Από οικογένειες του 2ου Δημοτικού Χαλανδρίου προήλθε η πρώτη αντίδραση στην πρόσφατη απόφαση του Υπουργείου Παιδείας για ένταξη του 1ου Γυμνασίου της πόλης στη λίστα των πειραματικών σχολείων της χώρας (Δείτε ΕΔΩ)
Όπως αναφέρεται σε ενυπόγραφη επιστολή, το κείμενο «εκφράζει την αγωνία και τον προβληματισμό μεγάλης μερίδας γονέων του “Λίτσειου”, οι οποίοι στηρίζουμε και χαιρετίζουμε τις ενέργειες του Συλλόγου Γονέων για την προάσπιση των δικαιωμάτων των παιδιών μας».
Αναλυτικά:
«Για τον χαρακτηρισμό του 1ου Γυμνασίου Χαλανδρίου ως Πειραματικού
Τις τελευταίες ημέρες, οι γονείς και οι οικογένειες της σχολικής κοινότητας του Χαλανδρίου βρεθήκαμε αντιμέτωποι με μια αιφνίδια και εξαιρετικά σοβαρή εξέλιξη: τον χαρακτηρισμό του 1ου Γυμνασίου Χαλανδρίου ως Πειραματικού σχολείου, με έναρξη λειτουργίας από το σχολικό έτος 2026–2027.
Η απόφαση αυτή ελήφθη χωρίς προηγούμενη ουσιαστική ενημέρωση ή διαβούλευση με τους άμεσα ενδιαφερόμενους – τους γονείς και τους μαθητές των σχολείων της περιοχής. Πρόκειται για μια αλλαγή που δεν αφορά απλώς τον τίτλο ενός σχολείου, αλλά ανατρέπει στην πράξη τη σχολική πραγματικότητα δεκάδων παιδιών και οικογενειών.
Η παρούσα επιστολή εκφράζει την αγωνία και τον προβληματισμό μεγάλης μερίδας γονέων του 2ου Δημοτικού Σχολείου Χαλανδρίου, οι οποίοι στηρίζουμε και χαιρετίζουμε τις ενέργειες του Συλλόγου Γονέων και Κηδεμόνων του σχολείου μας για την προάσπιση των δικαιωμάτων των παιδιών μας.
Τι αλλάζει στην πράξη
Για τα παιδιά του 2ου Δημοτικού Σχολείου Χαλανδρίου και του 14ου Δημοτικού Σχολείου Χαλανδρίου, η μετατροπή του 1ου Γυμνασίου σε Πειραματικό σημαίνει ότι χάνεται το αυτονόητο δικαίωμα φοίτησης στο σχολείο της γειτονιάς τους. Η μετάβαση από το δημοτικό στο γυμνάσιο, μια ήδη ευαίσθητη και κρίσιμη ηλικιακή μετάβαση, παύει να είναι ομαλή και προβλέψιμη.
Η εισαγωγή στο σχολείο δεν θα βασίζεται πλέον στη γεωγραφική εγγύτητα, αλλά σε διαδικασία κλήρωσης, ενώ οι μαθητές του συνδεδεμένου Πειραματικού Δημοτικού θα εισάγονται αυτόματα. Αυτό δημιουργεί, στην πράξη, άνισες πιθανότητες πρόσβασης και αφήνει τα παιδιά των υπόλοιπων δημόσιων σχολείων με ελάχιστες επιλογές.
Οι συνέπειες αυτής της αλλαγής δεν είναι θεωρητικές. Είναι απολύτως συγκεκριμένες:
• Τα παιδιά ενδέχεται να αναγκαστούν να φοιτήσουν σε γυμνάσια σημαντικά μακρύτερα από τον τόπο κατοικίας τους, απομακρυνόμενα από το φυσικό και οικείο περιβάλλον της γειτονιάς τους. Για παιδιά 12 ετών, αυτή η απόσταση δεν είναι απλώς γεωγραφική, είναι ψυχολογική και συναισθηματική. Η καθημερινή μετακίνηση γίνεται πιο κουραστική, λιγότερο ασφαλής και συχνά αγχωτική, ιδίως όταν απαιτείται η χρήση μέσων μεταφοράς ή η διαρκής εξάρτηση από τους γονείς. Το σχολείο παύει να είναι «κομμάτι της ζωής τους» και μετατρέπεται σε έναν χώρο μακρινό, απρόσωπο και δύσκολα προσβάσιμο.
