Εξοχή, διακοπές, πράσινο, ανεμελιά, άπλα… Αυτό ήταν κάποτε η Αγία Παρασκευή.
Επιμέλεια: Μαρία Πανάγου
Ο τόπος που ονειρευόσουν για να περάσεις τ’ απογεύματα σου, να κάνεις τις βόλτες σου, να πάρεις τον αέρα σου, να περάσεις ακόμη ακόμη, τις διακοπές σου το καλοκαίρι.
Οι πιο τολμηροί -αργότερα κι οι πιο πλούσιοι- ονειρεύτηκαν εκεί ένα σπίτι, μόνιμη διαμονή δίπλα στο βουνό, μια στέγη αγκαλιασμένη απ’ τα δέντρα. Και το απέκτησαν. Η Αγία Παρασκευή δεν είχε άλλωστε να ζηλέψει πολλά από την ομορφιά και τον εξοχικό χαρακτήρα της Κηφισιάς ή άλλων Δήμων του Βορρά στην Αττική. Χτισμένη μάλιστα στους πρόποδες του Υμηττού, με πλούσια βλάστηση, πολύ οξυγόνο και ωραία θέα, το μέρος δεν άργησε να πάρει τον… αέρα μιας κοσμοπολίτικης πόλης που φιλοξενούσε κατοίκους ανώτερης οικονομικής και μορφωτικής κλάσης.
Και σήμερα;
Σήμερα η Αγία Παρασκευή είναι παραδομένη στην αναρχία της οικοδόμησής της, τη φασαρία και το καυσαέριο. Μια πόλη χωρισμένη στα δύο από τη λεωφόρο Μεσογείων, με δρόμους που ασφυκτιούν από κτίσματα, απώλεσε την αίγλη των Βορείων Προαστίων και απέκτησε τη φασαρία των κεντρικότερων περιοχών. Κι αν κάποτε αποτελούσε τόπο αναψυχής και ανάρρωσης από ασθένειες -καθώς είχε ευνοϊκότατο κλίμα- σήμερα μετράει 100.000 περίπου κατοίκους που μοιράζονται ο καθένας από λίγα τετραγωνικά της ασφαλτοστρωμένης της γης.
Όχι, ο Υμηττός δεν έφυγε, παραμένει εκεί, η βλάστηση παλεύει ακόμη με το διοξείδιο, πλατείες και χώροι πρασίνου υπάρχουν… Η Αγία Παρασκευή εξακολουθεί να θεωρείται ένα ακριβό, προάστιο με κοινωνικό και περιβαλλοντικό ενδιαφέρον! Μόνο που η βορειοανατολική πύλη του λεκανοπεδίου της Αττικής, κορέστηκε από την υψηλής ποιότητας ζωή και η καθημερινότητα πια εκεί, δεν είναι για όλους και τόσο υποφερτή.
Η ιστορία της
Η Αγία Παρασκευή βρίσκεται στο 10ο χλμ. της λεωφόρου Αθηνών-Μαραθώνος. Έχει έκταση 10 τ. χμ. και συνορεύει με τους Δήμους Χολαργού, Χαλανδρίου, Γέρακα και Γλυκών Νερών. Απέχει περίπου 10 11 χιλιόμετρα από το κέντρο της Αθήνας και διοικητικά εντάσσεται στην αρμοδιότητα της Περιφέρειας Αττικής και της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αττικής και αποτελεί σύγχρονο συγκοινωνιακό κόμβο των Βορείων Προαστίων.
Κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα άρχισαν να εγκαθίστανται μόνιμοι κάτοικοι και το 1963 έγινε αυτόνομος δήμος που αποτέλεσε την πρωτεύουσα της Νομαρχίας Ανατολικής Αττικής. Ωστόσο, το 1995 με το ν. 2218/1994, την κατάργηση των Νομαρχιών και την ίδρυση των Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων, εντάχθηκε στη χωρική αρμοδιότητα της Νομαρχίας Αθηνών ως άτυπη έδρα του «Ανατολικού Τομέα» της Νομαρχίας.
Η πόλη στην αρχαιότητα
Η περιοχή της Αγίας Παρασκευής φαίνεται ότι ήταν κατοικήσιμη στα χρόνια της αρχαιότητας αφού η πρώτη αναφορά σε αυτήν, γίνεται στα «Αττικά» του Παυσανία. Η περιοχή από το Χαλάνδρι μέχρι την Αγία Παρασκευή και την Παιανία αποτελούσε, κατά τον 6ο αιώνα π. Χ., το μεγάλο Δήμο της Φλύας, έναν τόπο εύπορο και μυστηριακό, που ανήκε, σύμφωνα με τους ιστορικούς, στη Κεκροπίδα φυλή. Σ’ αυτό συνηγορεί το πλήθος των ταφικών ευρημάτων κατά μήκος της σημερινής λεωφόρου Μεσογείων, στην οδό Νικίου, καθώς και το εντυπωσιακό ταφικό οικοδόμημα, κτισμένο από πεντελικό μάρμαρο και καμαροσκέπαστο, που βρέθηκε κοντά στη διασταύρωση των σημερινών οδών Σοφοκλή Βενιζέλου και Μαρμαριωτίσσης και μετατράπηκε σε εκκλησία.
