάξεις του δημοτικού σχολείου, μέχρι να πάρουν τις βασικές γραμματικές και αριθμητικές γνώσεις. Σχεδόν όλες οι οικογένειες ήταν αγροτοποιμενικές και τα μεν αγόαρια έμπαιναν από νωρίς στη δουλειά, τα δε κορίτσια, σύμφωνα με τα ήθη της εποχής, σπάνια προχωρούσαν πέρα από τις πρώτες τάξεις. Λίγοι τελείωναν λοιπόν το δημοτικό και ακόμη λιγότεροι πήγαιναν κατόπιν στο σχολαρχείο, μία εναλλακτική και πιο σύντομη εκπαιδευτική βαθμίδα αντί του γυμνασίου. Το χωριό διέθετε σχολαρχείο, όχι όμως γυμνάσιο, που ιδρύθηκε μόλις το 1925. Οι ελάχιστοι εκείνοι Μαρουσιώτες που είχαν τη δυνατότητα να συνεχίσουν τις σπουδές τους στο γυμνάσιο, έπρεπε να μετακομίσουν μόνιμα στην Αθήνα και να εγγραφούν σε ένα από τα εκεί σχολεία, βρίσκοντας παράλληλα και κάποια απασχόληση για να αντιμετωπίσουν τα πολλά έξοδα που απαιτούσαν η φοίτηση και η παραμονή στην πόλη.
Έρευνα και κείμενο: Γιώργος Πάλλης
Ήταν επομένως εξαιρετικά σπάνιο ένας νέος από το Μαρούσι να τελειώσει το γυμνάσιο και να συνεχίσει ανώτερες σπουδές. Σε αυτές τις μετρημένες στα δάχτυλα περιπτώσεις ανήκει ο Κωνσταντίνος Καλοζύμης, γόνος μιας από τις παλιές οικογένειες του τόπου, ο οποίος υπήρξε ένας από τους πιο μορφωμένους κληρικούς της εποχής του και διέγραψε μια πολύ ενδιαφέρουσα πορεία στην Ελλάδα και τη Γερμανία, φθάνοντας μέχρι το αξίωμα του αρχιεπισκόπου Φθιώτιδος. Στο κείμενο που ακολουθεί, θα επιχειρήσουμε να ανασυνθέσουμε το περίγραμμα της ζωής του.
Οικογένεια και εκπαίδευση
Ο Κωνσταντίνος γεννήθηκε το 1840. Σύμφωνα με τις μαρουσιώτικες γενεαλογίες του Τάκη Πολιτόπουλου, ήταν ο τρίτος γιός του Νικολάου και της Μαρίας Καλοζύμη, οι οποίοι είχαν παντρευτεί πιθανότατα το 1831 (Τ.Ε. Πολιτόπουλος, Μαρουσιώτικα, Μαρούσι 1996, σελ. 280). Η οικογένεια είχε τουλάχιστον πέντε παιδιά: τον πρωτότοκο (1832) Λεωνίδα, τον Ιωάννη, τον Κωνσταντίνο, την Αικατερίνη (μετέπειτα σύζυγο Αργύρη Πανταζή) και την Αθανασία (μετέπειτα σύζυγο Ανδρέα Κουράση).
Το οικογενειακό περιβάλλον στο οποίο μεγάλωσε ο Κωνσταντίνος φαίνεται ότι σεβόταν τα γράμματα και την εκκλησία. Ο πατέρας του συνυπογράφει το 1847 μία σωζόμενη διαμαρτυρία των κατοίκων του Αμαρουσίου και του Χαλανδρίου για την παύση του δασκάλου του τοπικού δημοτικού σχολείου από τον Δήμαρχο Αθηναίων [Δ. Γιώτας, «Τα πρώτα σχολεία στο Μαρούσι», Πρακτικά 8ου Συμποσίου Ιστορίας και Λαογραφίας Αττικής (Μαρούσι, 28-31 Μαΐου 1999), Μαρούσι 2001, 328]. O αμέσως μεγαλύτερος αδερφός του, ο Ιωάννης, ήταν ιερέας και διετέλεσε εφημέριος του ναού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στο Μαρούσι.
Ο Κωνσταντίνος θα φοίτησε στο Δημοτικό Σχολείο του Μαρουσιού, πιθανώς μεταξύ του 1846 και του 1852, και στη συνέχεια θα πήγε στην Αθήνα για να προχωρήσει σε γυμνασιακές σπουδές. Γύρω στο 1860 εισήλθε στη Θεολογική Σχολή του μόνου ελληνικού πανεπιστημίου της εποχής, των Αθηνών, και είναι, απ’ όσο γνωρίζουμε, ο πρώτος Μαρουσιώτης που απέκτησε πανεπιστημιακή μόρφωση.
Ανώτερες σπουδές και χειροτονία
Σε χρόνο που δεν έχουμε εντοπίσει μέχρι στιγμής, ο Καλοζύμης χειροτονήθηκε ιερέας και τοποθετήθηκε ως εφημέριος σε μια από τις πιο γνωστές αθηναϊκές εκκλησίες της εποχής, στον Άγιο Γεώργιο Καρύτση, στην ομώνυμη πλατεία κοντά στην οδό Ερμού, μέσα στην καρδιά του εμπορικού κέντρου της πρωτεύουσας. Κατά τη θητεία του στον Καρύτση, ο νεαρός ιερωμένος ανέπτυξε έντονη δραστηριότητα και μεταξύ άλλων άρχισε να δημοσιεύει άρθρα στον Τύπο. Μεγάλη αίσθηση προκάλεσε ένα κείμενό του στην αθηναϊκή εφημερίδα Αλήθεια (φύλλα της 30ης και 31ης Μαρτίου 1872), με τίτλο «Σκανδαλώδες και άσκοπον το ψηφοφορείν εν τοις ναοίς κατά τας βουλευτικάς και δημοτικάς εκλογάς». Ο Καλοζύμης επέκρινε με αυτό σφοδρά τη μετατροπή των ενοριακών ναών σε εκλογικά κέντρα, με ό,τι συνεπαγόταν η συγκεκριμένη δραστηριότητα σε έναν ιερό χώρο.
Πριν από τη χειροτονία του ο Κωνσταντίνος παντρεύτηκε, η γυναίκα του όμως πέθανε το 1866, αφού είχε φέρει στη ζωή ένα γιο, το μοναδικό τους παιδί.