• Παράλληλα, διασπάται ο κοινωνικός και μαθητικός δεσμός που τα παιδιά έχουν χτίσει επί σειρά ετών στο δημοτικό σχολείο της γειτονιάς τους. Φιλίες, σχέσεις εμπιστοσύνης, δυναμικές ομάδων και μια αίσθηση συνέχειας και ασφάλειας χάνονται απότομα. Η μετάβαση στο γυμνάσιο, αντί να λειτουργήσει ως φυσική εξέλιξη μιας κοινής πορείας, μετατρέπεται σε βίαιο αποχωρισμό. Για πολλά παιδιά, αυτό σημαίνει αίσθημα απώλειας, ανασφάλεια και δυσκολία προσαρμογής σε μια ήδη απαιτητική ηλικιακή φάση.
• Η μετάβαση από το δημοτικό στο γυμνάσιο αποτελεί μία από τις πιο κρίσιμες και ευαίσθητες φάσεις της σχολικής ζωής ενός παιδιού. Η διεθνής και ελληνική βιβλιογραφία αναγνωρίζει ότι η ηλικία των 11–12 ετών συνοδεύεται από έντονες γνωστικές, συναισθηματικές και κοινωνικές αλλαγές, οι οποίες καθιστούν τα παιδιά ιδιαίτερα ευάλωτα σε αισθήματα άγχους, ανασφάλειας και αποσταθεροποίησης. Για τον λόγο αυτό, η ομαλή και προβλέψιμη μετάβαση στο γυμνάσιο θεωρείται καθοριστικός παράγοντας για τη σχολική προσαρμογή, τη συναισθηματική ευεξία και τη μαθησιακή εξέλιξη των παιδιών.
Μάλιστα, τα τελευταία χρόνια υλοποιούνται οργανωμένα προγράμματα μετάβασης σε πολλά δημοτικά σχολεία της χώρας, με στόχο την ενδυνάμωση των μαθητών και την προετοιμασία τους για τη νέα σχολική βαθμίδα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το 2ο Δημοτικό Σχολείο Χαλανδρίου, όπου την προηγούμενη σχολική χρονιά πραγματοποιήθηκε πρόγραμμα ομαλής μετάβασης στην Στ’ τάξη Δημοτικού, με την παρουσία και τη συμβολή του Τομέα Πρόληψης του Ε.Ο.Π.Α.Ε. Το πρόγραμμα αυτό αναγνώρισε έμπρακτα την ανάγκη στήριξης των παιδιών σε αυτή τη φάση, ενισχύοντας τις δεξιότητες προσαρμογής, τη συναισθηματική ανθεκτικότητα και το αίσθημα ασφάλειας.
Η επιστημονική γνώση είναι σαφής: όταν η μετάβαση γίνεται χωρίς συνέχεια στο κοινωνικό περιβάλλον, χωρίς σταθερό πλαίσιο και χωρίς αίσθηση «ανήκειν», αυξάνεται ο κίνδυνος σχολικής αποξένωσης, μειωμένης αυτοεκτίμησης και μαθησιακών δυσκολιών. Αντίθετα, η συνέχιση της φοίτησης με συνομήλικους, σε γνώριμο γεωγραφικό και κοινωνικό περιβάλλον, λειτουργεί προστατευτικά και ενισχύει την ψυχοκοινωνική ανάπτυξη των παιδιών.
Η συγκεκριμένη απόφαση, ωστόσο, στερεί από τα παιδιά του 2ου και του 14ου Δημοτικού Σχολείου το προνόμιο αυτής της ομαλής μετάβασης. Τα υποχρεώνει να βιώσουν την αλλαγή όχι ως φυσική εξέλιξη, αλλά ως αναγκαστική ρήξη: με απώλεια της συνέχειας, με αβεβαιότητα ως προς το σχολικό τους μέλλον και με πρόσθετο ψυχολογικό βάρος σε μια ήδη απαιτητική ηλικία.