Στην αρχαία Φλύα λατρευόταν ο Ήφαιστος, η Άρτεμις και πολλές θεότητες, σχετικές με τη βλάστηση και τον κάτω κόσμο. Μετά την Ελευσίνα, η Φλύα αποτελούσε τον κατεξοχήν Δήμο των μυστηριακών τελετών. Διέθετε έναν σημαντικό τόπο τελετών, οποίος μάλιστα, μετά την καταστροφή του από τους Πέρσες, επισκευάστηκε από τον Θεμιστοκλή. Μεγάλη ακμή γνώρισαν στη Φλύα και οι μυστικές τελετές της Φρυγικής Μεγάλης Μητέρας, που διήρκεσαν μέχρι τον 4ο αιώνα μ.Χ. αιώνα, μάρτυρες των οποίων είναι πολλοί ενεπίγραφοι βωμοί που βρέθηκαν στην περιοχή.
Στους ρωμαϊκούς χρόνους, ο ποιητής Οβίδιος ύμνησε την ομορφιά της βλάστησης και του κλίματος της περιοχής και στα τελευταία βυζαντινά χρόνια, η ιστορία του τόπου επικεντρώνεται γύρω από τη ζωή του μοναστηριού του Αϊ Γιάννη του Κυνηγού ή αλλιώς της Μονής των φιλοσόφων. Το μοναστήρι αυτό χτίστηκε το 1185 μ.Χ. και ως επικρατέστερος ιδρυτής, αναφέρεται ο μοναχός Βασίλειος Κυνηγός. Επιφανής ηγούμενος του μοναστηριού ήταν ο Νεόφυτος στον οποίο οφείλεται η κατασκευή του δρόμου που συνέδεε το σημερινό Σταυρό με τη Μονή και την πεδιάδα των Αθηνών με τα Μεσόγεια. Μνημείο-τεκμήριο για τα παραπάνω αποτελεί το Κιόνιο του Νεοφύτου, η επιγραφή του οποίου καλεί το διαβάτη να προσευχηθεί για τη σωτηρία της ψυχής τού κατασκευαστή του. Στα χρόνια της τουρκοκρατίας κατεδαφίζεται ένα μέρος του μοναστηριού για να χρησιμοποιηθεί στην οχύρωση της Ακρόπολης των Αθηνών. Παρ’ όλα αυτά, η περίοδος αποτελεί περίοδο ακμής για το μοναστήρι το οποίο διατηρεί δύο μετόχια.
Στις αρχές του 19ου αιώνα η περιοχή ανήκε στον Τούρκο Χαλήλ Μπέη, ο οποίος την πούλησε τελικά στον κόμη Αντώνιο Μπότσαρη, ενώ αυτός με τη σειρά του, πούλησε τον Νοέμβριο του 1850 ένα μεγάλο μέρος της σε εννιά κατοίκους του Χαλανδρίου. Είναι άγνωστο το πότε άρχισε να δημιουργείται ο τωρινός συνοικισμός, ωστόσο στην αρχή είχε τέσσερα χάνια που εξυπηρετούσαν όσους πήγαιναν ή μετέφεραν προϊόντα από τα Μεσόγεια προς την Αθήνα και αντίστροφα.
Η Αγία Παρασκευή και οι… φυματικοί
Στις αρχές του 20ου αιώνα στο προάστιο υπήρχαν πολύ λίγα σπίτια, κυρίως παραθεριστικές επαύλεις και αγροκτήματα με αμπέλια. Το πρώτο σπίτι που χτίστηκε ήταν του Παναγιώτη Δάβαρη το 1894 και ο πρώτος που γεννήθηκε στον οικισμό ήταν το 1910, ο εγγονός του, Γιάννης Δάβαρης.