Αν πραγματικά μεριμνούμε για τις ανάγκες των μαθητών αυτής της ηλικίας, οφείλουμε να διασφαλίζουμε συνθήκες σταθερότητας, συνέχειας και ισότητας – όχι να τις αποδομούμε με διοικητικές αποφάσεις που αγνοούν τον παιδαγωγικό τους αντίκτυπο.
• Οι συνέπειες αυτές δεν περιορίζονται στα παιδιά. Οι οικογένειες καλούνται να αναπροσαρμόσουν πλήρως τον καθημερινό τους προγραμματισμό, συχνά με τρόπους που δεν είναι ρεαλιστικοί. Γονείς που εργάζονται καλούνται να καλύψουν μεγαλύτερες αποστάσεις, ενδεχομένως μέχρι και δύο χιλιόμετρα, απαγορευτικά για ένα παιδί 12 ετών, διαφορετικά ωράρια, αυξημένα έξοδα μετακίνησης και συνεχή μεταφορά των παιδιών τους. Η σχολική καθημερινότητα παύει να είναι διαχειρίσιμη και γίνεται πηγή άγχους, πίεσης και ανισότητας, ιδίως για οικογένειες με περισσότερα παιδιά ή περιορισμένους πόρους.
• Την ίδια στιγμή, τα όμορα γυμνάσια της περιοχής αναμένεται να επιβαρυνθούν με μεγαλύτερο αριθμό μαθητών, χωρίς να είναι βέβαιο ότι διαθέτουν τις υποδομές ή το προσωπικό για να ανταποκριθούν. Η αύξηση των μαθητών ανά τμήμα, η πίεση στους εκπαιδευτικούς και η μείωση του διαθέσιμου χρόνου για ουσιαστική παιδαγωγική σχέση υποβαθμίζουν αναπόφευκτα την ποιότητα της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Το πρόβλημα, έτσι, δεν μετατοπίζεται απλώς· γενικεύεται και επηρεάζει συνολικά το δημόσιο σχολείο της περιοχής.
Ένα σχολείο χωρίς τις απαραίτητες προϋποθέσεις
Επιπλέον, οφείλουμε να επισημάνουμε ότι το 1ο Γυμνάσιο Χαλανδρίου δεν πληροί τις απαραίτητες κτηριακές και λειτουργικές προδιαγραφές για να υποστηρίξει τον ρόλο που υποτίθεται ότι συνοδεύει τον χαρακτηρισμό «πειραματικό». Η εμπειρία των τελευταίων ετών έχει δείξει ότι τέτοιοι χαρακτηρισμοί δεν συνοδεύονται από ουσιαστική αναβάθμιση υποδομών ή συνθηκών, αλλά κυρίως από διοικητικές και οργανωτικές ανακατατάξεις που επιβαρύνουν τη σχολική κοινότητα.
Το ουσιαστικό διακύβευμα: τι είδους παιδεία θέλουμε;
Πέρα όμως από τα πρακτικά ζητήματα, υπάρχει ένα βαθύτερο ερώτημα που μας αφορά όλους.
Θέλουμε μια δημόσια εκπαίδευση που διαχωρίζει τα παιδιά σε «προνομιούχα» και «μη προνομιούχα» σχολεία;
Θέλουμε σχολεία που, έστω και έμμεσα, καλλιεργούν την αντίληψη ότι η «καλύτερη» ή «πιο σύγχρονη» παιδεία παρέχεται μόνο σε λίγους;
Η δημιουργία σχολείων που εμφανίζονται ως «εκλεκτά» δεν ενισχύει τη δημόσια εκπαίδευση. Αντίθετα, την κατακερματίζει. Η πραγματική πρόοδος δεν βρίσκεται στη δημιουργία ελιτίστικων σχολείων αριστείας, αλλά στη συλλογική απαίτηση όλα τα δημόσια σχολεία να παρέχουν ποιοτική, σύγχρονη και ισότιμη εκπαίδευση για όλα τα παιδιά. Το κρίσιμο ερώτημα, λοιπόν, δεν είναι μόνο οργανωτικό ή διοικητικό. Είναι βαθιά αξιακό.