Μέχρι το 1950 περίπου, στην περιοχή κατέφευγαν φυματικοί λόγω του καλού κλίματος της περιοχής που συνίστατο στην έλλειψη υγρασίας, νοικιάζοντας ή στήνοντας παράγκες στα κτήματα των τότε κατοίκων. Ως το 1921, η Αγία Παρασκευή μαζί με το Χαλάνδρι και τους συνοικισμούς Ψυχικού, Χολαργού, Φιλοθέης, Πεντέλης, Νέου Ψυχικού και Βριλησσίων ανήκαν στο Δήμο Αθηναίων. Το σύνολο αυτών των συνοικισμών, αποτέλεσαν το 1925 την κοινότητα Χαλανδρίου και στη συνέχεια αποσπάστηκαν διαδοχικά και σχημάτισαν δικές τους κοινότητες και αργότερα Δήμους. Η Αγία Παρασκευή αναγνωρίστηκε για πρώτη φορά ως κοινότητα το 1929 αλλά καταργήθηκε την ίδια χρονιά και έμεινε ως συνοικισμός του Χαλανδρίου έως το 1931. Τότε έγινε οριστικά κοινότητα, ενώ Δήμος χαρακτηρίστηκε για πρώτη φορά το 1963.
Από το 1948 η Αγία Παρασκευή παύει να αποτελεί παραθεριστικό θέρετρο και γίνεται συνοικία με μόνιμους κατοίκους. Το 1960 λειτουργούν δημόσιες υπηρεσίες και η εταιρεία περιχώρων Αγίας Παρασκευής παράσχει ηλεκτρικό ρεύμα στην ευρύτερη περιοχή Ανατολικής Αττικής. Η υδροδότηση γίνεται αρχικά από το Αδριάνειο Υδραγωγείο και αργότερα από την ΟΥΛΕΝ. Το τηλέφωνο έρχεται στον Τσακό το 1962 και το 1963, παρουσία των Βασιλέων, εγκαινιάζεται το Κέντρο Πυρηνικών Ερευνών «Δημόκριτος», απέναντι από τον λόφο Τσακού. Βορειότερα είχε ανεγερθεί το Αμερικάνικο Κολέγιο, όπου φιλοξενήθηκε μάλιστα και η Αμερικάνικη Ολυμπιακή Ομάδα το 2004, καθώς και τμήμα του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης. Την περίοδο της χούντας οικοδομήθηκε και το Ραδιομέγαρο της ΕΡΤ επί της λεωφόρου Μεσογείων, παραπλήσια του οποίου ήταν το μεγάλο στρατόπεδο των πεζοναυτών.
Ο περιφερειακός του Υμηττού
Στην περιοχή Πευκάκια, όπου παλαιότερα διέμεναν αθίγγανοι και εμφανιζόταν στους χάρτες είτε στο Χαλάνδρι είτε στο Γέρακα, δημιουργήθηκε περιφερειακός δακτύλιος, η Περιφερειακή Υμηττού και η Αττική Οδός, που «περοφρουρούν» την πόλη από τα βορειοανατολικά μέχρι το Σταυρό. Η κατασκευή της Αττικής οδού, είχε προκαλέσει πάρα πολλές αντιδράσεις. Το 1993 οι κάτοικοι της Αγίας Παρασκευής εξέφρασαν την έντονη δυσαρέσκεια και αντίθεσή τους στην κατασκευή του δακτυλίου του Υμηττού. Ο δακτύλιος του Υμηττού θα αποτελούσε μία μεγάλη οδό στο βουνό, απευθείας συνδεδεμένη με την Αττική Οδό και η περάτωση της κατασκευής του δακτυλίου, αλλά και της Αττικής Οδού, θα σήμαινε μαζική κοπή δένδρων καθώς και ηχορύπανση, γεγονός που οδήγησε στην αναπόφευκτη αντίθεση των ντόπιων. Παρόλα αυτά, το κράτος αρνήθηκε να αλλάξει τα σχέδιά του κι έστειλε μπουλντόζες στο βουνό. Η πράξη αυτή οδήγησε σε μία μεγάλη και έντονη διαδήλωση, η οποία πραγματοποιήθηκε τον Απρίλιο του 1993. Τότε, χιλιάδες κάτοικοι της Αγίας Παρασκευής, μαζί με τον τότε δήμαρχο Σταύρο Κώτση, ανέβηκαν στο βουνό και στάθηκαν μπροστά στις μπουλντόζες, αναγκάζοντας τους οδηγούς τους να αποχωρήσουν. Αργότερα όμως, κατέφθασε η αστυνομία, η οποία συνέλαβε το δήμαρχο και ανάγκασε τους διαδηλωτές να εγκαταλείψουν την περιοχή. Τελικά, η κατασκευή των δύο οδών ξεκίνησε και ολοκληρώθηκε το 2001 με τη κατασκευή υπόγειων σηράγγων στο βουνό, οι οποίες περιόρισαν δραστικά την κοπή πολλών πεύκων.
* Ευχαριστούμε θερμά την κυρία Νατάσα Μηνδρινού, η οποία πολύ ευγενικά μάς παραχώρησε φωτογραφικό υλικό από το προσωπικό της αρχείο, καθώς και από το αρχείο του πατέρα της, Ιωάννη Μηνδρινού. Για την παραχώρηση φωτογραφιών ευχαριστούμε και την κυρία Τέτη Κοντοπούλου.