Όλα τα παραπάνω αρνητικά που περιγράφονται – η αβεβαιότητα, η απομάκρυνση από το σχολείο της γειτονιάς, η διάσπαση των κοινωνικών δεσμών, η επιβάρυνση της οικογενειακής καθημερινότητας – δεν θα τα βιώσουν όλα τα παιδιά. Δεν θα τα βιώσουν τα παιδιά του 1ου Πειραματικού Δημοτικού Σχολείου, τα οποία εισάγονται αυτοδικαίως στο 1ο Πειραματικό Γυμνάσιο, χωρίς κλήρωση και χωρίς τον φόβο του αποκλεισμού.
Αντίθετα, τα παιδιά του 2ου και του 14ου Δημοτικού Σχολείου Χαλανδρίου καλούνται να επωμιστούν στο σύνολό τους τις συνέπειες αυτής της απόφασης. Η διαφοροποίηση αυτή δεν είναι ούτε τυχαία ούτε ουδέτερη. Συνιστά έναν ξεκάθαρο διαχωρισμό μαθητών και οδηγεί στη διαμόρφωση μιας μαθητικής κοινότητας δύο ταχυτήτων μέσα στο ίδιο δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα και στην ίδια πόλη.
Μια τέτοια πραγματικότητα, όπου κάποια παιδιά απολαμβάνουν εξασφαλισμένη συνέχεια και σταθερότητα, ενώ άλλα αντιμετωπίζουν αβεβαιότητα και αποκλεισμό, δεν συνάδει με τις αρχές της δημόσιας εκπαίδευσης. Το φαινόμενο αυτό, που ήδη υφίσταται στο επίπεδο της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης με τη λειτουργία του 1ου Πειραματικού Δημοτικού, τείνει πλέον να παγιωθεί και να επεκταθεί και στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση.
Αυτός ο διαχωρισμός δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός από τη σχολική κοινότητα του Χαλανδρίου. Δεν μπορούμε να συναινέσουμε στη θεσμοθέτηση ανισοτήτων ανάμεσα σε παιδιά που ζουν στις ίδιες γειτονιές, φοιτούν σε δημόσια σχολεία και έχουν ίσο δικαίωμα σε μια ποιοτική, σταθερή και ανθρώπινη εκπαιδευτική διαδρομή.
Η παιδεία που διεκδικούμε δεν είναι μια παιδεία διακρίσεων, αλλά μια παιδεία ισότητας, συνέχειας και συλλογικής ευθύνης, μια παιδεία που αναβαθμίζει όλα τα σχολεία και όλα τα παιδιά, χωρίς εξαιρέσεις.
Η στάση των γονέων και το κάλεσμα προς την κοινωνία
Στη συνάντηση του Συλλόγου Γονέων και Κηδεμόνων του 2ου Δημοτικού Σχολείου Χαλανδρίου, που έγινε την Τρίτη 16/12, δηλώθηκε ξεκάθαρα η διαφωνία μας με τη συγκεκριμένη απόφαση και πάρθηκε η απόφαση να κινηθούμε συντονισμένα προς την κατεύθυνση αιτήματος ακύρωσής της.
Παράλληλα, απευθύνουμε ανοιχτό κάλεσμα:
• στους γονείς,
• στους εκπαιδευτικούς,
• στους συλλόγους και τους θεσμικούς φορείς,
• στην τοπική κοινωνία και το ευρύτερο κοινό,
να σταθούν δίπλα μας, να ενημερωθούν και να στηρίξουν αυτόν τον αγώνα που δεν αφορά μόνο ένα σχολείο, αλλά τον χαρακτήρα της δημόσιας εκπαίδευσης που θέλουμε για τα παιδιά μας.
Η παιδεία δεν είναι προνόμιο. Είναι δικαίωμα. Και τα δικαιώματα οφείλουμε να τα υπερασπιζόμαστε συλλογικά».








































































































